Σε ένα κομμάτι χασαπόχαρτο ήταν γραμμένο με ανορθόγραφες  λέξεις όλο το πρόγραμμα.

Μεγάλη Δευτέρα ασπρίζαμε τα πεζοδρόμια και τις γλάστρες. Όλοι στο πόδι από το χάραμα. Ένας μεγάλος κουβάς με  ασβέστη και ταβανόβουρτσες, μικρότερα πινέλα για μας τα παιδιά, και στην αυλή γινόταν ο χαμός. Βάφαμε τις ντενέκες  από φέτα που ΄χε φυτέψει τα γεράνια της με ροζ, γαλάζιο και κόκκινο χρώμα. Να ζωντανέψει η αυλή…  Και το βράδυ σαν τελειώναμε, κατάκοποι  όλοι καθόμασταν στην γωνιά της Κάτω κουζίνας, σαν τα κλωσσόπουλα γύρω της, και μας διάβαζε  το πολύτιμο χαρτί της και μοίραζε τις δουλειές για τις επόμενες μέρες. Χόρτα φρέσκα που έβραζαν μύριζε ο αέρας , που μπερδευόταν με τους λεμονανθούς και τούτο το παράξενο άρωμα με συντροφεύει  ίσαμε σήμερα…

Μια Μεγαλοβδομάδα, μια φορά κι έναν καιρό!
Μεγάλη Τρίτη ήταν η σειρά για τα τσουρεκάκια. Ο φούρνος άναβε από το ξημέρωμα, ξύλα, λαμαρίνες και μυρωδιά βουτύρου, από τον καλό, να μην ξεχνιόμαστε …παντού. Πρώτα της θείας  της Αγλαΐας με πλεξούδες όλα για να ΄χουν τη σωστή εμφάνιση στο τρατάρισμα. Ύστερα της Μαρίκας, της Βαγγελιώς,της Ριρίκας και στο τέλος τα δικά μας, της μάνας μου, γιατί ήταν η μοναχοκόρη της. Μια παλιά πόρτα ξύλινη χρησίμευε σαν σοφράς και με χιράμια, σεντόνια και κουβέρτες τα σκεπάζαμε. Εμείς κάναμε την καλλιτεχνική δουλειά… Περνούσαμε  το αυγό από πάνω τους να ροδοκοκκινίσουν σαν ψήνονταν. Και είχαν  σειρά στις μυρωδιές εκτός από τον βούτυρο που σου ‘σπαγε τη μύτη, η αμμωνία και η βανίλια σε μικρά μπουκαλάκια, που τις επόμενες μέρες  θα γινόταν τα μπιμπερό για το γάλα στην κούκλα μου, τη Ροζέτα, την μία και μοναδική μου!

Μεγάλη Τετάρτη, μέρα για τις κουλούρες, με προζύμι τις έφτιαχνε. Ώρες περιμέναμε να ανέβουν και ρίχναμε κλεφτές ματιές να δούμε αν φούσκωναν… Πως θυμάμαι εκείνα τα χέρια να δουλεύουν κιλά το αλεύρι, δύσκολο,  με σηκωμένα τα μανίκια  ίσαμε ψηλά και τα μαλλιά της μαζεμένα σε ένα δίχτυ μην πέσει καμιά τρίχα κι έχουμε κακά ξεμπερδέματα. Όλοι ήταν πάλι εκεί, θείες , ξαδέλφια, ανίψια και  περιμέναμε πως και πως την δική μας την Κουκουναρά. Έβαφε αυγά με παντζάρια, μόνο για τούτα τα ψωμιά και τα υπόλοιπα τα άφηνε για την επόμενη μέρα που ΄χαν την τιμητική τους.

Θυμάμαι μια κότα που όλο μπερδευόταν στα πόδια μας, κακαρίζοντας και ψάχνοντας κομματάκια  από τη ζύμη που έπεφτε. Μια φορά την τάισα όσα φύλλα από  τα παντζάρια έμειναν και στο νερό της έβαλα το ζωμό από το τσουκάλι, λίγο όσο μπορούσα να ξεκλέψω  χωρίς να με δουν. Πίστευα πως έτσι θα γεννούσε κόκκινα τα αυγά την άλλη μέρα και δεν θα παιδευόμασταν με το βάψιμο…

Όμως ποτέ δεν συνέβη αυτό κι έτσι την Μεγάλη Πέμπτη, μέρα της Σταύρωσης, έπρεπε να μαζέψουμε φυλλαράκια από μαϊντανό, σέλινο κι αρμπαρόριζα και τα σχισμένα καλσόν της μαμάς για τα αυγά με τις παράξενες αποτυπώσεις. Το βράδυ παγαίναμε όλοι να ακούσουμε  τα δώδεκα ευαγγέλια και να συντροφεύσουμε την πομπή που κατέβαζε όλα τα ιερά, ακόμα και την Ανάσταση από τον  Άγιο Νικόλαο στην Παναγία, τη γειτονική εκκλησιά κι έτσι οριστικά πια τέλειωνε ο χειμώνας με τούτο το τελετουργικό κι έμπαινε η Άνοιξη και το Καλοκαιράκι.

Την Μεγάλη Παρασκευή αμέσως μετά το στόλισμα του Επιταφίου, ξεκινούσαμε να  φτιάχνουμε καλιτσούνια, ίσαμε  αργά το απόγευμα, λίγο πριν την  ώρα που ακουγόταν το «Ω γλυκύ μου Έαρ». Πως τα κατάφερνε και τελείωνε πάντα την σωστή ώρα, ποτέ δεν καταλάβα…

Στολιζόταν κι έτρεχε να προλάβει το στασίδι της στην εκκλησιά, να μην χάσει το θρήνο, να θυμηθεί κι εκείνη τα δικά της…

Και το Μεγάλο Σάββατο από νωρίς μας φίλευε τα γλυκίσματα, κρυφά από τη μαμά. Εκείνη μας νήστευε, όμως η γιαγιά ήθελε να ξέρει αν πετύχανε όλα της τα καλούδια και δεν λογάριαζε κανέναν. Αμέσως μετά την πρώτη Ανάσταση. Εκεί γύρω στις 10.00 το πρωί…

Την Κυριακή του Πάσχα ο μεγάλος φούρνος της «Απάνω Κουζίνας» άναβε το ξημέρωμα. Γαρδούμια τυλιγμένα και αρνί γάλακτος με τις τεράστιες κυδωνάτες πατάτες ήταν η σπεσιαλιτέ της μέρας. Κι ήταν η μόνη φορά που καταδεχότανε να φάει μαζί μας, στο μεγάλο σαλόνι υπό τον όρο όλα να εχουν τελειώσει πριν τις τέσσερις το μεσημέρι γιατί η δεύτερη Ανάσταση στο προαύλιο της Παναγίας μας ήταν υποχρεωτική για όλους. Εκεί για πρώτη φορά φορούσαμε τα καινούργια ρούχα και τα πέδιλα κι έτσι ξεκινούσε η «σωστή» εποχή, όπως έλεγε. Στην καλή της τσάντα έκρυβε πάντα δυο αυγά, δυο τσουρέκια και καλιτσούνια να τα φάμε μόλις πει ο παπάς ξανά το «Χριστός Ανέστη»!

Στην «Απάνω Κουζίνα» της γιαγιάς σήμερα είναι το εργαστήριο του Κωστή, του εγγονιού της.

Ίσως για αυτό λατρεύω αυτόν τον χώρο…

Ίσως κάπου εκεί να τη συναντά η ψυχή μου..

(Στην Γιαγιά μου, την Ελένη, που ‘φύγε κάποτε πριν δεκάξι χρόνια κι ήταν Πάσχα!)

ΠΗΓΗ:

Λόγια του Αέρα, Ελένη Μπετεινάκη, υπό έκδοση