Λες και ήταν (προ)χθες… όπως θα μας έλεγε κείνο το πολύ ρομαντικό και νοσταλγικό τραγούδι της παλιάς καλής εποχής. Καλοκαίρι του 1919 και ο μεγάλος σατιρικός μας ποιητής Γιώργος Σουρής, μας αφήνει χρόνους. Έπεσε θύμα μιας μεγάλης επιδημίας που ξέσπασε στην Αθήνα.

Προσεβλήθη από την ισπανική γρίπη και στις 26 Αυγούστου, σε ηλικία 66 χρόνων, άφησε την τελευταίο του πνοή στο Νέο Φάληρο, όπου παραθέριζε. Ο μεγάλος αυτός ποιητής του γέλιου είχε γράψει ακόμα και τη διαθήκη του με στίχους που περιείχαν άφθονο αττικό άλας, απ’ αυτό που τόσο συνήθιζε να βάζει στα κείμενά του:

“Πέννα στη θανή μου ύμνους, να μη γράψει,

ούτε δάκρυ θέλω να χυθεί κανένα

κι ουτ’ αυτός ακόμα θέλω να μας κλάψει,

που ελπίζει ψήφο, νάχει κι από μένα”.

Αν η Αρχαία Ελλάδα είχε να επιδείξει έναν ασύγκριτο σατιρικό, τον Αριστοφάνη, η σύγχρονη Ελλάδα, ανάμεσα σε πολλούς σατιρικούς ποιητές που εμφανίστηκαν μετά την Επανάσταση, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ασύγκριτο τον Γιώργο Σουρή! Είναι αναμφισβήτητο ότι επί είκοσι τρεις περίπου αιώνες, το αττικό άλας νοστιμίζει τη ζωή μας ανεξάντλητο.

Όμως στην περίοδο του Γιώργου Σουρή, θα μπορούσε να πει κανείς  ότι χύνεται άφθονο και αποδεικνύει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό: Ότι η σάτιρα διατηρείται στην κοιτίδα της, την Αττική, όχι μόνο αναλλοίωτη, αλλά και ανανεωμένη. Ο Γεώργιος Σουρής είναι ο κορυφαίος σύγχρονος σατιρικός.

Είναι η πιο αντιπροσωπευτική μορφή σαρκαστή, που ξέρει να σατιρίζει, χωρίς να εξευτελίζει. Είναι ο πιο αποκαλυπτικός, για τη νοοτροπία του Ρωμιού, σατιρικός ποιητής, που έχει να επιδείξει η ελληνική ποιητική ανθολογία. Τον περιγράφει με καταπληκτικές εικόνες που δεν έχουν χάσει τη φρεσκάδα τους, παρόλο που έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που γράφτηκαν.

Αποσπάσματα από το ποίημά του “Ο Ρωμηός” είναι οι παρακάτω στίχοι:

“Ψυχή μου! Τι λιακάδα! Τι ουρανός! Τι φύσις!

αχνίζει εμπροστά μου καϊμακλής καφές,

κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,

και μόνος μου τις βρίσκω, μεγάλες και σοφές”.

Δεινός προφήτης με τους στίχους που ακολουθούν για τους σημερινούς “εθνοπατέρες” μας:

“Πόσοι εκ των Ελλήνων, εδώ των νεωτέρων

εσκέφθησαν πολλάκις του έθνους το συμφέρον!

Ω! πόσοι δοξασμένοι επέρασαν αιώνες

από τον Περικλέους, μέχρι της εποχής μου!

κι ορθές ακόμη στέκουν εμπρός μου οι κολώνες

αντί να πέσουν όλες, κατά της κεφαλής μου”.

Ο Σουρής με τους σατιρικούς του στίχους φιλοσοφεί. Δίνει προεκτάσεις των σκέψεων του για το κατάντημά μας και ειρωνεύεται, όχι λίγες φορές, τους Έλληνες για την επιπολαιότητά τους, για τις αποφάσεις τους, για τον τρόπο που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα.

Παρακολουθεί τα μεγάλα και μικρά γεγονότα και τα παρουσιάζει με τους στίχους του, ακόμα και εικόνες της καθημερινής ζωής:

“Από αμάξι κάποια μεσόκοπη κατέβη.

κι ένας δαντής των δρόμων, αντίκρυ της χαζεύει.

Κάτω απ’ το αμάξι, κοιτάζει με σπουδή.

ωσάν να θέλει κάτι, με τρόπο να ιδεί.

Δεν πρόσεξε καθόλου η εύμορφη κυρά,

κι επιάστηκε στη σκάλα, της φούστας η ουρά.

Είδε αυτό το κάτι, εκείνος ο καημένος,.

και πάει στη δουλειά του, ικανοποιημένος”.

Μαστιγώνει και χτυπάει με δύναμη, προσπαθώντας να αφυπνίσει τους πολίτες από το βαθύ ύπνο της μακαριότητας, ο οποίος τους κρατάει ναρκωμένους. Είναι κήρυκας των ηθικών αξιών. Τον ενδιαφέρει η αναδημιουργία, η ανάπλαση και η ανάσταση των ξεχασμένων αξιών, τις οποίες θεωρεί απαραίτητες για τη ζωή ενός λαού!

Ο Σουρής δεν διστάζει να σατιρίσει ακόμη και τις Αρχές του τόπου για τα παραστρατήματα ή και τις βλακείες των αρμοδίων, με τις οποίες βέβαια ο λαός γελάει πάντοτε και διασκεδάζει, αλλά και οργίζεται. Από τους σατιρικούς του στίχους δεν λείπει ούτε αυτή η αστυνομία, η οποία τον είχε ενοχλήσει πολλές φορές με εντολές άνωθεν και του είχε υποδείξει ότι πρέπει να μαλακώσει κάπως τις επιθέσεις του.

Όλα αυτά βέβαια με ήπιο τρόπο τις περισσότερες φορές, με ευγένεια, με υπονοούμενα και κυρίως με παράλληλο θαυμασμό για το πνεύμα του. Μα και ο Σουρής ανταποδίδει την εντός εισαγωγικών «ευγένεια» με τον δικό του ευγενικό σατιρικό στίχο:

Κακούργημα μεγάλο, βαρύ τρομακτικό,

Μας γράφει το Δελτίο το Αστυνομικό.

Ένας τρελλός μια γάτα ελάδωσε στακτιά,

Και για να κάνη γούστο της έβαλε φωτιά.

Κ’ η γάτα παίρνει δρόμο, εδώ κ’ εκεί τρυπώνει,

Και όλες στο ποδάρι τις γειτονιές σηκώνει.

Την βλέπουν κι οι κλητήρες, τα πρώτα παλικάρια,

Κι αμέσως τα σπαθιά των πετούν απ’ τα θηκάρια.

Και χύνονται σ’ εκείνη μ’ ορμή και λύσσα τόση,

Και πολεμούν ποιος πρώτος τη γάτα να σκοτώση.

Άιντε κ’ εδώ την έχουν, άιντε κ’ εκεί την έχουν,

Εις την Αστυνομία κοντά την απαντέχουν.

Και τότε να σου ένας μία σπαθιά της δίνει,

Και — ω θαυμάτων θαύμα! — στον τόπο την αφίνει,

Κ’ εκοίτετο η γάτα ανάμεσα των δρόμων,

Προς δόξαν αιωνίαν κλητήρων κι’ αστυνόμων,

Είδησις τελευταία… μέσα σε μία στράτα,

Ετσάκωσαν εκείνον που έκαψε τη γάτα.

Το 1884, τρία χρόνια μετά που παντρεύτηκε, αποφάσισε και έδωσε εξετάσεις στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δεν εκρίθη όμως άξιος και απερρίφθη στο μάθημα της μετρικής. Παρότι ήταν Σουρής, οι καθηγητής Φιντικλής και Σεμιτέλος τον έκριναν ακατάλληλο για το δίπλωμα του φιλολόγου.

Θεώρησε λοιπόν καλό αυτό το πάθημά του, να το ανακοινώσει με έμμετρο τρόπο:

“Μετά μεγάλης μου χαράς τοις φίλοις αναγγέλλω,

πως εξητάσθην των θυρών, ερμητικώς κλεισμένων,

στον πολυγένη Φιντικλή, και τον σπανό Σεμτέλο,

και απερρίφθην μυστικά, μετά πολλών επαίνων.

Λοιπόν και πάλιν Ελληνες, αρχίζουμε σαν πρώτα,

πάλι “Ρωμηός” και ξάπλωμα, πάλι ζωή και κότα”.

Γεώργιος Σουρής! Ένα αστέρι της παγκόσμιας φιλολογίας! Ο Κωστής Παλαμάς των αποκαλούσε γόη και  ο Γρηγόριος Ξενόπουλος τον θεωρούσε μεγάλο τεχνίτη. Ο περίφημος Αυστριακός φιλόσοφος Μαξ Νορντάου, είχε κάνει σύσταση στην Σουηδική Ακαδημία, προκειμένου να του απονείμει το βραβείο Νόμπελ. Ο ίδιος αποκαλούσε τον Σουρή “ένδοξο ποιητή”!

Γιώργος Σουρής! Ήταν η πρακτική κοινωνική φιλοσοφία ενός ολόκληρου λαού, αυτός που εξέφραζε και έκανε τον ίδιο το λαό να αισθάνεται ικανοποιημένος, προσφέροντας – τι άλλο; –  το δυσεύρετο γέλιο.