Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη*

Πολλά λέγονται και γράφονται τούτες τις μέρες γύρω από την «Κιβωτό του κόσμου», όπως ονομάζεται η δομή που έχει δημιουργήσει ο π. Αντώνιος και η οποία φιλοξενεί και περιθάλπει παιδιά και νέους και τους συμπαραστέκεται εδώ και πολλά χρόνια. Και έχει γίνει αυτός ο «ντόρος», διότι, όπως τουλάχιστον μαθαίνουμε από τα ΜΜΕ και σύμφωνα με μαρτυρίες κάποιων, στη δομή συνέβαιναν κακοποιήσεις παιδιών.

Οι μαρτυρίες αυτές έδωσαν, όπως συνήθως συμβαίνει, τροφή στους δημοσιογράφους, έγκυρους και μη, αλλά και σε καθένα που χειρίζεται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να ασχολούνται, με ιδιαίτερη θέρμη θα έλεγα, γύρω από αυτό το θέμα, ρίχνοντας μύδρους εναντίον δικαίων και αδίκων και μάλιστα χρησιμοποιώντας το λεξιλόγιο που συνηθίζουν, για να κινήσουν το θυμικό των δεκτών.

Τα γεγονότα που, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, συνέβαιναν στη δομή, χαρακτηρίζονται από τους δημοσιογράφους ως «φρικτά», «τρομερά», «πρωτόγνωρα» κ.ά., με αποτέλεσμα να δημιουργείται η εικόνα ενός περίπου νέου Άουσβιτς.

Με αυτά δεν θέλω να δικαιολογήσω κανέναν από τους δράστες των κακοποιήσεων. Απλώς, προτού πω οτιδήποτε καταδικαστικό, περιμένω πρώτα η  δικαιοσύνη να αποφανθεί γι’  αυτούς. Θεωρώ, λοιπόν, συνετό ο κάθε δημοσιογράφος που σέβεται την αποστολή του να προσέχει, ώστε το λεξιλόγιό του να ανταποκρίνεται στα πράγματα, να αποκαλύπτει την αλήθεια: ούτε να  αποκρύπτει τα γεγονότα ούτε όμως και να τα μεγαλοποιεί, διότι σε κάθε τέτοια περίπτωση διαστρέφει την αλήθεια, η οποία, όπως την όριζαν οι παλαιοί φιλόσοφοι, και συγκεκριμένα ο άγιος Θωμάς ο Ακινάτης, είναι η adeqvatio rei et intellectus,  δηλαδή η αντιστοιχία αυτού που έχουμε στο νου με την πραγματικότητα. Είναι σύνηθες πολλοί δημοσιογράφοι να υποκύπτουν  στον πειρασμό της τηλεθέασης και να προσπαθούν, κατά κανόνα, να μεγαλοποιήσουν τα πράγματα, απευθυνόμενοι στο θυμικό των τηλεθεατών ή των ακροατών τους.

Πολλές φορές, μάλιστα, προκαταλαμβάνουν τις αποφάσεις της δικαιοσύνης και διασύρουν πρόσωπα, τα οποία έτσι παραδίδονται στη χλεύη και στο ανάθεμα, που δύσκολα μπορούν να αποσείσουν από πάνω τους στη συνέχεια. Ας παρουσιάζουν, λοιπόν, τα γεγονότα με ψυχραιμία κι ας περιμένουν να μιλήσει η δικαιοσύνη, την οποία πρέπει να εμπιστευόμαστε ως ένα πυλώνα της δημοκρατίας και της προάσπισης των δικαιωμάτων κάθε ανθρώπου, ακόμη και του εγκληματία.

Ύστερα από αυτόν τον απαραίτητο κατ’ εμέ πρόλογο, έρχομαι στο θέμα μου, όπως αυτό δηλώνεται στον τίτλο τούτου του κειμένου. «Κιβωτό» ονόμασε ο ιδρυτής π. Αντώνιος τη δομή φιλοξενίας και συμπαράστασης των παιδιών. Το πιθανότερο είναι να είχε στο νου του την κιβωτό που, κατ’  εντολή του Θεού, κατασκεύασε ο Νώε για να σώσει τα ζώα από τον κατακλυσμό, όπως περιγράφεται στην Π. Διαθήκη.

Όπως δηλαδή η κιβωτός λειτούργησε ως χώρος σωτηρίας της ζωής, έτσι και η «Κιβωτός του κόσμου» λειτούργησε και λειτουργεί ως ο χώρος όπου προστατεύονται από κάθε άποψη και σώζονται από τους κινδύνους τα απροστάτευτα παιδιά. Η «Κιβωτός» αυτή όμως, ενώ ιδρύθηκε από έναν εμπνευσμένο νέο κληρικό, δεν λειτούργησε στο πλαίσιο μιας ενορίας ή κάτω από την αιγίδα μιας Μητροπόλεως ή της ευρύτερης Εκκλησίας.

Πήρε τη μορφή μιας Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης (ΜΚΟ), η οποία λειτουργούσε ατομοκεντρικά θα έλεγα, έχοντας δηλαδή ως κέντρο τον ιδρυτή της π. Αντώνιο. Η επιλογή αυτή και η άρνηση του π. Αντωνίου να δεχτεί την εποπτεία της επίσημης Εκκλησίας μπορεί μεν να έδινε μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στον ίδιο, όμως τον άφηνε απροστάτευτο από άλλους κινδύνους. Βέβαια, πρέπει να πούμε εδώ ότι υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που οι μητροπολίτες οικειοποιούνται τα έργα των ιερέων τους ή προβάλλουν προσκόμματα, προκειμένου ένας δραστήριος ιερέας να μην προχωρήσει στη δημιουργία ενός έργου, αν αυτό δεν εμφανιστεί ως έργο του επισκόπου του.

Ωστόσο, σύμφωνα με τα ισχύοντα στην Εκκλησία, ο ιερέας είναι υποχρεωμένος από τους εκκλησιαστικούς κανόνες και από την παράδοση, προτού προχωρήσει στη δημιουργία ενός έργου,  να ζητήσει και να λάβει την «ευλογία» του επισκόπου του, εντάσσοντας το έργο στην Εκκλησία, η οποία είναι, όπως λένε οι Πατέρες, η κιβωτός της σωτηρίας.

Στο σημείο αυτό θα παρεμβάλλω ένα απόσπασμα από σχετικό κείμενο του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος γράφει: «Όσα λέγει η Π. Διαθήκη είναι μυστήρια και όσα γίνονται εκεί είναι εικόνα των μελλόντων. Για παράδειγμα, κιβωτός είναι η Εκκλησία, Νώε είναι ο Χριστός, το περιστέρι είναι το Άγιο Πνεύμα, το φύλλο της ελιάς είναι η φιλανθρωπία του Θεού. Στάλθηκε το ήμερο ζώο (το περιστέρι) και βγήκε από την κιβωτό. Αλλά εκείνα είναι εικόνα, ετούτα όμως αλήθεια.  Κοίταξε πόσο πλούσια είναι η αλήθεια.

Όπως η κιβωτός στη μέση του πελάγους διέσωζε όσους βρίσκονταν μέσα, έτσι και η Εκκλησία διασώζει όλους όσοι βρίσκονται στην πλάνη. Αλλά ενώ η κιβωτός έσωζε μόνο, η Εκκλησία κάνει κάτι παραπάνω. Κι εννοώ το εξής: η κιβωτός παρέλαβε άλογα ζώα και έσωσε άλογα ζώα‧ η Εκκλησία όμως παρέλαβε ανθρώπους ασύνετους και δεν τους σώζει μόνο, αλλά τους μεταβάλλει (…). Διότι  όταν μπει στην Εκκλησία ένας άνθρωπος άρπαγας, πλεονέκτης και ακούσει τα θεία λόγια της διδασκαλίας (του Χριστού), αλλάζει τρόπο σκέψης και από λύκος γίνεται πρόβατο»  (Εις το  ρητόν του αποστόλου, MPG 48,1037, 46).

Αν, λοιπόν, η Εκκλησία είναι, όπως λέγει το κείμενο,   η κιβωτός της σωτηρίας, τότε η «Κιβωτός» του π. Αντωνίου βρέθηκε εκτός κιβωτού, είναι ένα έργο που δεν σχετίζεται με την κιβωτό της σωτηρίας, καθόσον δεν είναι εντεταγμένη στο σώμα της Εκκλησίας. Το γεγονός αυτό δημιουργεί εξαρχής πρόβλημα όχι μόνο για τον ιδρυτή της «Κιβωτού», αλλά και για τον καθένα που θέλει να λειτουργήσει με αυτό τον τρόπο, διότι καθετί το ατομοκεντρικό εύκολα οδηγεί στην προσωπολατρία, που με τη σειρά της φέρνει σε επικίνδυνες ατραπούς, λόγω της προβολής, της δημοσιότητας, του πλούτου ίσως, των κολάκων που ψάχνουν θύματα για να ζήσουν παρασιτικά κ.ά. Αυτό ως μια γενική παρατήρηση και όχι ως κατηγορία κατά του συγκεκριμένου προσώπου.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έχει πει την περίφημη φράση: «Τὸ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον‧ ὃ δὲ ἡνωται τῷ Θεῷ, τοῦτο σώζεται». Δηλαδή: Αυτό που δεν προσλαμβάνεται από τον Θεό μένε αθεράπευτο, ενώ αυτό που έχει ενωθεί με τον Θεό, αυτό σώζεται». Η «Κιβωτός» δεν προσλήφθηκε, δεν ενώθηκε με την Εκκλησία, άρα δεν θεραπεύτηκε, δεν απέκτησε πνευματική και εκκλησιαστική διάσταση, αλλά έμεινε να πλέει μόνη της στη θάλασσα της κοινωνίας, χωρίς καμιά πνευματική προστασία και καθοδήγηση, χωρίς ίσως την απαραίτητη πυξίδα, χωρίς να προβλέπει τους σκοπέλους και τους υφάλους που προέρχονται από τις ανθρώπινες αδυναμίες, τα συμφέροντα, την πλεονεξία, την αχαριστία, την κακία ή και τον φθόνο ακόμη.

Και ξαφνικά βρέθηκε στην καταιγίδα και στα κύματα. Μια ένταξη στην Εκκλησία πολύ πιθανόν να είχε αποτρέψει τέτοια φαινόμενα, αν βέβαια και ο οικείος επίσκοπος λειτουργούσε ως αληθινός πατέρας και ποιμένας. Ο π. Αντώνιος δεν θέλησε να εντάξει το πολύ ωραίο έργο του στην Εκκλησία για τους δικούς του λόγους, αγνοώντας ή αδιαφορώντας για τον λόγο του αγίου Γρηγορίου. Το άφησε εκτός της σωτηριώδους κιβωτού. Και τώρα όσοι τον ύψωναν, τον κολάκευαν και τον υμνούσαν για το έργο του, γίνονται, δυστυχώς, οι κατήγοροί του. Η απόσταση από το «ωσαννά» στο «σταυρωθήτω» είναι πολύ μικρή. Αυτό έπρεπε να το γνωρίζει ο ίδιος.

Έγραψα τούτο το κείμενο με διάθεση περισσότερο θεολογική, χωρίς βέβαια να είμαι βέβαιος ότι η ένταξη της «Κιβωτού» στην Εκκλησία θα ήταν καλύτερη επιλογή. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι θα ανταποκρινόταν στην εκκλησιολογία και στη θεολογία της Εκκλησίας. Και ο ιδρυτής της «Κιβωτού» έπρεπε να το γνωρίζει αυτό. Ωστόσο, ακόμη κι αν το γνώριζε, αλλά ήταν προσωπική του επιλογή ο δρόμος που χάραξε, έπρεπε να κάνει προσεκτική επιλογή των συνεργατών του, με ανθρώπους εγνωσμένου κύρους και ήθους, οι οποίοι θα αποτελούσαν το εχέγγυο για μια σωστή, από παιδαγωγική και οικονομική άποψη, λειτουργία της δομής.

Τώρα, δυστυχώς, ο καθένας βρίσκει αφορμή να βάλλει όχι μόνο εναντίον του π. Αντωνίου και των συνεργατών του αλλά κατά των κληρικών αδιακρίτως, παραγνωρίζοντας το τεράστιο φιλανθρωπικό έργο που επιτελείται στις μητροπόλεις και στις ενορίες ανά την Ελλάδα, ένα έργο που δεν προβάλλεται, όπως εξάλλου ελάχιστα προβάλλονται όσα καλά γίνονται στον τόπο μας καθημερινά. Φαίνεται πως η μαυρίλα της ανηθικότητας και του εγκλήματος έχει σκεπάσει τα πάντα και δύσκολα βλέπουμε πια το φωτεινό, το καλό, την αλήθεια και το ωραίο.

 

* Ο Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης είναι φιλόλογος-Θεολόγος