Είναι πολύ ταπεινή τέχνη η αφήγηση. Αρέσει στις γριές, στους περιπλανώμενους ζητιάνους, στους τυφλούς τραγουδιστές, στα παιδιά – σε ανθρώπους δηλαδή με άφθονο χρόνο στη διάθεσή τους.
Πρόσφατα σε μια επίσκεψή μου αστραπή στην ενδοχώρα του νομού, προκειμένου να φροντίσω να ριχτούν τα λιπάσματα στα αιωνόβια λιόδεντρα πολύτιμη κληρονομιά από τους προγόνους, ένας εξάδελφος μόνιμος κάτοικος του χωριού, θέλοντας να μου δείξει πόσο χάρηκε που με είδε, αλλά και για να μου υπενθυμίσει τις ρίζες μου, καθώς όπως μου λέει κάθε φορά τού θυμίζω τον συνονόματο παππού μου, μού αφηγήθηκε μια ιστορία απ’ τα παλιά, άξιος συνεχιστής της προφορικής συνέχειας της παράδοσης.
Μου είπε λοιπόν ότι ο παππούς με τη λήξη του Αλβανικού πολέμου και έχοντας πάρει το δρόμο της επιστροφής για την Κρήτη, βρέθηκε στο Γύθειο και παίρνοντας μια βάρκα με τέσσερις συγχωριανούς, άρχισαν να κωπηλατούν εναλλάξ, πάντα παραλιακά και υπό το φόβο του ναυαγίου.
Ο παππούς σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού το οποίο κράτησε δώδεκα μέρες και είχε αρκετές παύσεις σε νησίδες που έπιαναν για ξεκούραση, τραγουδούσε. Δίκαια οι υπόλοιποι τού φώναζαν γιατί τραγουδάει, ενώ κοντεύουν να πνιγούν, μα αυτός εκεί συνέχιζε το τραγούδι, μέχρι που έφτασαν στο Κολυμπάρι. Άνθρωποι φτωχοί όλοι τους, που χαίρονταν τη ζωή και ήξεραν να γλεντούν.
Παραθέτω και εγώ γραπτά αυτή την μικρή ιστορία που άκουσα. Το γράψιμο, όποιο κι αν είναι το θέμα, όσο φανταστικό κι αν νομίζει κανείς πως είναι, δεν είναι παρά, στην καλύτερη περίπτωση, να έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο ή, στη χειρότερη να παλέψεις με τον εαυτό σου‧ εν πάση περιπτώσει, να μετρήσεις τα όριά σου.
Όλοι μας έχουμε ανοιχτή επικοινωνία με τους προγόνους μας, αν μπορούμε συνεχίζουμε το έργο τους, και πιο συχνά υποτασσόμαστε στα πάθη και τις ανάγκες που μας μεταλαμπάδευσαν. Ακόμα κι αν πάντα μνημονεύονται ως άξιοι και καλοί, σίγουρα παρά τα όσα κουσούρια τους, μας αρέσει πάντα να μας λένε ότι τους μοιάσαμε.
* Ο Αριστείδης Αρχοντάκης είναι συγγραφέας-φυσικός.