Σήμερα είναι μια μέρα ξεχωριστή, για μένα, για τα παραμύθια, για τις μεγάλες αλήθειες της ζωής που ΄ναι κρυμμένες πολλές φορές σε λόγια ανθρώπων που κατέχουν την τέχνη της αφήγησης. Διπλή γενέθλιος γιορτή ιστοριών και ζωής κι όπως συχνά λέω στα παιδιά μου σαν ξεκινούμε τις ιστορίες και τα παραμύθια και όπως λέει κι ο Νίκος Καζαντζάκης στην Αναφορά στο Γκρέκο: «Υπάρχει τίποτα αληθινότερο από την αλήθεια; Ναι, το παραμύθι. Αυτό δίνει νόημα αθάνατο στην εφήμερη αλήθεια».

Χίλια καλώς ορίσατε κι ακόμη δυο χιλιάδες, καλησπέρα στην αφεντιά σας!

«Ένας μύθος λέει ότι το παραμύθι είναι πλάσμα ζωντανό που μοιάζει με πουλί. Έχει φτερά και πετά στον τόπο και στο χρόνο. Κάποια στιγμή έρχεται και κάθεται στον ώμο σου κι εσύ τότε  δύο πράγματα μπορείς να κάνεις: να το διώξεις ή να το αφηγηθείς…».

Μια μεγάλη γιορτή λοιπόν, για όσους αγαπάμε τις ιστορίες, τα παραμύθια, τις διηγήσεις. Μια γιορτή που παραμένει άγνωστη κι ίσως αδιάφορη για τους περισσότερους. Κι όμως, αν κάποιος ρωτήσει έναν έναν από μας εκεί βαθιά στην ψυχή του αν θα ήθελε να ξανακούσει εκείνες τις ιστορίες που έλεγε τα βράδια των παιδικών μας χρονών η γιαγιά ή ο παππούς, όλοι θα ανατρέξουμε σε όμορφες στιγμές.

Όλοι θα σκεφτούμε  με πολλή νοσταλγία εκείνα τα χρόνια. Θυμάμαι κι εγώ, πως κάθε απόγευμα  περιμέναμε να δύσει ο ήλιος, να νυχτώσει, να βγει το πρώτο αστέρι στον ουρανό και να τρέξουμε όλοι κάτω στην αυλή της γιαγιάς και με χίλια παρακάλια, δήθεν, να της ζητήσουμε να αρχίσει τις ιστορίες. Ιστορίες που δεν καλοθυμάμαι πια, αλλά νοσταλγώ τις ώρες εκείνες που όλα ζωντάνευαν και έπαιρναν μια μορφή ξεχωριστή, παρέα με φεγγαρόλουστες νύχτες.

Δράκοι, νεράιδες, μάγισσες, βασιλόπουλα, μαγεμένα δάση, πουλιά και λουλούδια γίνονταν  γίγαντες και έφταναν ίσαμε τον ουρανό. Και μύριζε η αυλή αγιόκλημα  και ανακατεύονταν  τα αρώματα με τις λέξεις και την ησυχία της νύχτας που διέκοπτε μόνο η φωνή της γιαγιάς κι ένας γκιώνης πότε πότε με την παράξενη δική του φωνή μας δήλωνε την παρουσία του. Εγώ πάλι καθισμένη σε εκείνο το πεζούλι που ήταν ολόασπρο από τον ασβέστη με ένα μικρό μαξιλάρι για προσκέφαλο, άκουγα μαγεμένη ώσπου να με πάρει ο ύπνος… Και νόμιζα πως σαν τέλειωναν οι ιστορίες, έφευγαν κι ανέβαιναν πάνω ψηλά, γίνονταν αστέρια που έμεναν εκεί και κάθε βράδυ τα πεφταστέρια που κατέβαιναν  στη γη γίνονταν παραμύθια!

Το χειμώνα πάλι μαζευόμασταν γύρω από το μαγκάλι όλοι μαζί κι οι μεγάλοι άρχιζαν τις δικές τους ιστορίες κι όσο  έκαιγε η φωτιά και άναβε  η πυρήνα, οι σπίθες που πετιόντουσαν παντού γίνονταν σπόρος έμπνευσης, που τις σκεπάζαμε με ένα αλουμινόχαρτο να μην φύγουν. Και έπαιρναν μορφή και ζωντάνευαν μέσα από τον καπνό, θεόρατα κάστρα και στρατιώτες και πρίγκιπες κι ήταν σαν να τους  βλέπαμε αχνά και παραδιδόμασταν στη μαγεία των παραμυθιών που τόσο όμορφα ήξεραν όλοι να διηγούνται, ίσαμε να έρθει εκείνη η γλυκειά νύστα και να κοιμηθούνε αυτοί καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα!

Τι είναι όμως η αφήγηση; Εκτός τις εκτενείς διηγήσεις των παππούδων και των γιαγιάδων μας, είναι μια τέχνη που δεν χρειάζεται γνώσεις, παρά μόνο ταλέντο στην ομιλία, στο λόγο και στην έκφραση. Απαιτεί μια ιδιαίτερη ψυχική διάθεση. Χρειάζεται εκείνη την χαμηλή φωνή που σε καθηλώνει, σε παρασέρνει και σε μεταφέρει σε κόσμους άλλους, φανταστικούς.

Η αφήγηση είναι παλιά όσο κι ο λόγος. Ιστορίες, μύθοι, θρύλοι, λαϊκά παραμύθια έχουν μεταφερθεί από γενιά σε γενιά μέσω της προφορικής αφήγησης η οποία συνδέεται με την κοινωνικότητα των ανθρώπων, όταν τα βράδια μαζεύονταν γύρω από τη φωτιά για να διηγηθούν τις εμπειρίες της ημέρας.

Οι παραμυθάδες ή αφηγητάδες ήταν σχεδόν ηλικιωμένοι άνθρωποι και τους βρίσκει κανείς από τα αρχαία χρόνια. Ο Ηρόδοτος για παράδειγμα περιλαμβάνει στην Ιστορία του παραμύθια, ο Αριστοφάνης  αναφέρει τον Φιλέψιο σαν επαγγελματία παραμυθά και ο Αριστοτέλης αναφέρεται στις περίφημες «τροφούς τε και μητέρας» που έπρεπε να αφηγούνται παραμύθια στα παιδιά.

Ο Πλούταρχος και ο Στράβων αναφέρονται στους μύθους σαν τα πιο ευχάριστα ακούσματα των παιδιών. Στην βυζαντινή περίοδο, αν και οι πληροφορίες σχετικά με αυτό το θέμα είναι ελάχιστες, γνωρίζουμε πως υπήρχαν οι μίμοι που διασκέδαζαν τους άρχοντες με ιστορίες. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας πάλι ο ρόλος των παραμυθάδων ήταν πρωταγωνιστικός

. Ήταν αυτοί που διέσωσαν και καλλιέργησαν την προφορική παράδοση όχι μόνο στον ελληνικό χώρο αλλά και στην Ανατολή και στη Δύση: «Τα παραμύθια ακούγονταν στα μακρινά ταξίδια των καραβανιών, στα ταξίδια της θάλασσας από ναυτικούς, στα βουνά και στους κάμπους από τσοπάνηδες, σε επίσημες ή απλές συγκεντρώσεις, σε νυχτέρια, στις βεγγέρες κοντά στο παραγώνι του τζακιού, σε σπεροκαθίσματα…».1

Σήμερα σπανίζουν οι άνθρωποι που ξέρουν να διηγούνται παραμύθια ή να πλάθουν δικές τους ιστορίες. Εκείνα τα χρόνια ίσως και να ήταν η ψυχή ενός χωριού, μιας πολιτείας. Άνθρωποι που αισθάνονταν έντονη μέσα τους την ορμή για διήγηση, όπου κι αν βρίσκονταν και συχνά απρόσκλητοι ξεκινούσαν τις διηγήσεις και μάζευαν γύρω τους άγνωστους που τους άκουγαν με προσοχή…

Οι αφηγητάδες εκείνων των εποχών δεν ήταν πλούσιοι άνθρωποι. Αφηγούνταν ιστορίες για να βγάλουν το ψωμί τους. Ίσως μάλιστα μερικές φορές να ήταν επαίτες, αλήτες, πλανόδιοι μικροπωλητές, αυτόκλητοι προσκυνητές ή ακόμα και άστεγοι άνθρωποι. Ήταν οι λεγόμενοι περιπλανώμενοι ή λαϊκοί αφηγητάδες που κανόνα η φωνή τους άλλαζε ανάλογα με το φύλο την ηλικία, τον τόπο καταγωγής τους, το είδος της ιστορίας, το περιεχόμενο και την ώρα της αφήγησης. Είχαν μια αυτοπεποίθηση και ηρεμία τέτοια που αν και κάποιες φορές διηγούνταν φρικώδεις σκηνές ήξεραν να διατηρούν ένα κλίμα εμπιστοσύνης και ασφάλειας.

Ας μην ξεχνάμε επίσης πως ένα παραμύθι ακούγεται διαφορετικά, ανάλογα το χρωματισμό και τη χροιά της φωνής. Το ίδιο παραμύθι αλλάζει  όταν λέγεται από τη γιαγιά και ακούγεται αλλιώς όταν λέγεται από τον παππού. Πιο γλυκιά η φωνή της γιαγιάς ενώ είναι πιο τραχιά η φωνή του παππού. Βασικό ρόλο στην αφήγηση παίζουν ακόμα οι κινήσεις των χεριών και η έκφραση του προσώπου. Τα χέρια, βασικό εργαλείο, συμμετέχουν στην πορεία και εξέλιξη μιας ιστορίας, μιλούν δραματοποιούν, διευκρινίζουν γεγονότα, σιωπούν και πανηγυρίζουν.

Ο αφηγητής δεν ήταν  ηθοποιός, δεν έριχνε  ποτέ το βλέμμα τους στους θαυμαστές τους. Πάντα κοίταζε τα χέρια του και τη φωτιά. Τα χέρια που προηγούνταν των λέξεων και την φωτιά που ήταν σαν « αέναη » θάλασσα. Οι αφηγητάδες της φωτιάς, όπως αποκαλούνταν, καθώς μιλούσαν έπαιζαν μαζί της. Έπαιζαν με τη σκιά που σχηματίζονταν στον απέναντι τοίχο.

Ήξεραν να αναζωπυρώνουν το κούτσουρο στην πιο δραματική στιγμή του παραμυθιού και να μαζεύουν σιγά σιγά τη  στάχτη σαν μια ιεροτελεστία. Ακολουθούσε μια σιωπή, μια περισυλλογή, βασικό και αυτό χαρακτηριστικό των αφηγητάδων, το να μπορούν να μιλάνε με τον εαυτό τους. Και αυτό γιατί τούτη η δύσκολη τέχνη που κρύβει την « σιωπή των λόγων» έπαιρνε άλλη διάσταση σαν ξεκινούσε το παραμύθι και λέγαν πως οι καρδιές των παρευρισκομένων χτυπούσαν στον ίδιο ρυθμό.

Λέγανε μάλιστα πως καλός αφηγητής ήταν εκείνος που είχε στόμα γλυκό σαν αλάτι, που αφηγούνταν χωρίς να κάνει μια λέξη λάθος.

«Το παραμύθι δεν μπορεί να ανθίσει παρά στη μοναξιά…» γι’ αυτό και οι αφηγητάδες που αναζητούσαν τη γαλήνη ήταν μόνοι ή μοναχικοί άνθρωποι. Όλη αυτή η προφορική παράδοση μετέφερε πλήθος πολιτιστικών στοιχείων και συχνά για να τονίσουν την σπουδαιότητά της  την παρομοίαζαν με «…το λάδι που περιέχει τα λόγια. Αυτό το λάδι δεν εξατμίζεται σαν νερό, αν το  χύσουμε στη γη, θα διακρίνουμε τα ίχνη του και την επόμενη μέρα…».

Σήμερα λοιπόν η μέρα είναι αφιερωμένη σ’ όλους εκείνους τους παλιούς παραμυθάδες ή αφηγητές αλλά και στους νεότερους. Είναι η λεγόμενη World Storytelling Day, που γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 20 Μαρτίου. Η Παγκόσμια Ημέρα Αφήγησης έχει τις ρίζες της στην εκδήλωση αφήγησης. Η ημέρα όλων των Παραμυθάδων, που διοργανώθηκε για πρώτη φορά στη Σουηδία, στις 20 Μαρτίου 1991.

Η εκδήλωση αυτή ονομάστηκε “Alla berattares dag” (Όλη την ημέρα παραμυθάδες), έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και απέκτησε φανατικούς υποστηρικτές που διέδωσαν την ιδέα. Από εκεί έφτασε μέχρι το Περθ της Αυστραλίας όπου το 1997 αφηγητές συντόνισαν μια μεγάλη Γιορτή των Ιστοριών διάρκειας 5 εβδομάδων.

Το 2001 ξεκίνησε το σκανδιναβικό δίκτυο αφήγησης Ratatosk και η εκδήλωση εξαπλώθηκε από τη Σουηδία, στη Νορβηγία, τη Δανία, τη Φινλανδία και τη Λιθουανία. Το 2003 έφτασε μέχρι τον Καναδά και άλλες χώρες, οπότε η εκδήλωση έγινε γνωστή διεθνώς ως Παγκόσμια Ημέρα Αφήγησης. Το 2005 είχε μια σπουδαία κορύφωση στις 20 Μαρτίου με γεγονότα σε 25 χώρες σε 5 ηπείρους. Από τότε, τέτοιου είδους εκδηλώσεις άρχισαν να γίνονται σε πολλά μέρη του κόσμου καθιερώνοντας το θεσμό.

Στην Ελλάδα η Παγκόσμια Ημέρα Αφήγησης γιορτάστηκε για πρώτη φορά το 2010…

Και δυσκόλεψαν πολύ οι εποχές τούτον τον 21ο αιώνα κι η ανάγκη για παραμύθια και ιστορίες είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Όσο και αν έχουν μειωθεί οι παραμυθάδες στον κόσμο ολάκαιρο και ειδικότερα στα μέρη μας εξαιτίας της τηλεόρασης,  του υπολογιστή, της αποξένωσης των μεγάλων πόλεων, της γενικότερης κατάστασης που ζουν  οι σύγχρονοι άνθρωποι, ας μην ξεχνάμε την σπουδαιότητα  που προσφέρει μέσα στην ίδια την οικογένεια πρώτα και ύστερα στο ευρύτερό μας περιβάλλον η αφήγηση μιας μικρής έστω ιστορίας.

Τα οφέλη για ένα μικρό παιδί ειδικότερα είναι πολλαπλά. Είναι μια ευκαιρία συγκέντρωσης όλων των μελών αλλά και ένας τρόπος μάθησης και ανταλλαγής κάποιες φορές απόψεων  σε χώρους όπως είναι τα σχολεία, τα θέατρα κ.α. που πάνω από όλα προσφέρει τη χαρά και τη μαγεία της ίδιας της ιστορίας.

Και αν δεν υπάρχει εκείνο το μαγικό χάρισμα σε μας τους ίδιους,  ας αναζητήσουμε ανθρώπους που το έχουν,  δάσκαλο ή παραμυθά σύγχρονο, γιατί το παραμύθι και ειδικότερη η αφήγηση που έχει αυτήν την μοναδική αμεσότητα με τον άλλο, είναι αναγκαίο συστατικό της ζωής για την καλλιέργεια του λόγου και της φαντασίας.

Κι ύστερα λένε πως στα παραμύθια κρύβονται όλες οι μεγάλες αλήθειες….

Είναι  παρηγοριά κι ελπίδα κι όπως κάποτε είχε πει ο Νέστορας Μάτσας:

« Εν αρχή, λοιπόν το παραμύθι, δίψα κι ανάσα του ανθρώπου,  ανάγκη και διέξοδος, ελπίδα και χίμαιρα… Στην πείνα, στο φόβο, στο θάνατο το παραμύθι ρίχνει βάλσαμο, στην πιο σκοτεινή δοκιμασία ρίχνει φως, στα πιο αποπνικτικά τείχη ανοίγει παράθυρο στον ουρανό…».

Κι όσο για μας τους δασκάλους που καλούμαστε όσο κι αν δεν είμαστε καλοί αφηγητές πολύ συχνά να πούμε ιστορίες, ας το κάνουμε όσο πιο συχνά γίνεται, γιατί έχουμε τούτο το εύπλαστο ακροατήριο αλλά και  το μαγικό εφόδιο διάδοσης της γνώσης και της χαράς, κι ας θυμηθούμε μια  σύγχρονη συγγραφέα παιδικών βιβλίων που είχε επίσης πει:

«Το καλύτερο μάθημα γίνεται με τα παραμύθια!

Σ’ αυτό συμφωνούν όλοι οι παιδαγωγοί του κόσμου». (Γαλάτεια Σουρελή)

Χρόνια πολλά λοιπόν στους αφηγητές, χρόνια πολλά στις ιστορίες και τα παραμύθια!

ΠΗΓΕΣ:
*Λαϊκό παραμύθια και παραμυθάδες στην Ελλάδα, Βασίλης Αναγνωστόπουλος, Κώστας Λιάπης, εκδ. Καστανιώτης
Η δύναμη των παραμυθιών, Ζορζ Ζαν, εκδ. Καστανιώτης
Τέχνη και Τεχνική του Παραμυθιού, Β.Δ. Αναγνωστόπουλος, εκδ. Καστανιώτης
Ελάτε να διαβάσουμε παραμύθια, Γαλάτεια Σουρελή, εκδ. Ψυχογιός
Η γοητεία των παραμυθιών,Μπρούνο Μπετελχαϊμ, εκδ. Γλάρος
Πώς να διηγούμαστε ένα παραμύθι, Πάολα Σανταγκοστίνο, εκδ. Καστανιώτη
Sanshmera.gr
Μικρό αλφαβητάρι αφήγησης, Λίλη Λαμπρέλλη,εκδ. Πατάκης
http://zhtunteanagnostes.blogspot.gr/

 

*Η Ελένη Μπετεινάκη είναι νηπιαγωγός