Τώρα πια, μοιάζει με παραμύθι. Ένα παραμύθι συναρπαστικό, συγκλονιστικό, απίστευτα αληθινό, ασύλληπτο από τον κοινό ανθρώπινο νου, γραμμένο, λες, από κάποιο θεϊκό χέρι, τότε που “όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά”.

Οι ήρωές του, άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, άσημοι, ανώνυμοι. Εργάτες της γης και της θάλασσας, του μόχθου και της στέρησης. Με κορμιά γερά, σφικτοδεμένα με τις ρίζες τους σαν αιωνόβια δέντρα, με χέρια ροζιασμένα, ατσάλινα σαν τα γρανιτένια βράχια της γης τους. Με πρόσωπα ρικνά, σκαμμένα από την αλμύρα της θάλασσας και τους βοριάδες, που παγωμένοι κατέβαιναν σφυρίζοντας απ’ τις πανύψηλες βουνοκορφές που έσμιγαν, θαρρείς, με το θόλο τ’ ουρανού, σαν για να πάρουν εντολές και χρησμούς από τον ίδιο το Θεό, για το πεπρωμένο τους.

Τους γνωρίσαμε τα χρόνια εκείνα της παιδικής ξενοιασιάς, πριν ακόμα μπορέσουμε να συλλαβίσουμε το όνομά τους, πριν προλάβουμε να διαβάσουμε το μαγικό παραμύθι τους, όταν οι βιβλικές μορφές τους, αραδιασμένες στη σειρά, κοσμούσαν τους διαβρωμένους απ’ τους χειμώνες και τη στέρηση φροντίδας τοίχους, στις μικρές και άχρωμες σχολικές μας αίθουσες.

Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας, Διάκος, Μπουμπουλίνα, Μπότσαρης..

Ανάμεσά τους, σε περίοπτη θέση, η μεγάλη εικόνα του Εσταυρωμένου, με τη θεϊκή εγκαρτέρηση στη θεία μορφή Του και παραδίπλα ο γεωγραφικός Άτλαντας, με την Ελλάδα μας να ξεδιπλώνει τις ομορφιές της σε στεριές και θάλασσες, συμπλήρωναν, σε μια τέλεια αρμονική σύνθεση, τον απέριττο διάκοσμό μας, τον ίδιο τον κόσμο μας, τον εσώκοσμό μας.

Μας συντρόφευαν  την ώρα της πρωινής προσευχής και νιώθαμε σαν να σιγοψιθύριζαν μαζί μας τον Εθνικό μας Ύμνο τις στιγμές της καθημερινής έπαρσης της σημαίας μας. Μας παρακολουθούσαν τις ώρες που ανοίγαμε δειλά-δειλά τα μάτια και την ψυχή μας στο φως της γνώσης κι έδειχναν σίγουροι για τη συνέχιση του δικού τους παραμυθιού, του δικού τους θαύματος.

Η αρχική μας γνωριμία έφτανε μόνο στις μορφές τους, που τις αναπλάθαμε και με κλειστά μάτια και τις συνδέαμε άσφαλτα με τα ονόματά τους, σαν να ήταν παλαιοί μας γνώριμοι, πρόσωπα οικεία, φιλικά, αγαπητά.

Ύστερα άρχισε – σιγά σιγά να ξετυλίγεται το παραμύθι- θαύμα, που μας έφερνε όλο και πιο κοντά. Λίγο από την Ιστορία, λίγο από τα θεσπέσια κείμενα, πεζά και έμμετρα, που τα ρουφούσαμε άπληστα μέσα από τα “Αναγνωστικά” μας, λίγο από τις εθνικές σχολικές γιορτές μας που λαχταρούσαμε ένα μικρό ρόλο στα μονόπρακτα σκετς ή ένα ποίημα, για να ζωντανέψουμε τους αγαπημένους ήρωες του μεγάλου παραμυθιού.

Ενός παραμυθιού που έπαιρνε τώρα στα μάτια μας την αληθινή του μορφή, τις πραγματικές του διαστάσεις. Τη μορφή ενός τιτάνιου αγώνα, ενός παγκόσμιου άθλου, με πρωταγωνιστές τους αγαπημένους ήρωες, που φιλοξενούσαμε μέσα στις σχολικές μας αίθουσες, μέσα στην ίδια την καρδιά μας.

Σπυρί-σπυρί, βοτσαλάκι-βοτσαλάκι μαζεύαμε τη γνώση, για να κτίσουμε μέσα μας το θρόνο που τους άξιζε, για να συνθέσουμε το εύοσμο θυμίαμα, δώρο ταπεινό στη μεγάλη θυσία τους, στην ανεκτίμητη προσφορά τους προς τη μεγάλη Μάνα -Πατρίδα.

Και πόση περηφάνια, νιώσαμε, όταν ο σοφός δάσκαλός μας, διαβάζοντας τις απορίες και τα ερωτηματικά στα αθώα παιδικά μάτια μας και τη δίψα για βαθύτερη γνώση και κατανόηση του ασύλληπτου θαύματος, μας αποκάλυψε το μεγάλο μυστικό:

«Τούτη η γη, παιδιά μου, η δική μας γη, η Πατρίδα μας, που μόλις διακρίνεται σαν κουκίδα στην απεραντοσύνη του κόσμου, αποτελούσε πάντα το “μήλο της Έριδας” για τους δυνατούς της Γης. Τους “δυνατούς” που μετρούσαν τη δύναμή τους με τη μεζούρα, που τους έδειχνε τα στρέμματα της δικής τους γης, τις αρμάδες και τα φουσάτα με τους πληρωμένους ανθρωποφάγους, με τις ματωμένες χατζάρες, να σπέρνουν το θάνατο και τη συμφορά στο πέρασμά τους.

Ζήλευαν οι βάρβαροι τις ομορφιές της Πατρίδας μας. Τις θάλασσες και τα νησιά της, τις μαγικές ακρογιαλιές της, τον καταγάλανο, ασυννέφιαστο ουρανό της, με το βασιλιά ήλιο να παιχνιδίζει μαζί της και να τη λούζει απλόχερα με το ατόφιο, το αναλυτό χρυσάφι των ακτίνων του.

Ζήλευαν τη λαμπρή της Ιστορία, τον πολιτισμό της, το φυσικό και πνευματικό πλούτο της. Ζήλευαν την αγάπη των παιδιών της, που τη λάτρευαν σαν θεά κι έδιναν για χάρη της όρκο ιερό, όρκο αυτοθυσίας, πίστης και τιμής: “Ου καταισχυνώ όπλα τα ιερά…”.

Μα περισσότερο ζήλευαν τη διαλεκτή θέση που της έταξε ο μεγάλος Δημιουργός. Βασίλισσα κι αρχόντισσα, αναμεσώς σε τρεις ηπείρους και πέντε θάλασσες, ν’ απλώνεται πανώρια, να ξεδιπλώνει τις ομορφιές και τα λαμπρά της έργα, να καλοδέχεται και ν’ αγκαλιάζει στοργικά όσους την αγαπούσαν και τη σέβονταν.

Κι έτσι καθώς την έβλεπαν μικρή και ανοχύρωτη, χωρίς πύργους και στρατώνες, χωρίς τείχη και κάστρα ψηλά και άπαρτα, θαρρούσαν πως θα την καταχτούσαν εύκολα, αφέντες και κυρίαρχοι, σαν μια χαψιά για τις δίστομες, τις καλοτροχισμένες κάμες τους.

Μα λογάριαζαν λάθος. Τα όπλα της πατρίδας μας τ’ ακαταμάχητα είναι αθώρητα, ακαταλαβίστικα για τα δικά τους τα μυαλά τα πετρωμένα. Μας το είπε και μας το άφησε ακριβή κληρονομιά ο μεγάλος μας ποιητής, Κωστής Παλαμάς, που ήξερε ν’ αφρουκάται την ψυχή της πατρίδας μας, να κρυφοκουβεντιάζει μαζί της κι εκείνη να τους εμπιστεύεται τα κρυφά μυστικά της: τα όνειρα και στους πόθους της, τις αγωνίες και τους φόβους, τις ελπίδες και την περηφάνια της για τα απανταχού της Γης αγαπημένα παιδιά της.

“Η μεγαλοσύνη στα Έθνη

δεν μετριέται με το στρέμμα

Με της καρδιάς το πύρωμα

μετριέται και με αίμα”.

Αυτό το πύρωμα, παιδιά μου, που σιγοκαίει άσβηστο μέσα στην καρδιά των παλικαριών μας, σαν καυτή λάβα ηφαιστείου, ξεχύνεται σαν κεραυνός και σαν κατάρα που καίει και συντρίβει κι αφανίζει κάθε επίβουλο εχθρό μας. Είναι ένα όπλο άφθαρτο, ακατανίκητο, ακατάλυτο απ’ του πολέμου τη φωτιά και τη φθορά του χρόνου.

Λογάριαζαν λάθος, οι άξεστοι και ανιστόρητοι εχθροί μας, γιατί δεν ήξεραν ένα ακόμη όπλο μυστικό, που ο ίδιος ο Πάνσοφος Πατέρας χάρισε δώρο ακριβό και φυλακτό, σε τούτη τη μικρή, την αγαπημένη θυγατέρα Του, την Ελλάδα μας. Μέσα στα τρίσβαθα της γης της, σε τόπο διαλεγμένο, χλοερό, καταμεσής στο ίδιο το κιβούρι το ιερό, όπου φυλάει τα άγια των ηρώων της τα λείψανα, έσπειρε φύτρα μαγική. Μια φύτρα αυτοδύναμη, αυτόβουλη, αυτόνομη, που άπλωσε και θέριεψε και τράνεψε σε χρόνο άχρονο. Πέταξε ρίζες βαθιές, άφθορες, ασάλευτες, ποτισμένες απ’ την απέθαντη ικμάδα των ιερών λειψάνων. Όρθωσε δέντρο άτρωτο, με κλώνους και κλωνιά αμάραντα και θαλερά κι έπλεξε θρόνο ζηλευτό στην αγκαλιά τους για τη νεράιδα την ξανθή και γαλανή, τη Λευτεριά μας.

Αέρινη, αεικίνητη, αθώρητη ν’ απλώνει τα φτερά της, σκέπη και προστασία και οδηγό για τους αγωνιστές της, την ώρα του κινδύνου. Αόρατη για τους κοινούς και άμαθους. Κανένας δεν την είδε ποτέ, κανένας δεν την άκουσε, κανείς δεν ένιωσε την παρουσία της.

Ένας μονάχα διαλεχτός, ξεχωριστός, μαχητής της γνώσης και του πνεύματος, ο εθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, μπόρεσε να τη δει, να τη γνωρίσει, να τη νιώσει, να μιλήσει μαζί της, να της δώσει μορφή, να την περιγράψει, να την τραγουδήσει, να τη χαιρετήσει:

“Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα αντρειωμένη…

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!”

Και οι αγωνιστές της, μπαρουτοκαπνισμένοι, αγέρωχοι, ασυμβίβαστοι, απροσκύνητοι στου βάρβαρου εχθρού τις προσταγές, την ένιωθαν πάνω από της μάχης τον καπνό, μέσα στη φλόγα του πολέμου, με το σπαθί στο χέρι, να τους ενθαρρύνει, να τους προτρέπει, να τους δείχνει το δρόμο και να τους τραγουδεί:

“Για τη νίκη εμπρός,

ειν’ ο δρόμος λαμπρός.

Να η δόξα, που ανοίγει στη μάχη

τα χρυσά της φτερά…”

Αυτό είναι, παιδιά μου, το μυστικό του θαύματος. Η αθανασία της ψυχής συντροφιασμένη με την πίστη στο Θεό. Αλλιώς πώς γίνεται να σε καίνε ζωντανό και να ξαναγεννιέσαι μέσα από τις στάχτες σου. Να σε σουβλίζουν ζωντανό και να νιώθεις τη δροσερή αύρα του παραδείσου να σ’ αγκαλιάζει. Πώς γίνεται ν’ αργοπεθαίνεις καθημερινά τετρακόσους χρόνους και ν’ ανασταίνεσαι. Πώς θα μπορούσε ο μικροσκοπικός Δαβίδ να συντρίψει με τη σφεντόνα του τον πάνοπλο γίγαντα, το Γολιάθ…».

Υστερα πέρασαν τα χρόνια. Άλλαξαν οι καιροί, άλλαξαν και οι άνθρωποι. Νέας κοπής πατριώτες, δημαγωγοί και λαοπλάνοι, μεταλλαγμένοι σε δημοκράτες, λαοκράτες και λαοσώστες, εμφανίστηκαν φουριόζοι, σαν από μηχανής Θεοί. Με νέα “πιστεύω”, νέα “οράματα” με ξενόφερτες ιδέες για περισσότερη ελευθερία, λαοκρατία, ισότητα, δικαιοσύνη. Για νέους αγώνες κερδοφόρους, προσαρμοσμένους στα σύγχρονα παγκόσμια συστήματα, όπου το “δουναι” και το “λαβείν” καθορίζουν τη θέση και την τύχη των λαών.

Σαν σε ανεμοζάλη, σα σε θεομηνία, εν ριπή οφθαλμού, γκρεμίστηκαν, σαρώθηκαν και αφανίστηκαν όλα όσα μας κρατούσαν όρθιους. Αρχές και αξίες, ιδανικά και οράματα, αγώνες και θυσίες, Πατρίδα και Θρησκεία, όλα θυσία στο ωμό του άνομου χρήματος, όλα στις λίστες των ληστών, που σκότωσαν την ψυχή της Πατρίδας. Έσβησε και ξεχάστηκε και το λαμπρό, το ανεπανάληπτο θαύμα του μεγάλου, λυτρωμού, ως παρωχημένο, αναχρονιστικό γεγονός. Ξεθώριασε το συναρπαστικό «παραμύθι», ξεχάστηκαν και οι ήρωες του. Αποκαθηλώθηκαν, εξαφανίστηκαν από προσώπου γης. Κλειδαμπαρώθηκαν στα σκονισμένα χρονοντούλαπα της Ιστορίας.

Τους κρύψαμε, όπως κρύβουμε τις ντροπές μας, όπως εξαφανίζουμε τα ενοχοποιητικά στοιχεία των αμαρτημάτων μας. Κουρέψαμε και διαστρεβλώσαμε την Ιστορία μας, τους διώξαμε από τα σχολικά εγχειρίδια, απόντες και από τις λιγοστές συμβατικές εκδηλώσεις. Τους κρύψαμε; Ή κρύφτηκαν μόνοι τους από ντροπή για την κατάντια μας; Για να μείνουν «ελεύθεροι πολιορκημένοι» στους βωμούς και στα μνημεία τους, στα άπαρτα κάστρα της γνήσιας ελληνικής ψυχής;

Σήμερα η μάνα – πατρίδα, η αναστημένη με τις δικές τους θυσίες, βρίσκεται πάλι λυγισμένη, γονατισμένη, προδομένη, ακρωτηριασμένη, σκλάβα άνομων συμφερόντων, έρμαιο των αποφάσεων που λαμβάνονται «κεκλεισμένων των θυρών», όπου την πουλούν και την αγοράζουν σαν ευτελές προϊόν, σε τιμή ευκαιρίας.

Χωρίς τους ήρωες του παρελθόντος.  Χωρίς ήρωες του παρόντος. Χωρίς ελπίδες για μελλοντικούς ήρωες, εκπέμπει απεγνωσμένα σήμα κινδύνου, μέσα από τον ίδιο θούριο του μεγάλου ξεσηκωμού:

«Ξυπνήστε, τέκνα, κι ήλθε η ώρα,

τρέξατε τώρα και ήλθε ο δείπνος ο μυστικός»…