Τα χρόνια περνούν, οι εποχές αλλάζουν, οι καιροί δυσκολεύουν κι όλοι μας αναζητάμε παντού τη χαρά, την ελπίδα, την αγάπη. Τούτες τις μέρες πάντα μας πιάνει μια νοσταλγία, μια θύμηση για τα δικά μας χρόνια, τα παιδικά, που κουβαλούν τη μαγεία, το όνειρο και την προσμονή. Θυμόμαστε κι όλους εκείνους που έφυγαν κι ας τους κουβαλάμε καθημερινά μέσα μας κι όλα όσα μας έκαναν με το τίποτα σχεδόν να είμαστε καλά κι ευτυχισμένοι…
Σήμερα θυμήθηκα και πάλι τις γιορτινές μέρες στο μπακάλικο του πατέρα μου. Κανένα παιδί δεν έφευγε χωρίς να πάρει έστω δυο τρεις κοσάρες για τα κάλαντα. Ο μπαμπάς είχε ένα μεγάλο σιδερένιο κουτί από μπισκότα Παπαδοπούλου κι εκεί έβαζε όλο το χρόνο τα ψιλά για τους καλαντηστάδες των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Και πάντα με χαμόγελο τούς τα ‘δινε μόλις μπαίνανε στο μαγαζί και μαζί μια τσίχλα, μια καραμέλα ό,τι βόλευε εκείνη την ώρα.
Στη βιτρίνα τη μεγάλη έβαζε ποτά όπως βερμούτ και κονιάκ επτά αστέρων, το καλό. Μια χρονιά τον είχα πείσει να βάλουμε ένα μικρό δεντράκι στολισμένο με κόκκινες μπάλες και μια φάτνη. Την είχε κάνει δώρο η «Χλωρίνη Κλινέξ» κι ήταν σαν μια τεράστια κάρτα από χοντρό χαρτί που σαν την άνοιγες ξεπετάγονταν όλες οι φιγούρες και στηνόταν όρθιες στη στιγμή. Μεγάλη η μαγεία, χαρακτηριστικές οι φιγούρες, άλυτο μυστήριο το πώς γινόταν όλο αυτό, τυχερή εγώ που αυτή την φάτνη δεν την είχαν πολλοί κι όλοι θαύμαζαν …τα υπάρχοντά μου.
Όμως για μένα η πιο μεγάλη μαγεία ήταν εκείνη η χρονιά πάλι στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 στο σπίτι μας, στο κάτω δωμάτιο που το παράθυρο «κοιτούσε το δρόμο». Πάνω στο μικρό μπαράκι από φορμάικα, συνηθισμένο έπιπλο της εποχής, στολίζαμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο μας.
Πράσινο με πολύχρωμες μπάλες που αν τις ακουμπούσαμε λίγο παραπάνω ράγιζαν. Τα φωτάκια πολύχρωμα και στα κλαδιά κρεμούσαμε αραχνοΰφαντες κλωστές σαν το μαλλί της γριάς που σαν αναβόσβηναν έδιναν την αίσθηση της πάχνης. Πάνω δε στα κλαδιά απλώναμε βαμβάκι για να φαίνεται τάχα πως ήταν χιονισμένο μιας και δύσκολα βλέπαμε χιόνι στο χωριό εκείνες τις μέρες …
Μια φορά λοιπόν μέρες πριν τα Χριστούγεννα η μαμά μας είχε μια έκπληξη. Μας κατέβασε στο πλυσταριό της και μας έδειξε τι είχε φέρει για να φτιάξουμε όλοι μαζί. Μια μεγάλη πλάκα ξύλου από «κόντρα πλακέ», ένα μικρό τσουβαλάκι κατάλευκο γύψο, ένα κουβά νερό, πολλά χαρτόνια μεταλιζέ σε κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, μπλε, ασημί και χρυσό χρώμα και έμενε μόνο να φέρουμε εμείς το σεντούκι με τους θησαυρούς μας. Ήταν ένα μεγάλο κουτί από φελιζόλ που μέσα φυλάσσαμε φιγούρες από τα γλειφιτζούρια που αγοράζαμε ένα πενηνταράκι το καθένα από το περίπτερο του κυρ Νικήτα.
Αγγελάκια, προβατάκια, γαϊδουράκια, αγελάδες, ο Ιωσήφ, η Μαρία, ο μικρός Χριστός μέσα σε ένα παχνί, οι μάγοι με τα δώρα, οι βοσκοί, όλα σε πλαστικό με συγκεκριμένα χρώματα. Είχαμε βρει ό,τι ακριβώς χρειαζόταν και πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά να φτιάξουμε την σπηλιά από γύψο με μπόλικους σταλακτίτες και σταλαγμίτες που είχε μάθει για αυτούς ο αδελφός μου στο σχολείο κι εγώ δεν καλοκαταλάβαινα τι ήταν. Στη πίσω μεριά βάλαμε το ασημί χαρτί και τοποθετήσαμε όλες τις πλαστικές φιγούρες, να κολλήσουν σαν στέγνωνε ο γύψος.Στρώσαμε μετά την επιφάνεια με άχυρα που μας τα ‘χε φέρει ο θείος ο Μανώλης από τον στάβλο του και περιμέναμε… Να στεγνώσει έπρεπε όλο αυτό το εκπληκτικό στα μάτια μας κατασκεύασμα. Κι ύστερα στολίσαμε ένα μεγάλο αστέρι στην είσοδο της σπηλιάς φτιαγμένο κι αυτό από τα ασημόχρυσα χαρτιά μας. Γύρω γύρω βάλαμε φωτάκια πολύχρωμα κι ένα κατακίτρινο πίσω από το αστέρι. Το βράδυ την βάλαμε κάτω από το δέντρο. Ώρες περνούσα ξαπλωμένη στο χαλί, κοιτάζοντας την.
Πίστευα καιρό πως αυτή ήταν η αληθινή φάτνη της Βηθλεέμ και πως το μεγάλο θαύμα που όλοι μιλούσαν γι αυτό είχε συμβεί μόνο στο δικό μας σπίτι. Ο Χριστός είχε γεννηθεί εκεί ανάμεσα στις μικρές πλαστικές φιγούρες που στα μάτια μου φάνταζαν τεράστιες και πέρα για πέρα ζωντανές…
Δίπλα ακριβώς από την φάτνη έστεκε ένας Αι Βασίλης πλεγμένος με το βελονάκι της γιαγιάς Ελένης. Ήξερα το μυστικό της, πως μάζευε τα μπουκάλια της πορτοκαλάδας της Βιοχύμ κι αφού τα έπλενε καλά και τ’ άφηνε στον ήλιο να στεγνώσουν τα περνούσε κι εκείνα με κόλλα των πουκαμισών, όπως και το πλεκτό της και πάνω τους έβαζε τούτο τα δικά της αριστουργήματα. Κόκκινη κλωστή όλη η κατασκευή, κι άσπρη για τα γένια, τα τελειώματα και την φούντα από το σκουφί…
Όλα τα σπίτια είχαν ένα τέτοιον Αι Βασίλη… όλα!
Και το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων μας μάζευε γύρω από το μαγκάλι που σκέπαζε την πυρήνα με ασημόχαρτα για να μην σπιθίζει. Στις άκρες της στάχτης σε μισοσβησμένα κάρβουνα έχωνε λίγα κάστανα κι ύστερα αρχινούσε τις ιστορίες… Αυτή με μύησε στον κόσμο των καλικάντζαρων.Πίστευα ακράδαντα πως εμφανίζονταν στο σπίτι μας εκείνη τη βραδιά κι ο παραμικρός θόρυβος με έκανε να τρομάζω. Όμως εκείνη φρόντιζε πάντα να έχει δίπλα της μια σκούπα και συχνά την ανέμιζε δεξιά κι αριστερά για τους διώχνει, όπως έλεγε, να μην μας παρασύρουν στις σκανταλιές τους. Ο Τρακατρούκας είναι γέννημα θρέμμα εκείνων των ημερών. Τα κρακ και κρουκ από το μαγκάλι μείνανε ανεξίτηλα στη μνήμη μου…
Όλα γίνανε παραμύθια στις μέρες μας! Το μπακάλικο του μπαμπά μου, το ζαχαροπλαστείο κι ο φούρνος του κυρ Ηλία, απέναντι από το δικό μας μαγαζί. Το ραφτάδικο του κυρ Κώστα λίγο πιο κάτω που ο μπαμπάς έφτιαχνε πάντα εκεί το κουστούμι των Χριστουγέννων… Κι ο Κάτω Μύλος με τα αερικά και τις νεράιδες μπαινοβγαίνει στα Χριστουγεννιάτικα κι άλλα παραμύθια μου.
Εκείνο που δεν ξεχνώ ποτέ ήταν τα μεγάλα κονσερβοκούτια με τις παστές σαρδέλες κάτω από τον μεγάλο πάγκο του μπακάλικου. Ο Πι κι ο Φι τα διάσημα πια παραμυθοκαλικαντζαράκια μου βρήκαν καταφύγιο και κρεββάτια σ΄αυτά τα σιδερένια κουτιά. Κι όλα έλεγε η γιαγιά για τους καλικάντζαρους πως τα έκαναν στο Πι και Φι και δεν προλάβαινε να τους δεις κανένας.
Κάπως έτσι γεννιούνται τα παραμύθια και μέσα τους έχουν μισές αλήθειες που μας γεμίζουν χαρά, αναμνήσεις και τροφή για καλές ιστορίες…
Να περάσετε καλά τα Χριστούγεννα, να δημιουργήσετε κι εσείς τις συνθήκες για όμορφες αναμνήσεις στα παιδιά σας…
Ίσαμε την Πρωτοχρονιά που κορυφώνονται οι μαγικές Ιστορίες…
Χρόνια σας πολλά!