Μια νοσταλγική διάθεση  με κυρίευσε  οψές αργά και ήθελα να περπατήσω  τα στενά δρομάκια  της γειτονιάς,  που κάποτε κατοικούσα. Έτσι όπως κυριεύει τον  καθένα και την καθεμιά  μας,   η ανάμνηση   όταν αυτή γίνεται   θείο βάλσαμο στις ίσως άσχημες  συνθήκες της ζωής μας. Πολύ περίεργο  συναίσθημα ή νοσταλγία… έχει μια  γλυκόπικρη γεύση!

Θέλησα  λοιπόν κι εγώ  να δοκιμάσω αυτή τη γεύση,  με το να περπατήσω στα στενά δρομάκια της παλιάς  γειτονιάς.  Τα στενά δρομάκια, που κάποτε έσφυζαν από ζωή,  χαρά, γέλιο, παιδικές φωνές και τραγούδια. Όταν  από εκείνα τα στενά περνούσαν οι καλλικέλαδοι  κανταδόροι,  που με τις υπέροχες μελωδίες, δημιουργούσαν  ευφροσύνη και αγαλλίαση στις αισθήσεις  όλων, μα πιο πολύ δημιουργούσαν ένα γλυκύτατο «χτυποκάρδι» σε εκείνην, που για χάρη της, για τα μάτια τα γλυκά, για να δυναμώσει ο έρωτας της καρδιάς,   περνούσαν από το στενό της. Ακόμη και σήμερα ίσως έρχεται, σε ορισμένες, ένας  γλυκός αντίλαλος  από τα  πρώτα βήματα της ερωτικής νιότης.

Έτσι, το σούρουπο  κατηφόρισα,  πότε με  αργό και πότε με γοργό βάδισμα, λόγω ανάμικτων συναισθημάτων  και  έφτασα στη μικρή πλατεία της παλιάς γειτονιάς. Οι περισσότεροι θυμόμαστε, με μεγάλη νοσταλγία, μα και με συγκίνηση, την παιχνιδιάρικη ζωή  στην πλατεία της συνοικίας μας. Ακόμη θυμόμαστε το πρώτο μας θέατρο, που στήναμε εκεί με τον φίλο  τον Μίλτο να μας παίζει  τον Καραγκιόζη,  τον σπαθάρη, το Νιόνιο.

Την πάνινη μπάλα, καμωμένη από κάποια μπαλώματα και δεμένη με σπαούλια  για να μη διαλύεται,  τα παιδικά μας  παιχνίδια,  όπως το κρυφτό, την αμπάριζα,  κλέφτες και χωροφυλάκους και τόσα άλλα που σήμερα  φαντάζουν  σαν παραμύθια.  Αλλοτινές μας  εποχές, λοιπόν, αλλοτινά μας  χρόνια.  Τι ωραία  που ήταν τότε στη μικρή μας την πλατεία.

Σήμερα ίσως,  λόγω πολεοδομικών αναγκών να μην υπάρχουν ορισμένες πλατείες  των παιδικών μας χρόνων. Στη μικρή αυτή πλατεία οδηγούν πέντε στενά δρομάκια. Το κάθε ένα με τη χάρη του και καθένα  πιο συμπαθητικό και  αγαπημένο από το άλλο. Γιατί σε εκείνα τα μικρά κι ανήλιαγα στενά, όπως  λέγει και το τραγούδι,  πέρασα τα πιο ξέγνοιαστα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας και τώρα κοιτάζοντας, γύρω τριγύρω,  ένας χείμαρρος αναμνήσεων τρέχει  να συναντήσει τη θάλασσα των αναμνήσεών μου. Όπως  ο καθένας και  η κάθε μια αισθάνεται  όταν  θα βρεθεί σε γνώριμα  αγαπημένα μέρη. Στην πλατεία εκείνη είχαν τις προσόψεις  τους 18 κατοικίες. Θυμάμαι αρκετά καλά τους υπέροχους ανθρώπους, που κατοικούσαν σ’  αυτά τα τόσο φιλικά και φιλόξενα σπίτια.

Άνθρωποι γελαστοί, πρόσχαροι, ευγενικοί, εξυπηρετικοί και πάντα με το χαμόγελο. Ποτέ δεν θυμάμαι να δημιουργήθηκε η παραμικρή παρεξήγηση μεταξύ αυτών των υπέροχων γειτόνων.  Θυμάμαι τις βεγγέρες στα σπίτια αυτά και τα νοστιμότατα και εύγευστα,  χειροποίητα γλυκά με υλικά από τα φρούτα της κάθε εποχής. Και τώρα που αναθυμούμαι  όλα αυτά σαν να μου ήρθε, λέει,  στη γεύση μου, η νοστιμιά από το γλυκό σιροπιαστό  κυδώνι της καλοκάγαθης κ. Κατίνας. Τι υπέροχες γεύσεις  αισθήσεων και συναισθημάτων! Και όλα αυτά, εικόνες, χρώματα, γεύσεις  συνθέτουν έναν φανταστικό πίνακα  ζωγραφικής του νου. Ένα  συνεχές ταξίδι αισθήσεων και συναισθημάτων ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα!

Αναβλέποντας    σαν να αναζωογονήθηκα,  αναθυμούμενος τις  μεθυστικές μυρωδιές  από τα  ευωδιαστά άνθη των φυτών  βασιλικού,  καντιφέ,  μαντζουράνας, τριαντάφυλλου και του ξεχωριστού αρωματικού φυτού αμπερόζα, που υπήρχαν στις  «ειδικές» γλάστρες  της εποχής εκείνης. Και λέγω ειδικές γιατί γλάστρες  ήταν  οι άδειες γκαζοντενέκες,    που παίρναμε από τα μπακάλικα αφού άδειαζαν από διάφορα εδώδιμα προϊόντα. Πράγματι οι ονειρικές αυτές στιγμές  αναδύουν ένα ζωντανό άρωμα  και δίδουν νόημα στα βήματά μας γιατί ανακαλούμε και ξαναζούμε στιγμές από το παρελθόν και έτσι νιώθουμε ότι η ζωή μας έχει ρίζες, συνέχεια και ενωτική συμπεριφορά παρελθόντος και παρόντος.

Κάνοντας λίγα βήματα  πάτησα  στο πεζοδρόμιο της κατοικίας της κ. Καλλιόπης (ο Θεός σχωρές-την) και αμέσως ήρθε στο μυαλό μου  ο, αείμνηστος πλέον,  γιος της, ο Νίκος, που  κοιμόταν σε  ένα ξύλινο στρατιωτικό κρεβάτι στο πεζοδρόμιο  εκείνο,  χωρίς να φοβάται ή να αμπαρώνει και να τοποθετεί  κάγκελα στα πορτοπαράθυρα.  Τι ανέμελα χρόνια! Όχι όπως σήμερα που μόλις σκοτεινιάσει  η πρώτη μας δουλειά να κλειδαμπαρώσουμε πόρτες και παραθύρια. Ο κόσμος άλλαξε,  αλλάξαν οι καιροί! Δεν μπόρεσα όμως να κρατήσω κάποιες σταγόνες από τα γερασμένα μάτια μου, που άρχισαν, άθελά τους, να τρέχουν,  όταν αντίκρισα τη χορταριασμένη και σκεβρωμένη από το χρόνο εξώπορτα του πατρικού σπιτιού. Πόσα όνειρα έκλεινε αυτή η πόρτα, πόσες λαχτάρες, χαρές, λύπες, παρέες, γλέντια, παιδικές φωνές,  πρόσωπα πολυαγαπημένα, που σήμερα ίσως με κοιτάζουν από εκεί ψηλά και χαίρονται που βρίσκομαι εκεί όπου αυτοί έζησαν μια  ζωή, με πίκρες και με βάσανα της εποχής εκείνης μα και με πολλές χαρές.  Σ ‘ αυτό το φτωχικό, μα ζεστό και  πολύ φιλόξενο σπιτάκι,  που σφάλισε αφότου έφυγαν, για το ταξίδι που δεν έχει  γυρισμό,  τα γονικά μου,  σκούριασαν οι κλειδαριές και δεν  ξανάνοιξαν  όπως την αλλοτινή εποχή, που άνοιγαν στον κάθε διαβάτη.

Στάθηκα για λίγο σ’ αυτόν τον χώρο,  γιατί η συγκινησιακή φόρτιση και οι συναισθηματικές μου αναμνήσεις δεν μου άφησαν πολύ χρόνο. Όμως στάθηκα, γιατί σαν αυτές τις άγιες ημέρες η ΜΑΝΑ ήταν  πάντα κοντά σ’ αυτήν την χορταριασμένη εξώπορτα είτε για  να ελεήσει όποιον της ζητούσε είτε να ανοίξει για να ακούσει τα γειτονόπουλα να της λένε: ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ ΚΥΡΙΑ ΣΤΕΛΛΑ; Κι εκείνη γελαστή -γελαστή  να τους απαντά: «Να τα πείτε! Να τα πείτε! Μα…. να ’ρθετε  όντε τελέψετε και μέσα  να σασε τρατάρω».

Εκείνη  η ΜΑΝΑ που μας διδάσκει την αγάπη, τον πολιτισμό, την ελπίδα, τη θρησκεία, την πατρίδα και τον σεβασμό προς την οικογένεια. Εκείνη που θυσιάζεται για να ζουν άνετα και ευτυχισμένα τα παιδιά της,  κι όταν την πικραίνουν,  εκείνη σκύβει με στοργική αγάπη και  τα φιλά.

Φωτογραφίες της σκέψης γεμάτες με πολλές αναμνήσεις και συγκινήσεις.

Κάνοντας μια βόλτα και στα υπόλοιπα στενάκια θυμήθηκα τα βράδια του καλοκαιριού που  έβγαζαν  στα πεζοδρόμια  την ψάθινη καρέκλα για να αποσπερίσουν. Να λένε τα στραβά και τα ανάποδα μα και τα καλά της ημέρας  και να συνεννοούνται και να κουβεντιάζουν τόσο ήρεμα και τόσο ταπεινά,  που ρεγόσουνα να τους ακούς. Αποχαιρετώντας  την  παλιά γειτονιά  τα  δρομάκια τα στενά, τη μικρή μας την πλατεία,  στάθηκα στη μέση εκείνης της μικρής πλατείας και κοιτάζοντας τους πέντε δρόμους πέρασαν ως κινηματογραφική  ταινία   από μπροστά μου όλα και όλοι.

Για μια στιγμή αφαιρέθηκα και νόμισα πως είδα  τον γείτονά μου τον Κώστα,  έναν υπέροχο άνθρωπο και δουλευταρά,  στον άλλο δρόμο τη σεβάσμια μορφή της δασκάλας μας, στον άλλο  να ξεπροβάλλει  η πρώτη μου αγάπη  αγκαλιά με τη μητέρα   και συνεπαρμένος  όπως ήμουνα φώναξα  δυνατά, άθελά μου,  ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΑΣ.  Μα… απάντηση καμία! Σε μια έρημη πλατεία ποιος να απαντήσει! Εκείνη η δυνατή φωνή  μου με συνέφερε και τότε συνειδητοποίησα πως  κάποιες φορές δεν καταλαβαίνεις την αξία της στιγμής μέχρι να γίνει ανάμνηση.

Έτσι  και η χειμωνιάτικη τούτη επίσκεψη στη μικρή πλατεία της γειτονιάς μου ήταν μια μικρή στιγμή της ζωής, που αύριο κι αυτή θα είναι μια ανάμνηση.

Δεκέμβριος