Κάποτε έγραφε στην εφ. «Τα Νέα» ο Γ. Βέλτσος. Κανείς δεν κατανοούσε τα κείμενά του, αλλά υπήρχε σ’ αυτά ένα ήθος. Σήμερα στη στήλη ΓΝΩΜΗ της ίδιας εφημερίδας γράφει συχνά ο Δημήτρης Σεβαστάκης, πανεπιστημιακός, βουλευτής του Σύριζα.
Προσοχή: να μην τον συγχέετε με τον Νικόλα Σεβαστάκη. Ο Νικόλας είναι λαμπρός καθηγητής του Παν. Θεσ/νίκης, αρθρογραφεί συχνά στο ΒΗΜΑ, έχει εκδώσει πολλές σημαντικές μελέτες με γλώσσα καθαρή, γνωρίζει άριστα τα σύγχρονα ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα και οι κρίσεις του θεμελιώνονται με ισχυρά επιχειρήματα. Είναι παράδειγμα άξιου στοχαστή και πνευματικού ανθρώπου.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι επίσης και πρόεδρος της Μόνιμης Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής. Έχει μια δυσκολία στην έκφραση και αναζητά την εκζήτηση ή δημιουργεί βαρύγδουπους νεολογισμούς, εν πολλοίς ακατανόητους. Εμφανώς πουλάει τσάμπα σοφία. Σήμερα η γλώσσα μας δεν κινδυνεύει.
Μετά από πολλούς αγώνες έχουμε μια γλώσσα ικανή να εκφράσει και συναισθήματα και διανοήματα. Από «σοφούς» που έχουν σπουδάσει σε άλλες χώρες και μεταφέρουν άκριτα ξένες ορολογίες δημιουργούνται καρκινώματα. Πολλές φορές μάλιστα γράφουν στην αγγλική γλώσσα τους όρους αυτούς ή όταν μιλούν διατηρούν και την ξενική προφορά.
Το κείμενο του κ. Σεβαστάκη που παραθέτω δεν πάσχει όμως μόνο από δοκησισοφία. Στερείται ήθους και επιτίθεται σε δύο καθηγητές πανεπιστημιακούς με μικροκουτσομπολίστικες λεπτομέρειες από την φοιτητική τους ζωή για να αποκρούσει τη σοσιαλδημοκρατική τους τοποθέτηση και να τους συγκρίνει με την υποτιθέμενη Συριζέικη νεοκουμουνιστική καθαρότητα. Το λυπηρό είναι ότι οι γνωστές χυδαιότητες που συχνά ακούγονται στη Βουλή προέρχονται από βουλευτές με ίσως ελλιπή μορφωτική επάρκεια.
Όταν όμως ένας καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών χαμηλώνει τόσο το επίπεδο και της έκφρασης και του ήθους που πρέπει να αντιστοιχεί στο αξίωμά του, μόνο θλίψη προξενεί και ερμηνεύει επαρκώς, γιατί βουλιάζουμε καθημερινά ως χώρα όχι μόνο στον οικονομικό τομέα, αλλά γενικότερα εξευτελίζοντας κορυφαίους θεσμούς όπως είναι η Βουλή και το βουλευτικό αξίωμα.
Τίτλος του άρθρου του είναι: «Η νέα σοσιαλδημοκρατία (και η απελπισία)». Όσοι ενδιαφέρονται, έχουν τη δυνατότητα να το διαβάσουν ολόκληρο από το διαδίκτυο ως αντιπαράδειγμα λόγου και ήθους. Εδώ, λόγω χώρου αρκούμαι σε μια παράγραφο και κάποιες αποσπασματικές φράσεις.
«Η σοσιαλδημοκρατία καθίσταται ένα είδος μητρικής έννοιας στην οποία μπορούν να αναχθούν όλες οι δημοκρατικές ιδιόλεκτοι. Τα δύο έργα, ήσυχα στην γραφή, ανησυχητικά στις αξιωματικές τους, προϋποθέτουν διανοητική ένταση από το αναγνωστικό κοινό τους.
Ανεξαρτήτως του βαθμού πολιτικής κριτικής που ενσωματώνουν (σε σημεία της οποίας δεν συμφωνώ), ανεξαρτήτως του ενδεχόμενου ερμηνευτικού ντετερμινισμού, τα έργα προϋποθέτουν ευρύχωρο λήπτη.
Ακριβώς αυτό το μοντέλο πολίτη-αναγνώστη που προϋποθέτουν σμικρύνεται. Μερικοποιείται η γλώσσα, εκλείπουν η πολιτική επάρκεια, η καλλιέργεια, η αναλυτική ψυχραιμία. Είναι γνωστό ότι οι αναγνωστικές και πολιτικές ποιότητες αντικαθίστανται από αρχαϊσμούς. Αυτό είναι ιδρυτικό πρόβλημα σε όλες τις απόπειρες αναστοχασμού, κυρίως διακρίνεται στην ίδια τη σύσταση αναγνωστικής ενδοχώρας.
Ο οργανωμένος αναγνώστης δημιουργεί ένα είδος «λόγιου μικροκλίματος» ακόμα και σε μη αναγνώστες. Αυτό εννοώ με τη λέξη ενδοχώρα. Ο ένας σπούδασε ιατρική, ο άλλος φυσική. Σχεδόν συνομήλικοι, είχαν οργανωθεί στην ίδια φοιτητική οργάνωση. Ο γιατρός, μικροαστικής καταγωγής (ο πατέρας φυσικός, η μητέρα φιλόλογος), ο φυσικός, αγροτικής καταγωγής (οι γονείς αγρότες). Με τα χρόνια αναπτύχθηκε μια ισχυρή αντιζηλία. Πλακώνονταν στις συνελεύσεις…
Η συμβολική θανάτωση του ενός αποτελούσε τον όρο ύπαρξης του άλλου… ο ένας έστηνε παγίδες στον άλλο… Διεκδικούσαν τα ίδια πράγματα…».