Αγαπητή Κυρία Πλουμίδου,

Η έγκριτη εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ είχε την καλοσύνη να φιλοξενήσει ένα είδος κριτικής επιστολής σας την 11-9-2021 για το νέο μου βιβλίο «ΜΑΝΩΛΗΣ Μ. ΚΑΛΟΧΡΙΣΤΙΑΝΑΚΗΣ ο πανάξιος πατριώτης και η δράση του». Εκδόθηκε δαπάναις των εγγονών του για γνωριμία με τη νεότερη γενιά των συμπατριωτών μας, μια και η συμβολή του στον τόπο μας ήταν μέγιστη. Ελπίζω οι 350 σελίδες του να έχουν πείσει για του λόγου το αληθές όσους το διαβάσουν.

Έγινε λοιπόν η παρουσίασή του στις 4 τ μ.μ. με αρκετή συμμετοχή παρά τον covid 19. Ευτυχώς παρά τα προβλήματά μου πήγα ως εκεί και δε χρειάστηκε να πάω «πόρτα πόρτα, χέρι χέρι» να τα δωρήσω. Αρκετά ταχυδρόμησα και άλλα πήραν από το σπίτι οι γνωστοί.

Είδα όμως να διαφωνείτε ως προς την επιλογή μου και γράφετε: «Αυτή μόνο την Αντίσταση βρήκε να εκθειάσει η κ. Τ;» Για το λόγο ότι εκείνος ζούσε διαφορετικά, στα μέγαρα της Αλεξάνδρειας και όχι στα βουνά, στα χιόνια και στις στερήσεις του σκληρού πολέμου; Κι όμως υπάρχει έγγραφο στο αρχειακό υλικό που ζητούσε «την τοποθέτησή του σε οποιαδήποτε υπηρεσία του μετώπου…».

Ήταν όμως ήδη τότε 50 ετών, δεν έγινε αποδεκτή η αίτηση. Εξάλλου είχε στρατευθεί κανονικά στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, που συμμετείχε σε νικηφόρες μάχες και απέσπασε βραβεία ηρωισμού με αποδείξεις που εμπεριέχονται στο νέο βιβλίο και το αποδεικνύουν αδιάσειστα τεκμήρια: Αργυρούς Σταυρούς, χρυσούς σταυρούς, μετάλλια, αλλά και από την Εθνική αντίσταση του Ελληνικού λαού εναντίον των στρατευμάτων κατοχής σαν μέλος των Ενόπλων Δυνάμεων Μέσης Ανατολής και σαν μεμονωμένος αγωνιστής.

Επίσης έτυχε βράβευσης από τον Πρόεδρο της Ελλ. Δημοκρατίας αλλά και από την Ακαδημία Αθηνών. Λίγα είναι αυτά; Ή ασήμαντα για την Αντίσταση και τη σοβαρότητα της θυσίας που επέδειξε και κατά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, για να εκθειάζονται;

Ναι, έφερα στο φως μέσω του βιβλίου μου τις επιστολές του και των συνεργατών του εκείνων που παραλάμβαναν τους τόνους τα φορτία (Μπαντουβάς) που τα μοίραζαν δίκαια στους τέσσερις νομούς της Κρήτης για τον στερημένο και ταλαίπωρο λαό μας. Και όλα αυτά σε συνεργασία και με άλλα κρητικά σωματεία όχι μόνο Αιγύπτου αλλά και Αμερικής. Και η γνωστή ΟΥΝΡΑ τότε παρείχε σημαντικές χορηγίες.

Μα και η εκκλησία της Κρήτης δια του Πρωτοσυγκέλου της Ιεράς Μητρόπολης (νεαρού τότε) κατόπιν Αρχιεπισκόπου Κρήτης Κυρού Ευγενίου Ψαλλιδάκη που παρελάμβανε τα σωτήρια αποστελλόμενα εφόδια και τα διαμοίραζε στους 4 νομούς με εμπιστοσύνη σαν άτομο γενικής αποδοχής. Δεν άξιζαν όλα αυτά εκθειασμού, με ντοκουμέντα και υπευθυνότητα;

Αν διέμενε «σε μέγαρα της Αλεξανδρείας ή αν οργάνωνε διαλέξεις σε θερμαινόμενες αίθουσες» είχε την ευκαιρία εκεί για άριστες γνωριμίες με πλούσιους φίλους όπως ο Μέγας Χορηγός Κώστας Λαγουδάκης για σεβαστές πλούσιες χορηγίες στους εράνους με σημαντικές ποσότητες σε τρόφιμα, ιματισμό, υπόδηση, φάρμακα, νοσοκομειακό υλικό, κλινοσκεπάσματα για το λαό μας μα και τους αντάρτες των βουνών που τότε είχαν… σύμπνοια και κοινούς στόχους.

Όσο για τους ενεργούς Αντιστασιακούς της εποχής, ας τους κρίνουν εκείνοι που πρέπει και όχι εμείς.

Μου παραπονείσθε στο δημοσίευμά σας για κάτι που σας διαφεύγει εντελώς, ότι δεν έγραψα κάτι για τον πατέρα σας αείμνηστο Γιατρό Αντώνιο Πλουμίδη. Δείτε όμως με προσοχή στη σελ. 240 «Ο γιατρός Πλουμίδης ήταν στο βουνό και πρόσφερε εκεί τις υπηρεσίες του».

Στην ίδια σελίδα που περιέχει σχόλια δικά μου για το βιβλίο του εκλεκτού συμπολίτη μας γιατρού κ. Νίκου Κολομβοτσάκη ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ αναφέρονται σχόλια για τους γιατρούς της εποχής…. «Σχετικά με τους Αρχανιώτες γιατρούς της Κατοχής Ελευθεράκη, Μαρκομιχελάκη, Πλουμίδη και Κανάκη που η προσφορά τους ήταν υποδειγματική αφιλοκερδώς!

Τι να έπαιρναν άλλωστε με τόση πείνα και ανέχεια! Μεγάλη η προσφορά τους και η βοήθειά τους και ας κινδύνευαν και οι ίδιοι λόγω του υποσιτισμού και των κακών όρων διαβίωσης με τη νοσηρότητα πολύ αυξημένη, με ανύπαρκτα φάρμακα και μέσα νοσηλείας. Ας είναι αιωνία η ιερή τους μνήμη» (αυτά γράφομε με σέβας) αλλά εσείς δεν τα είδατε και παραπονείσθε ανεύθυνα.

Ακόμη με ρωτάτε αν έχω ακουστά για τον Καπετάν Ποδιά. Η μοίρα το ‘φερε να ζήσω στο χωριό του το Λαράνι Μονοφατσίου πάνω από τρία χρόνια, αδιόριστη δασκάλα, όταν πήγα εκεί, εικοσάχρονη νιόνυφη κοντά στο δάσκαλο σύζυγό μου αείμν. Μιχ. Ταχατάκη που υπηρετούσε στο εκεί μονοθέσιο σχολείο με 45 παιδιά.

Επισκέφτηκα σαν ιστορικό το σπίτι του κ. Ποδιά, ένα μικρό χωριάτικο χαμόσπιτο όπως ήταν και τα άλλα του χωριού με ένα χτιστό κρεβάτι (κοιμηθιά) που φύλαγαν μέσα τα σιτηρά για το ψωμί κι από πάνω είχαν σανίδες για στρωμαθιά ύπνου της οικογένειας.

Είχε και μια όμορφη αδελφή, νεαρή χήρα η άτυχη που οι χωριανοί (Μικρασιάτες πρόσφυγες κάτοικοι του χωριού) την ονόμαζαν Ποδιαδίτσα λόγω οικογενειακού επωνύμου. Μ’ αυτή την κοπέλα φιλεφτήκαμε στο χωριό και θαύμαζα την καλοσύνη και την ομορφιά της, τυλιγμένη μέσα στα μαύρα τσεμπέρια της θλίψης και του πένθους της….

Με ρωτάτε στο δημοσίευμα (με αμφιβολία) αν ξέρω για τις ηρωίδες της εποχής και να σας πω για τους… αίτιους. Όλοι τα ξέρομε αυτά κυρία Μαρία μου. Ειδικά για τη συνάδελφό μου αείμ. Μαρία Λιουδάκη, την πασίγνωστη ηρωική μορφή που τιμά και τον διδασκαλικό κλάδο. Έχω διαβάσει και το βιβλίο του αειμ. Παπαδάκη. Ναι, τα ξέρω και αυτά κι ας είμαι «μια… απλή δασκάλα επαρχιακής κωμόπολης».

Νιώθω όμως τιμή για την ιδιότητά μου. Γιατί εμείς οι απλοί δάσκαλοι έχομε τη μεγάλη τιμή να περνούν από τα χέρια μας για τα πρώτα «φώτα» τους, όλοι, και εκείνοι που στην πορεία της ζωής τους αναδεικνύονται με την αξία τους είτε σε ηρωικές εποχές, είτε σε δυσθεώρητες επιτυχίες επιστημονικής πορείας. Έχομε γι’ αυτά αρκετά παραδείγματα. Μερικά υπάρχουν και στο νεοκδοθέν βιβλίο με αφιερώματα…

Με βαθύτατη συναίσθηση ευθύνης

Σας ακριβοχαιρετώ η παλιά φίλη

Ε. Ταχατάκη