Ένα πρωί. Προ ημερών. Εντελώς τυχαία. Μίλησα τηλεφωνικά. Με συγγενή αλλοτινών μαθητών του πατέρα μου. Ο πατέρας. Δάσκαλος επί σειρά ετών. Σε μονοθέσια δημοτικά σχολεία της Κρήτης. Και στους συγκεκριμένους μαθητές τέλη της δεκαετίας του 1960 και αρχές του ’70.
Μου έλεγε, λοιπόν, η συνομιλήτριά μου, πως, μολονότι έχουν περάσει 50 χρόνια σχεδόν, έκτοτε μιλούν ακόμα με τα καλύτερα λόγια για τον πατέρα. Στην οικογένειά της και σ’ ολόκληρο το χωριό τους, ένα χωριό της επαρχίας Αποκορώνου στα Χανιά που κοντεύει, λόγω της αστυφιλίας, πια να ερημώσει, ενώ άλλοτε έσφυζε από ζωή, στο δημοτικό σχολείο του οποίου ο πατέρας μου ήταν, πριν κλείσει, ο τελευταίος του δάσκαλος, μιλούν συχνά, με νοσταλγία και εγκωμιαστικά, για το άψογο ήθος του σε εκείνους τους δύσκολους καιρούς της ελληνικής κοινωνίας, παιδείας και εκπαίδευσης, το γλυκομίλητο και ευπροσήγορο τρόπο του προς όλους, γονείς και παιδιά, για τις γνώσεις που ήθελε να μοιράζεται με τους μαθητές του.
Ένιωσα αληθινά συγκινημένος, πολύ περήφανος για τον 90χρονο σήμερα πατέρα μου. Μια ανατριχίλα με κυρίεψε σύγκορμο!
Τις ίδιες μέρες περίπου, άκουσα στα ΜΜΕ και για κάποιον νεαρό, που σκότωσε τους γεννήτορές του. Όχι από νεανική παραφροσύνη, αλλά για τα κληρονομικά. Δηλαδή, θεωρούσε εαυτόν ριγμένο στο μοιράσι της γονικής ακίνητης περιουσίας και είχε για αυτό ως υπευθύνους στο άπληστο μυαλό του τούς γονείς, που, για να ξαναθυμηθούμε και την “Παλαιά Διαθήκη”, ξεχώριζαν, κατά την αρρωστημένη γνώμη του, τον Ιακώβ από τον Ησαύ, που αγαπούσαν τον Άβελ περισσότερο από τον Κάιν…
Τι ανόητος και άμυαλος μού εφάνη ο γονοκτόνος ετούτος! Μέτρησε πιο πολύ τα υλικά αγαθά και μαύρισε την ψυχή του διαλέγοντας τα φθαρτά και εφήμερα και παραμερίζοντας τα άφθαρτα και τα αιώνια! Πολύ τον λυπήθηκα!
Στον αντίποδα, πόσο σπουδαία είναι τούτη η κληρονομιά του πατέρα μου: Να ακούω σήμερα καλά λόγια για τη ζωή και το αλλοτινό έργο του ως δασκάλου! Τι να τα κάνω εγώ τα λεφτά και τα ακίνητα μπροστά στη χαρά ετούτη! Να τα βράσω!
Ανεβαίνει έτσι εντός μου ακόμα πιο πολύ και, χάρη στο Θεό, λάμπει ως φωτεινό αστέρι στους δρόμους μου, στις γεμάτες αγκάθια και παράσιτα λεωφόρους της ζωής μου, δασκαλεύοντάς με αντάμα με τη μάνα μου έμπρακτα εδώ και χρόνια πώς να ακολουθήσω, έχοντας αυτούς για παράδειγμα, και εγώ την ατραπό της Αρετής μακριά από τον δρόμο της Κακίας…
Πατέρα, ευχαριστώ και πάλι! Όσο θα ζω, θα αγαπώ και θα φροντίζω εσένα και τη μάνα μου, γιατί δεν θέλω ποτέ να φανώ ανυπάκουος και γιος στις κατά καιρούς συμβουλές σας και μαθητής όσων, όταν ήμουν παιδί, πρωτοείχα διαβάσει στη “Σοφία Σειράχ”:” Ἐν ὅλῃ καρδίᾳ δόξασον τὸν πατέρα σου καὶ μητρὸς ὠδῖνας μὴ ἐπιλάθῃ· μνήσθητι ὅτι δι᾿ αὐτῶν ἐγεννήθης, καὶ τί ἀνταποδώσεις αὐτοῖς καθὼς αὐτοί σοι;” (και σε μετάφραση δική μου:
Με όλη σου την καρδιά, σέβου και τίμα τον πατέρα σου και μην ξεχνάς τους πόνους που τράβηξε η μάνα σου γεννώντας σε, να θυμάσαι πάντα ότι απ’ αυτούς τους ανθρώπους γεννήθηκες, και τι πρόκειται να τους δώσεις σε ανταπόδοση όσων έχουν κάνει για σένα;)…