«Βλέπω μέχρι απέναντι, στα πέρα χωριά, μια θάλασσα πρασινοκίτρινη που μέσα της πεταλουδίζουν χιλιάδες ανεμόμυλοι με μια εργώδη κινητικότητα, σαν να αμιλλώνται μεταξύ τους.
Ακούω σύμμεικτους ήχους από τους παλμούς πανιών, θορύβους από τριβές μετάλλων και ξύλων, ρυθμικά κροταλίσματα αντλιών και τον φλοίσβο του νερού στις στέρνες. Ακούω ακόμη σιτάρια να θροΐζουν, πουλιά να τιτιβίζουν και το μελτέμι να ριπίζει και να μου διαπερνά φιλήδονο τα μέλη, αλήθεια το λέω, δεν έχω καμιά λαχτάρα να πάω στον παράδεισο όταν πεθάνω».
Είναι τα τελευταία λόγια του Μανόλη Τσικαλά στο βιβλίο του με τον τίτλο Στάση, που εκδόθηκε με την υποστήριξη της Περιφέρειας Κρήτης τον Δεκέμβρη του 2022. Με αυτά ζωγραφίζει τον δικό του παράδεισο, το Οροπέδιο Λασιθίου, και προτείνει μια στάση αγάπης, ευλάβειας και έμπρακτης ηθικής απέναντι στον γενέθλιο τόπο.
Πρόκειται για μια στάση σοβαρή με διάθεση σκωπτική. Δεκαοκτώ αφηγήματα με την οξύνοια, την ειρωνεία, την εύστροφη ματιά αλλά και τη σεμνότητα του προικισμένου αφηγητή. Δεκαοκτώ στάσεις ζωής-επάλληλες απόπειρες να φωτιστούν οι ζωές των ανθρώπων του παλιού καιρού.
Δοκιμασία, επομένως, της μνήμης και στάση σε σημαίνοντα αναμνηστικά τοπόσημα. Ψιχία του καθημερινού μικρόκοσμου που κατορθώνουν να μας συγκινήσουν με την ανθρωπιά και την αλήθεια τους.
Μια προσωπική μυθολογία η οποία, μέσα από την ευρύτητα της προοπτικής του αφηγητή, αποκτά οικουμενικότητα και μας καλεί να συμφιλιωθούμε με τον εαυτό μας και τον κόσμο. Να γεμίσει η ψυχή μας ομορφιά, ήχους και χρώματα, μπροστά σε μια αυθεντική Κρήτη με το άρωμα των καρπών και του ψωμιού, με γεύση αρχέγονη.
Από το πρώτο κιόλας αφήγημα το Οροπέδιο προβάλλει «σε μακρινό πλάνο σαν όστρακο ανοιχτό», τα δυο πέλαγα «συνερίζουν ερωτικά για την Κρήτη» και η Γεράπετρος «απλώνεται σαν το σαλάχι στην αμμουδερή γιαλιά». Τρία μικρά παιδιά οδοιπορούν μέρες πάνω στο παγωμένο χιόνι για να φτάσουν στη Γεράπετρο.
Τρέφονται με βελανίδια, ντύνονται με ρούχα που αποσπούν από τα σκιάχτρα και κοιμούνται στο ύπαιθρο αγκαλιά με τον χοίρο. Εικόνες κωμικοτραγικές που θυμίζουν την οδοιπορία των Μυρίων του Ξενοφώντα. «Το έτος του χοίρου» είναι ένα αυτόνομο συναρπαστικό αφήγημα.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Είναι η καταλυτική ειρωνεία στο «Μπλε ταγιέρ» που εκδιπλώνει, με έξοχα ελληνικά, κενοδοξίες ανθρώπων οι οποίοι έχτιζαν τη ζωή τους πάνω στο «τι θα πουν οι άλλοι». Είναι ο «Ο φιλόσοφος των Αρχανών», όπου ένας χαριτωμένος μινωΐτης, «φίλος των σοφών», με το απαράμιλλο κρητικό χιούμορ, το οποίο διασώζει ο συγγραφέας στα σπαρταριστά περιστατικά και στην προσεγμένη εναλλαγή λόγιων και λαϊκών-διαλεκτικών εκφράσεων. Εδώ ο επίδοξος λόγιος ποιητής, ο Χάρης, απαγγέλλει, ενώ οι θαυμάστριές του, οι Χάριτες, τον επευφημούν:
ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΟΥ ΤΟ ΧΩΜΑ
Τέτοιο άρωμα και χρώμα
δεν υπάρχει πουθενά,
της πατρίδας μου το χώμα
κι ο Θεός το προσκυνά.
Είμαι γόνος των αρχαίων
του Ολύμπου μας Θεών,
της Βεργίνας σκαπανέων,
της Κνωσού, των Μυκηνών…
«Και ψοφίμι που δεν κάνει / ούτε σπάραγμα κυνών!», συμπληρώνει με διαβολεμένο κέφι ο αφηγητής και οι Χάριτες του Χάρη εξαγριώνονται («Εκεί, εκεί, εκεί, στην Τρίτη Εθνική!») πριν λιποθυμήσουν από τις αναθυμιάσεις της «τέχνης».
Το χιούμορ όμως σοβαρεύει και γίνεται πικρό όταν αναγκάζεται να σηκώσει τους αγώνες και τις αγωνίες των ανθρώπων του μικρού τόπου. Τον αγώνα, ειδικά, για την άρδευση του Οροπεδίου και εκείνον των γυναικών που δεν χωρά στις εικοσιτέσσερις ώρες. Την προσφορά του ήρωα Σπιρτοκούτη από το Ψυχρό κι αργότερα του Μαρκοστεφανή που έδωσαν ζωή στο Οροπέδιο.
(«Περί ανέμων και υδάτων»). Με ύφος που ανακαλεί τον Ροΐδη και θυμίζει τον Μανούσο Φάση του Μανόλη Αναγνωστάκη και το επόμενο «Alexandros Papadakis the first», όπου ο φερώνυμος ήρωας αυτοσυστήνεται ως «Πρίγκιψ Πατελών, Χρυσοπηγής και πάντων των ανατολικών προαστίων Ηρακλείου Κρήτης». Αλλά και η «Άδεια», όπου ο Κρητικός φαντάρος παρελαύνει στο νησί της Κω με τα προβατάκια του…
Το χιούμορ διαπερνά τον έρωτα. Που άρχιζε τη ζωή του «πάνω σε υπόβαθρο διαρκούς ενεστώτος, με πλήρη αδιαφορία για τα μέλλοντα». Με τη «χανιώτική λεμονιά που διαθέτει ευαισθησίες Μυρτιώτισσας και σκέρτσο Βουγιουκλάκη». Με τις κοπέλες του χωριού που περνούν λικνιστές, «μεταμορφώνοντας το στενό καλντερίμι με τις καβαλίνες σε πασαρέλα». Με τα «εν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης» ερωτικά καταφύγια, απ’ όπου επιστρέφοντας «έπρεπε να λαμβάνεται μέριμνα για να εξαφανιστούν από τα ρούχα και τα τελευταία ίχνη από κατσοπρινόφυλλα, άγανα, κολλιτσάνια ή φασουλόφυλλα, που μπορούσαν να προδώσουν το στίγμα της ερωτικής φωλεάς».
Αλλά κάτω από τη γοητευτική και ακύμαντη αυτή επιφάνεια ο βυθός θολώνει. Η γραφή απαιτεί να αποτυπωθούν ρεαλιστικά οι σχέσεις των ανθρώπων του μικρού τόπου, ο μόχθος αλλά και οι μικρότητές τους. Εδώ κατατίθεται η ανθρωπογνωσία και η πρωτοτυπία του συγγραφέα. Οι «Ελεήμονες επαίτες», ο «Ακατανόμαστος», η «Χρυσή» συγκινούν βαθύτατα με τη δραματικότητα και την ανθρωπιά τους. Ο «Μουλαχαλής», που μεταφέρει το σκηνικό στη μεσοπολεμική Θεσσαλονίκη, είναι μια μικρή τραγωδία. Όπως και οι «Μέτοικοι», που διασώζουν στάσεις της μητριάς πατρίδας, κατά τον μετεμφυλιακό εμφύλιο και την περίοδο της Χούντας.
Ο συγγραφέας, με την ιστορική μυθιστορία «Η καλουργιά», επανακάμπτει στον γενέθλιο τόπο, στη σκληρότητα της επιβίωσης και στα (όχι και τόσο) αγνά ήθη της υπαίθρου. Συντονίζεται με τα πολλά πρόσωπα, τα οποία σαν μουσική συμφωνία μετακινούνται διαρκώς: από το αμπέλι στο περιβόλι και από κει στο αλώνι. Συμπάσχει με έναν λαό που «παίζει» σε μικρογραφία τα παντοτινά πάθη του ανθρώπου, μ’ ένα ρυθμό χορού αρχαίας τραγωδίας μέσα στο σκηνικό της φύσης. Και γοητεύεται από την αληθινή φύση αυτού του κόσμου.
Αυτό τον ιερό τόπο ανασταίνει ο Τσικαλάς με την ιδιότυπη γραφή του. Τον διασώζει από του χρόνου την καταδρομή με την αγάπη του για τα παλιά, με τις πολλές γνώσεις του, με την τίμια «στάση» του. Τα αφηγήματά του χωρούν την αγάπη για τα ζώα, τη θετική στάση στη διαφορετικότητα, τη συμπάθεια σε όλους τους ανυπεράσπιστους του κόσμου και, βέβαια, την ευαισθησία για τα κτίσματα και τα αντικείμενα του πηλού και του ανθρώπινου χεριού, κυρίως για τα παλιά πηγάδια. Το Λασίθι γίνεται το «μικρό αλωνάκι» που διασώζει, εκτός από την εγκαρδιότητα των ανθρώπων του, αξίες και στάσεις ζωής.
Και δεν χρειάζονται εδώ μορφικές ακροβασίες ή γλωσσικοί ακκισμοί. Άλλωστε ο Τσικαλάς δεν θεωρεί τον εαυτό του «συγγραφέα», όπως σεμνά δηλώνει στο οπισθόφυλλο. Αφήνει τα αποτυπώματα των γυμνών παιδικών πελμάτων, που σφραγίζουν το λασιθιώτικο χιόνι στη διαδρομή προς το σκολειό, να κατευθύνουν τη γραφή.
Και η γραφή ανοίγεται σ’ ένα στοχαστικό ταξίδι προς τα μέσα και προς τα έξω. Και ο «αφηγητής», στην χωρίς κανένα μελοδραματισμό αυτή επιστροφή του, αποδίδει τα τροφεία στον γενέθλιο τόπο, γεύεται ξανά τον κόσμο, μεγαλύνοντας το ατομικό και φαινομενικά ασήμαντο και καθιστώντας το μόνιμο ένοικο του κόσμου της τέχνης.
Μέσα στην αξιακή μας κρίση η γραφή αυτή προτείνει μια στάση ζωής: επιχειρεί να περισώσει αξίες που χάνονται, να μνημειώσει την ομορφιά. Το μαγευτικό Οροπέδιο και οι άνθρωποί του στέκονται ακόμη για να θυμίζουν την αυθεντικότητα του παλαιού κόσμου.
Η Στάση του Μανόλη Τσικαλά μάς εφοδιάζει σε καιρούς ξηρασίας με δροσερό λασιθιώτικο νερό. Μας καλεί σε μια άλλη στάση απέναντι στην ιστορία, στον άνθρωπο, στη ζωή.