Τι τα θες, έτσι είναι η ζωή! Όταν είσαι νέος, αναζητάς να βρεις μέσα στο καλοκαίρι ένα φτηνό δωμάτιο ξενοδοχείου για να κάνεις τις ανέμελες διακοπές σου. Όταν δεν είσαι πια νέος, ψάχνεις να βρεις ένα διαθέσιμο ραντεβού νοσοκομείου για να κάνεις την αναγκαία κολονοσκόπηση. Τώρα μάλιστα το καλοκαίρι, με τον κορονοϊό να βρίσκεται σε ύφεση(υποτίθεται), τα ραντεβού αυτά γίνονται ανάρπαστα από τους μεσήλικες.
Έτσι, παρατηρούμε τα καλοκαίρια μας να «μετακομίζουν» σιγά-σιγά, από τις καυτές ακρογιαλιές της νιότης μας, προς τους δροσερούς πρόποδες της αναπόφευκτης ωρίμανσης. Κι εκεί πάνω έχει μια «ψύχρα», που πολλές φορές σε αρρωσταίνει…
Πέρασαν τα χρόνια που κουβαλάγαμε τα καλοκαίρια μας μέσα στις μικρές αποσκευές μας. Τώρα κουβαλάμε όλα αυτά τα καλοκαίρια στις αναμνήσεις μας. Αναμνήσεις που δεν χωράνε σε βαλίτσες και σε σακβουαγιάζ. Το καλοκαίρι εξάλλου είναι μια συνθήκη που δεν αμφισβητείται, δεν αγνοείται και δεν αναβάλλεται.
Ο όρος «καλοκαίρι» περιλαμβάνει πολλά πράγματα μαζί. Γιατί δεν είναι μόνο ο καυτός ήλιος, οι ήρεμες θάλασσες, οι μαγεμένες ακρογιαλιές, οι κατάμεστες παραλίες με τα διάσπαρτα μαυρισμένα και καλογυμνασμένα κορμιά να κείτονται στην άμμο. Δεν είναι μόνο οι παιδικές φωνές από τα παιχνιδίσματα στις ακροθαλασσιές, ούτε οι ονειρεμένες φεγγαρόλουστες αποσπερίδες, μα ούτε και οι ζεστές νύχτες με τα ενοχλητικά κουνούπια τους. Δεν είναι μόνο η λυτρωτική σκιά ενός δέντρου μέσα στο καταμεσήμερο, όπου και γράφονται τούτες οι γραμμές, υπό τους μονότονους ήχους των τζιτζικιών, τα γνώριμα πια σε όλους μας ερωτικά καλέσματα των μικρών «πρεσβευτών» του καλοκαιριού.
Το «καλοκαίρι» όμως γίνεται και «εμπρηστής», αφού φέρνει μαζί του και τον «Νέρωνα» των δασών μας, για να συνεχίσει την καταστροφή, καίοντας ό,τι απέμεινε άκαυτο από τα προηγούμενα καλοκαίρια. Είναι επίσης η εποχή που μετράει εκατοντάδες πνιγμούς στις θάλασσές μας. Η ίδια εποχή «θέλει» νεκρούς δεκάδες (και τραυματίες χιλιάδες) κάτω απ’ τους τροχούς, με το αίμα τους να ξεραίνεται πάνω στην καυτή πίσσα της ασφάλτου.
Όλα αυτά μαζί είναι το καλοκαίρι κι ακόμα περισσότερα. Το καλοκαίρι όμως είναι τώρα ξανά εδώ, μαζί με όλα όσα έχουν ειπωθεί για εκείνο. Οι τέχνες έχουν φροντίσει εδώ και αιώνες να το περιγράψουν με τις εικόνες του, τα χρώματά του, τους ήχους και τις γεύσεις του. Ο Οδυσσέας Ελύτης το ζωγραφίζει με λέξεις : «Ω σώμα του καλοκαιριού γυμνό καμένο. Φαγωμένο από το λάδι και το αλάτι. Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς…».
Μετά τον πιο βαρύ χειμώνα που θυμόμαστε, με τις διαβεβαιώσεις του ότι το κρύο δεν θα σταματήσει ποτέ, και με τους φόβους μας ότι καμία ζέστη δεν μπορεί να λιώσει τους πάγους αυτού του φοβερού και τρομερού χειμώνα, ήρθε ξανά το καλοκαίρι να «κάμψει» τις αμφιβολίες μας και να μας διαβεβαιώσει και πάλι πως υπάρχουν ακόμα πράγματα σταθερά μέσα στην αλλαγή τους, που αδιαφορούν για τα ανθρώπινα. Ήρθε να μας υπενθυμίσει πως ο κόσμος των ανθρώπων είναι ένα μόνο μέρος από τον κόσμο της φύσης.
Το φετινό καλοκαίρι όμως δεν είναι σαν και τ’ άλλα που ξέραμε. Όχι μόνο για τους αέρηδές του. Είναι και πιο «χαμηλό». Γιατί είναι ένα καλοκαίρι χαμηλών προσδοκιών. Ένα καλοκαίρι χαμηλής έντασης, χαμηλών δυνατοτήτων, χαμηλών απαιτήσεων και χαμηλών επιδιώξεων. Ακόμα και η ξεγνοιασιά, το κύριο συστατικό του καλοκαιριού, κυμαίνεται κι εκείνη φέτος σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα.Και είναι απόλυτα φυσιολογικό αυτό, αν λάβουμε υπόψη μας ότι το καλοκαίρι που διανύουμε βρέθηκε να «αρμενίζει» ανάμεσα στις «συμπληγάδες» των δύο πιο δύσκολων χειμώνων που θα θυμόμαστε. Ανάμεσα στον μακρύ χειμώνα του 2022, που κουβάλησε κρίσεις υγειονομικές, οικονομικές, κοινωνικές, που έφερε πολέμους, διαταράσσοντας τις ισορροπίες και τις συμμαχίες πάνω στον παγκόσμιο χάρτη, και στον ακόμα βαρύτερο χειμώνα του 2023 – σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις των ειδικών – που ίσως και να είναι καλύτερα να μην ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει. Υποψιαζόμαστε όμως όλοι πως δεν θα είναι καθόλου εύκολος ο επόμενος χειμώνας.
Μετά από δύο συναπτά έτη εγκλεισμού, στα σπίτια μας και στους εαυτούς μας, αυτό το καλοκαίρι νιώσαμε όλοι μας την ανάγκη να βγούμε επιτέλους έξω, να ταξιδέψουμε, να πάμε διακοπές, να ξεδώσουμε, να διασκεδάσουμε, να φύγουμε μακριά, να αποδράσουμε από τις «φυλακές» μας. Και μπορεί μεν να έχουμε την πρόθεση να τα κάνουμε όλα αυτά, έλα όμως που δεν διαθέτουμε τα μέσα! Γιατί τα μέσα είναι οικονομικά και δυστυχώς, οι περισσότεροι από εμάς δεν τα διαθέτουμε, αλλά και όσοι μπορούν να διαθέσουν κάποιες από τις οικονομίες τους για να πάνε διακοπές, διστάζουν μπροστά στην ανασφάλεια που νιώθουν.
Και πώς να μην αισθάνονται έτσι, αφού σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, τη «σημαία» της απαισιοδοξίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την οικονομική τους κατάσταση τους επόμενους 12 μήνες, κρατάνε οι Έλληνες καταναλωτές, με την συντριπτική πλειονότητα να αναμένει νέα άλματα στις τιμές των αγαθών, ισχυρότερα πλήγματα στα εισοδήματα, επιδείνωση της οικονομικής στενότητας και επιπλέον περικοπές δαπανών στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Επτά στα δέκα ελληνικά νοικοκυριά «βλέπουν» χειρότερες μέρες και «κόβουν» έξοδα.
Έτσι, διαβάζουμε ότι, «λιγότερες οικογένειες θα πάνε φέτος το καλοκαίρι διακοπές». Τότε, ποιοι είναι εκείνοι που γεμίζουν αεροπλάνα και βαπόρια, αλλά και τα ξενοδοχεία στα νησιά μας που έχουν είδη «βουλιάξει» από κόσμο; Ποιοι ανεβάζουν τις πληρότητες των κρατήσεων στο 100%;
Εκτός από τους ξένους επισκέπτες στη χώρα μας που δεν ακύρωσαν τις κρατήσεις τους (γιατί είχαμε και αρκετούς τέτοιους), είναι και οι νεότεροι σε ηλικία συμπολίτες μας που ταξίδεψαν άρον-άρον φέτος. Είναι εκείνοι για τους οποίους «επινοήθηκε» το καλοκαίρι και προσπαθούν με κάθε τρόπο και θυσία να ανταποκριθούν στην πρόκληση της νεότητάς τους, και καλά κάνουν.
Πρόκειται κυρίως για φοιτητές που ολοκλήρωσαν το εξάμηνο των σπουδών τους και για μαθητές που τέλειωσαν το Λύκειο και μετά την εξαντλητική δοκιμασία των Πανελλαδικών Εξετάσεων, δικαιούνται να κλείσουν ξέγνοιαστα έναν κύκλο της ζωής τους. Τα έξοδα των διακοπών τους είναι όλα πληρωμένα από τους γονείς τους, οι οποίοι όμως έμειναν πίσω στα σπίτια τους, επιλέγοντας να κάνουν τις δικές τους διακοπές στα «μπαλκονήσια», λογαριάζοντας πώς θα τα βγάλουν πέρα από εδώ και μπρος…
Η ευθυμία κι ετούτου του καλοκαιριού πάντως θα καταφέρει να νικήσει τη μελαγχολία του χειμώνα που διαδέχτηκε, όπως έκαναν κι όλα τα προηγούμενα. Τα καλοκαίρια θα είναι πάντα εδώ να ξοδεύονται απλόχερα πάνω στα μαγικά νησιά μας. Το μπλε της θάλασσας θα συνεχίσει να χορεύει στο άσπρο των νησιών μας και να τρελαίνει τα μυαλά. Μόνο οι «κάτοικοι» του καλοκαιριού, οι άνθρωποι, θα περνάνε, θα φεύγουν και θα ξεχνάνε.
Θα αλλάζουν σαν τις καλοκαιρινές αγάπες, που αν και είναι τόσο δυνατές, οι περισσότερες χάνονται μέσα στης πόλης τα στενά και στου χρόνου τη σκόνη…
Ένα αγαπημένο τραγουδάκι που κυκλοφόρησε και έγινε σουξέ στις αρχές της δεκαετίας του ’90, τότε που τα τραγούδια είχαν ακόμα ρυθμό, ενέπνευσε και τον τίτλο του άρθρου. Στο ρεφρέν του τραγουδιού, μέσα σε ένα μόνο στιχάκι, ακούγονται όλα όσα εγώ προσπάθησα να βάλω πάνω σε τούτες τις γραμμές: «Μη μου μιλάς για καλοκαίρια, για ακρογιαλιές και αστέρια, πες μου μονάχα πως κι εδώ το ίδιο μ’ αγαπάς…».
Γιατί όλα αλλάζουν επάνω και γύρω μας, και αυτό είναι νομοτελειακό. Εκείνο όμως που ευχόμαστε να μην αλλάξει ποτέ, είναι αυτό που κουβαλάμε μέσα μας, όλες τις εποχές του χρόνου, που είναι και το πιο πολύτιμο, το πιο ανθρώπινο, το πιο σπάνιο και το πιο αληθινό. Και αυτό δεν είναι άλλο από την αγάπη. Το επιβεβαιώνει άλλωστε εμφατικά και ο σπουδαίος Ρώσος συγγραφέας Άντον Τσέχωφ: «Οι άνθρωποι δεν προσέχουν αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι, όταν είναι ευτυχισμένοι».
Καλές καλοκαιρινές διακοπές σε όλους!