Έβγαλε το μπλοκ ακουαρέλας Α4 και ένα μολύβι 2B από το σακίδιό της και άρχισε να σχεδιάζει.
Το χέρι της πήγαινε μόνο του σε μια καμπύλη που γίνεται γωνία στο τελείωμά της και μετά επιστρέφει με μοτίβα από μικρές γωνίες ενωμένες σαν αγκαλιά.
Τι την έπιασε τώρα να ζωγραφίζει μια
συστάδα από φτερά;
Τα δάκτυλα της υπακούουν στην έμπνευση εκείνης της στιγμής σε αυτό το δεύτερο βαγόνι του τρένου για τη Θεσσαλονίκη.
Δίπλα της, παιδιά σαν κι εκείνη ανεβάζουν φωτογραφίες, στιγμές, συζητούν για το επόμενο Σαββατοκύριακο που θα κατέβουν πάλι Αθήνα.
Ένα κορίτσι έχει μισοξαπλώσει αριστερά στο στήθος του αγοριού της, δείχνει να κοιμάται.
Η Εριέττα την κοιτάει και χαμογελάει, ζηλεύει εκείνη την στιγμή της απόλυτης παράδοσης, της αγκαλιάς, της ασφάλειας. Εκείνη την στιγμή που κλείνεις τα μάτια και αφήνεις τα πάντα απέξω σου.
Ξαναγύρισε στο σχέδιό της και άρχισε να κάνει σκιές στις γωνίες των φτερών με την ψίχα από τα δάκτυλά της. Αύριο την περιμένει πολύ διάβασμα.
Δεν έχει ολοκλήρωσε ακόμα την εργασία της στην αρχιτεκτονική.
Θα το κάνει όμως.
Θέλει να γίνει αρχιτέκτονας από μικρή.
Πόσο πολύ χάρηκε όταν πέρασε σε αυτό το Πανεπιστήμιο!
Πόσο χάρηκαν και οι γονείς της!
Ήταν περήφανη για την Εριέττα τους.
Κι εκείνη το ήξερε το έβλεπε στα λόγια τους, στα μάτια τους.
“Τα κατάφερα μαμά” της είχε πει εκείνη την ημέρα που βγήκαν οι βαθμοί των πανελληνίων… και η μαμά της έκλαψε.
Το κράτησε εκείνο το δάκρυ, σαν θησαυρό το κράτησε για να την δανείζει δύναμη και ευθύνη.
“Μόνο από χαρά θέλω να κλαις μαμά, μόνο από χαρά” της είχε πει τότε.
Το μολύβι συνέχιζε να αφήνει μαύρες γραμμές και τα ακροδάχτυλά της να τις μαλακώνουν να τις κάνουν σκιές που αχνοφαίνονται.
Ήταν καλή στη ζωγραφική, το ήξερε.
Ζωγράφιζε από παιδί.
Στο νηπιαγωγείο έχουν ακόμα τις ζωγραφιές της στολισμένες σε ένα άσπρο τοίχο.
“Να μην ξεχάσω να πάρω λάδια για τον καβαλέτο μου.
Το επόμενο μου έργο θα έχει θέμα την άνοιξη, θα ζωγραφίσω άνθη αμυγδαλιάς μέσα σε φτερά..
Να τα πάλι τα φτερά, δεν ξέρω τι με έχει πιάσει”,σκέφτηκε.
Έξω νύχτα και ο θόρυβος του τρένου μια μονότονη ορχήστρα σε υπόκρουση.
Ένα ατίθασο τσουλούφι από τα σγουρά της μαλλιά έπεσε στα μάτια της.
Πέρασε τα δάκτυλά της μέσα του και το τακτοποίησε στη θέση που ήταν.
Ένα κομμάτι κομφετί που είχε μπερδευτεί στις μπούκλες της έμεινε στα δάκτυλά της σαν αντίδωρο.
Χαμογέλασε η Εριέττα.
Θυμήθηκε…
Είχαν περάσει όμορφα στις Απόκριες…
Ένας δυνατός υπόκωφος θόρυβος και η Εριέττα έμεινε με εκείνο το χαμόγελο της θύμησης μιας ξεγνοιασιάς.
Κάτι ζεστό, καυτό σαν λάβα ξεχειλίζει από παντού.
Έκλεισε τα μάτια και τα άφησε όλα απέξω όπως εκείνο το κορίτσι που κοιμόταν πάνω στο στήθος του αγοριού της.
Είδε τα ζωγραφισμένα φτερά της να ζωντανεύουν και να παίρνουν θέση στις πλάτες την παιδιών που ήταν δίπλα της στο ίδιο βαγόνι. Γινόταν φτέρινα και έφευγαν για τον ουρανό. Η Εριέττα φόρεσε στο στήθος της, μετάλλιο αυτής της ζωής, το κομφετί που βρήκε στα μαλλιά της και έπιασε το μεταξωτό σκοινί που έριξε ο Θεός.
Έφυγε μπροστάρισσα, σημαιοφόρος σε εκείνη την παρέλαση για τον ουρανό.
“Μη με ψάξεις στη νύχτα μαμά, ούτε στη γη.
Στις άκρες των βουνών που φιλούν τον ουρανό να με ψάξεις και μόνο από χαρά να κλαις το υποσχέθηκες …δεν χάθηκα μαμά, δεν είμαι αγνοούμενη, εδώ είναι ζεστός ο ουρανός και έχω ντυθεί με φτερούγες”.