Είναι αναμφίβολο ότι η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με πρωτοφανή κρίση αξιών, κοινωνική και οικονομική, που διαπερνούν την ευρύτερη κοινωνία και γίνονται εθνική απειλή. Το μόνο ενθαρρυντικό σ’ αυτήν την οδυνηρή κατάσταση είναι ότι κι άλλες ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα και η ΕΕ αρχίζει, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της, να συζητά και να παίρνει πρωτοβουλίες και θεσμικά μέτρα προς την κατεύθυνση της πολυπόθητης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Όμως, μια πιθανή ανάκαμψη και κυρίως η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην Πολιτεία απαιτεί μια συλλογική και μακροχρόνια προσπάθεια, που θα συνοδεύεται από αλλαγή νοοτροπίας όλων μας και με πραγματικές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις.
Ευρύτερα, υγιή κοινωνικά στρώματα, που μέχρι σήμερα περιορίζονταν μόνο σε σχολιασμούς και παρατηρήσεις, θα πρέπει να αναλάβουν σοβαρές και συλλογικές δράσεις προς αυτήν την κατεύθυνση. Είναι υποχρέωση όλων μας να συνδράμομε, ώστε η κρίση να αποτελέσει την αιτία ριζικής αναμόρφωσης και οικοδόμησης μιας Πολιτείας αξιοκρατίας, ισονομίας και ίσων ευκαιριών για όλους και κυρίως για τους νέους.
Ειδικότερα, στον αγροδιατροφικό τομέα, είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια συνεχής «υποβάθμιση» του αγροτικού χώρου γενικότερα, που οφείλεται στην κρίση του ευρύτερου χώρου στον αναπτυγμένο κόσμο αλλά και στην απουσία σοβαρών διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, με αποτέλεσμα τη συνεχή μείωση της συμβολής του στο ΑΕΠ της χώρας.
Αναμφίβολα, σ’ αυτό συνέβαλαν διαχρονικά όλες οι κυβερνήσεις, τα κόμματα και πολλοί υπηρεσιακοί κι άλλοι παράγοντες. Είναι γνωστά σε όλους μας τα φαινόμενα αναξιοκρατίας και διαφθοράς, η ίδρυση και λειτουργία Υπηρεσιών, Οργανισμών (ΝΠΔ και/ή ΙΔ) και άλλων φορέων ρουσφετολογικά, απρογραμμάτιστα με παντελή άγνοια της διεθνούς και ελληνικής πραγματικότητας ή απλά και μόνο ως μνημονικές υποχρεώσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δήθεν μεταρρύθμιση, δηλαδή η συνένωση φορέων, όπως η περίπτωση της σύστασης του Οργανισμού ΕΛΓΟ/ΔΗΜΗΤΡΑ. Με την αριθμ. 188763/10-10-2011 (ΦΕΚ Β’ 2284) κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, έγινε συγχώνευση ανομοιογενών νομικών προσώπων και υπηρεσιών, εποπτευόμενων από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Συνενώθηκαν το πρώην Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Ερευνας (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.), η Γενική Δ/νση Γεωργικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, η Γενική Δ/νση Διασφάλισης Ποιότητας Αγροτικών Προϊόντων και άλλων. Αυτή η συνένωση υποβάθμισε αντί να βελτιώσει τη λειτουργία των παραπάνω φορέων. Ιδιαίτερα το ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε., που έπρεπε να αποτελεί το φάρο έρευνας και καινοτομίας του αγροτικού χώρου, έγινε κυριολεκτικά αόρατο, σε αντίθεση με τα διεθνώς κρατούντα!
Είναι αναμφίβολο ότι ο αγροτικός τομέας μπορεί να αποτελέσει «τη ραχοκοκκαλιά του έθνους» κι ότι μπορεί να ξαναγίνει πυλώνας ανάπτυξης της χώρας. Αυτό όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς γεωργική έρευνα, καινοτομία και τεχνολογία προσαρμοσμένες στις ανάγκες και τις ιδιαίτερες συνθήκες της χώρας μας. Η έρευνα, μια από τις πιο παραγωγικές επενδύσεις διεθνώς, στην Ελλάδα παραμένει σε υποβάθμιση με συνολικό προϋπολογισμό κάτω του 1% του ΑΕΠ (και για τη γεωργική έρευνα πιθανόν κάτω του 0,1%), ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πάνω από 2% και προγραμματίζεται να αυξηθεί στο 3%. Εκτός όμως από τη χαμηλή χρηματοδότηση της έρευνας, η μεγάλη διασπορά των ερευνητικών δραστηριοτήτων σε όλα σχεδόν τα Υπουργεία και τις Περιφέρειες την καθιστά περισσότερο αναποτελεσματική.
Έτσι, το ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε., που θα μπορούσε να στηρίξει μια προσπάθεια καλυτέρευσης του αγροτικού τομέα, δυστυχώς πλέον βρίσκεται σε κάθετη πτωτική πορεία και δεν διαφαίνεται πιθανότητα αναστροφής.
Το μόνο εφικτό και χρήσιμο θα μπορούσε να είναι η άμεση κατάργησή του και εφ’ όσον η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων αποβάλλει την ιδιοκτησιακή νοοτροπία της και πρυτανεύσει το εθνικό συμφέρον, να επιδιωχθεί η συνένωσή του με τα άλλα ερευνητικά Ιδρύματα της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ), δηλαδή με ομοιογενείς φορείς, του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.
Συγχρόνως, να γίνει αξιοποίηση των περιουσιακών του στοιχείων που μόνο στην Κρήτη εκτιμούνται σε πάνω από 3.500 στρέμματα, που σήμερα τελούν υπό καθεστώς πλήρους εγκατάλειψης. Το συμφέρον της χώρας επιτάσσει την κατάρτιση και υλοποίηση ενός ρεαλιστικού στρατηγικού σχεδίου έρευνας και τεχνολογίας για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας, που θα έχει συνέπεια και συνέχεια. Με διάθεση πόρων για την επιστροφή των λαμπερών μυαλών, που βρίσκονται και μεγαλουργούν εκτός Ελλάδος και όχι μικροχρηματοδοτήσεις νέων ερευνητών, για μικροκομματικές σκοπιμότητες, που είναι απολύτως αναποτελεσματικές.