-Μα, δεν μου λες, μπρε Κωνσταντή, να σε ρωτήξω ανέ γατέχεις. Άμα είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος, αγαπά όλους τους ανθρώπους, τους βοηθάει, κάνει αγαθοεργίες, δεν βλάφτει κανένα, τον αγαπάνε όλοι, έχει καλή οικογένεια κ.λπ., αλλά δεν πάει στην Εκκλησά, δεν μεταλαβαίνει, δεν νηστεύει τσι σαρακοστές, δεν είναι σίγουρος για όλα αυτά και γ κειονά “ερευνά τας γραφάς”, που λένε, και είναι και ένας άλλος, που πάει στην Εκκλησά και κάνει χαχαλιές τον Σταυρό του και νηστεύγει και κάνει αρτοπλασίες στσ’ Αγίους, φιλεί τη χέρα του παπά, μεταλαβαίνει, τα κάνει όλα από φόβο να μην τονε τιμωρήσει ο Θεός, μα από την άλλη είναι κακός άνθρωπος, δεν αγαπά τους ανθρώπους, τσακώνεται, βλαστημά, τους κατηγορεί, τους εκμεταλλεύεται, δέρνει τη γυναίκα του χωρίς έλεος και ενώ είναι αγία η κακομοίρα ή και το αντίθετο. Η γυναίκα μπορεί να δέρνει τον άντρα τζης με το γλωσσαράκι τζης, που κόκκαλα τσακίζει, μέχρι να τονε ξεβγάλει τον φουκαρά! Ε, τοτεσάς, ποιος από τσοι δυό δα πάει στην κόλαση;

-Eγώ, Διογένη, αν ήμουνα… Θεός, τον δεύτερο θα πήγαινα στην κόλαση.

-Και δεν μου λες πάλι, ένας δεν είναι ο Θεός;

-Ναι, Διογένη, ένας για όλο τον κόσμο.

-Α! Άρα πρέπει να ‘ναι μια η κόλαση και μια η παράδεισος για όλες τσι θρησκείες, ε; Kιαμέ, γιάντα οι Μωαμεθανοί τρώνε στον παράδεισο πιλάφια; Ερωτήξανέ μας, εμάς τσοι Χριστιανούς; Eμείς θέμε να τρώμε μακαρούνια. Μακαρουνάδες δεν είμαστε; Ίντα, ό,τι θέμε δα λέμε! Και λες να τσακωνόμαστε κι εκειά κοντό;

-Το καλό θα ‘ναι, Διογένη, πως εκεί δεν θα ‘χομε προβλήματα με το Αιγαίο.

-Έχω, μπρε, κάτι απορίες, λοιπόν, που με βασανίζουνε και δα ποθάνω πρέπει και δε δα λυθούνε!

-Όπως, Διογένη;

-Ε, να, όπως στην κόλαση ας πούμε, όλοι δα βράζομε στα ίδια καζάνια, όλοι δα ζούμε στο βαθύ σκότος ή κάποιοι άλλοι δα λιάζουνται και κάπου-κάπου; Οι άλλοι πάλι δα τουρτουρίζουνε και δα ποθαίνουνε απού το κρύο και άλλοι δα να’ ναι καλοντυμένοι με κουκούλες;

-Δεν ξέρω, Διογένη. Αν έχει κι εκεί ανισότητες, όπως κι εδώ;

-Άλλο: Δεν λένε πως, άμα μετανοήσεις, σε συγχωρεί ο Θεός; Άμα μετανιώσεις εκεί και σε συγχωρέσει ο Θεός, να σε πάρει θέλει από ‘κειά και να σε πάει στον παράδεισο;

-Δεν νομίζω, Διογένη, διότι, άμα ήτανε έτσι, θα έβαζε… λουκέτο η κόλαση.

-Άλλο: Άμα ποθάνει ο ποθαμένος, ντελόγο πάει η ψυχή του στον άλλο κόσμο;

-Δεν έχω… ξαναπεθάνει, Διογένη, και δεν ξέρω. Αν έχει, όμως, κι εκεί γραφειοκρατία…

-Σκέψου δα, μωρέ, πόσα εκατομμύρια πεθαίνουνε κάθε μέρα! Πώς προλαβαίνει και τσοι δικάζει και τσοι ξεχωρίζει, άλλους στην κόλαση και άλλους στον παράδεισο!

-Είναι δυνατόν, Διογένη, να κάθεται να κάνει αυτή τη δουλειά; Υπαλλήλους θα έχει…

-Έχω ‘γώ, μπρε, πολλές απορίες. Να σου πω κάλι κι άλλη;

-Να μου πεις, Διογένη.

-Να ξαναποθάνομε θέλει κοντό στην κόλαση, άμα πάμε;

-Όχι, Διογένη, εκεί η ζωή θα είναι αιώνια!

-Καλιά ‘τανε ν’ αποθαίναμε, να ξεμπλέχναμε!