Β’ μέρος

-Προλαβαίνω, μπρε Κωσταντή, να πάω στον παράδεισο;

-Γιατί να μην προλαβαίνεις, Διογένη;

-Ε, να: Eπειδή, μπρε, μου μείνανε δύο – τρία χρόνια ζωής ακόμη και δε γατέχω ανέ μπρολάβω να σβήσω τσ’ αμαρτίες απούχω καμωμένες σ’ όλη μου τη ζωή!

-Μη φοβάσαι, Διογένη. Αυτό είναι το πιο εύκολο. Θα πας στην εκκλησία να εξομολογηθείς, να πεις στον αντιπρόσωπο του Θεού όλες τις αμαρτίες σου, να σε μεταλάβει και σε πέντε λεπτά είσαι πεντακάθαρος!

Αλλά γιατί; Εσύ όχι μόνο δεν έχεις αμαρτίες, αλλά αντίθετα έχεις κάνει τόσες καλές πράξεις, αγαθοεργίες, φιλανθρωπίες, ευεργεσίες! Αγαπούσες τους ανθρώπους και νοιαζόσουνα γι’ αυτούς.

Στις δύσκολες στιγμές τους έτρεχες να βοηθήσεις και βοηθάς ακόμα, με τα χέρια, με τα λόγια, με τα τρόφιμα, με την ανθρώπινη, την αγαθή, την αληθινή σου συμπαράσταση. Αν δεν πας εσύ στον παράδεισο, δεν πάει κανείς άλλος… Και όχι μόνο θα πας, αλλά ο Θεός θα σε κάνει εκεί ή άγιο ή άγγελο ή ό,τι τον-ε φωτίσει… ο Θεός.

-Μπρε, και… άγιο να μη με κάμει εμένα, δε με γνοιάζει… Μα κι εσύ, Κωσταντή, δα ‘ρθείς στον παράδεισο και να μου το θυμάσαι!

-Εγώ θα ‘θελα, Διογένη, να μ’ έβαζε ο Θεός στα… σύνορα!

-Γιάντα; Για να φυλάσσεις σκοπιά;

-Όχι, Διογένη, αλλά για να μπορώ να πηγαίνω από τη μια μεριά στην άλλη…

-Α, κατάλαβα! Άμα δε σ’ αρέσει στον παράδεισο, να φεύγεις, να περνάς στην κόλαση. Κι άμα δε σ’ αρέσει στην κόλαση, να περνάς στον παράδεισο, ε;…

-Ακριβώς. Όταν θα βαρεθώ και θα πλήττω από τη μονότονη και πειθαρχιμένη ζωή και μου έρθει η όρεξη και η νοσταλγία να θέλω να χορέψω, να γλεντήσω, να τραγουδήσω, να πάω στα μπουζουξίδικα, στους έρωτες κ.λπ., να μπορώ να περνώ από την άλλη μεριά!

-Όι,  ετσά που το λες, μαθές, μού φαίνεται σωστό.

-Είναι, Διογένη, όπως σ’ αυτή τη ζωή. Άμα τα ‘χεις όλα και δεν σου λείπει τίποτα, δεν είσαι ευχαριστημένος. Θέλεις να αποκτήσεις και να γνωρίσεις κάτι άλλο που το χαίρονται οι άλλοι κι εσύ δεν το’ χεις να το χαρείς.

-Εγώ λέω δα, Κωσταντή, πως ένας κακός δεν κάνει στον παράδεισο, γιατί δα κάνει μέρα νύχτα μετάνοιες, προσευχές στις εκκλησίες, στα μοναστήρια, δα νά ‘ναι χώρια οι άντρες απού τσι γυναίκες! Δε θα αντέξει στην πειθαρχία! Θα θέλει να κάμει κακό και δε θα μπορεί! Αυτό μού φαίνεται πως δε δα τρώνε κιόλας, αφού εκειά δεν έχουνε καζάνια, όπως στην κόλαση…

-Μα τα καζάνια, Διογένη, τα ‘χουνε για να τσι βάνουνε μέσα πότε – πότε, να τσι βασανίζουνε!

-Ε, και δε φοβάσαι ‘δά κι εσύ, καθώς το λες, τα καζάνια;

-Τα καζάνια, Διογένη, τα ‘χουνε για τσι βαρυποινίτες! Από κακούργημα και πάνω…

-Α, όπως κι εδώ. Άλλο τα πταίσματα κι άλλο τα κακουργήματα…

-Ασφαλώς. Άλλο να κλέψεις μια κότα μαζί με τ’ αυγά από τη φωλιά, κι άλλο να μπεις σ’ ένα νοικοκυριό με το μαχαίρι στο χέρι, να καταληστέψεις ολόκληρο το βιος του, μισερώνοντας τους οικείους ή και σκοτώνοντάς τους ακόμη, αφού οι νόμοι εδώ δεν είναι αυστηροί, όπως στην κόλαση!

-Να σου εξομολογηθώ, μπρε, μια αμαρτία μου; Αλλά μάλλον στον παπά. Μια φορά τη Σαρακοστή, που δεν μπορούσα να κρατηθώ, ήτρωγα κρυφά λίγο κρέας και κιανένα αυγό! Είναι πταισματάκι, Διογένη;

-Με τα πταισματάκια, κοντό, πηγαίνεις στον παράδεισο;