Καθετί το ασύληπτο, το ανεξήγητο, το ακατανόητο για τον άνθρωπο, το θεωρούμε μυστήριο πράμα! Αυτά τα μυστηριώδη πράματα, απασχολούν περισσότερο τους σκεπτόμενους ανθρώπους, τους ανθρώπους που ερευνούν και προσπαθούν να τα εξηγήσουν, να βρουν κάποια άκρη, αλλά μάταια. Πάντα ξαναγυρίζουν στο ίδιο σημείο. Αυτή η περιέργεια θα μας φάει!

Τα μεγάλα μυστήρια, όπως είναι τα μεταφυσικά, η ζωή, ο θάνατος, η ψυχή κ.λπ. είναι λέμε θεϊκά, δεν είναι ανθρώπινα. Άρα το ανθρώπινο μυαλό δεν θα μπορέσει ποτέ να φθάσει ώς εκεί. Μόνο άμα πεθάνει και πάει εκεί, αλλά ποιος θα γυρίσει να μασ-ε πει;

Αυτά τα μυστηριώδη πράματα απασσχολούν και βασανίζουν συχνά και του Διογένη το μυαλό και συχνά ρωτά και ξαναρωτά, μα αφού δεν υπάρχουν συγκεκριμένες απαντήσεις, οι σκέψεις και οι ερωτήσεις για πάντα θα υπάρχουν.

– Να σε ρωτήξω, μπρε Κωσταντή, ένα πράμα, ανέ γατέχεις, του λόγου σου, γιατί εγώ δεν είμαι σίγουρος;

– Για πες μου, Διογένη, και ό,τι… ξεκαθαρίσομε.

– Ας ήξερα, μπρε, και να κάτεχα πού κατοικεί η ψυχή. Στο μυαλό μέσα; Στην καρδιά; Στην κοιλιά; Πού;

– Μάλλον, Διογένη, σε όλο το σώμα.

– Κι αμέ γιάντα, μπρε, εγώ, άμα στενοχωρεθώ, την-ε γρικώ επαέ στον μπέτη και πονεί;

– E, άλλος Διογένη την-ε γρικά στον μπέτη, που είναι η καρδιά, άλλος στο στομάχι, άλλος στην κοιλιακή χώρα…

– Ας εκάτεχα κι ένα άλλο, αν έχει η ψυχή μυαλό!

– Εγώ, Διογένη, πιστεύω ότι όλα είναι μέσα στον εγκέφαλο και η καρδιά και η ψυχή και τα συναισθήματα…

– Α, κατάλαβα. Και το μυαλό τα κάνει κουμάντο όλα… Μα κι εγώ, μαθές, το ‘χω παρατηρήσει, άμα σκεφτώ πράμα με το μυαλό, ντελόγο με βαραίνει και με πονεί η καρδιά…

– Ε, είδες; Άμα δεν στενοχωρηθείς και είναι μια χαρά το μυαλό σου, πονείς πουθενά;

– Όι…

– Ε, είδες, λοιπόν, ότι όλα ξεκινούν από το μυαλό;

– Μα ας πούμε ‘δά ότι υπάρχει και η ψυχή. Αυτή είναι κολημένη στο σώμα; Γιάντα, άμα την-ε βασανίζει και την-ε πονεί το μυαλό, δε φεύγει να πάει στον παράδεισο;

– Γιατί, Διογένη, φοβάται μην πάει στην κόλαση! Δεν είναι σίγουρη…

– Μα, άμα δεν έχει, μπρε, η ψυχή μυαλό και έρθει η ώρα να ποθάνεις – χτύπα ξύλο! – χωρίς… κουκούτσι μυαλό δα φύγει να πάει στον παράδεισο;

– Το πιο πιθανό, Διογένη.

– Μα το ίδιο σκέφτομαι κι εγώ, μπρε. Κατέχεις γιάντα;

– Γιάντα, Διογένη;

– Γιατί αλλίμονό τζης αν έχει μυαλό σαν κι επαέ, απού ζει λίγα χρόνια και πάλι δεν αντέχει και αρρωσταίνει και κουζουλένεται! Σκέψου δα εκειά, απού δα ζει αιώνια, δισεκατομμύρια χρόνια, πώς δα αντέξει το μυαλό τζης! Κι ανέ μπάει και στην κόλαση;

–  Στην κόλαση ίσως να υπάρχει το φάρμακο της αιωνιότητας.

– Μα δε μου ‘χεις πει ότι η ψυχή δεν έχει ούτε σώμα ούτε πράμα;

– Ναι, Διογένη, είναι άϋλη, αόρατη, δεν φαίνεται με γυμνό μάτι…

– Α, για κειονά δεν τσι θωρούμε εμείς; Γιατί σκέψου να τσι θωρούσαμε, απού λες, να ‘ναι γεμάτος ο ουρανός! Αν είχαν και σώματα, πώς ήθελε να περνούνε τ’ αεροπλάνα;

Συνεχίζεται