Η καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου του φασιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και για τις λοιπές εγκληματικές πράξεις της, που ταλάνισαν τη χώρα από το 2012 ως τις 7 Οκτωβρίου 2020, είναι ένα σημαντικό γεγονός.

Είναι μια απόφαση που τιμά πρωτίστως την Ελληνική Δικαιοσύνη, έστω και με την όποια διστακτικότητά της, διαχρονικά, ειδικότερα την έλλειψη αποφασιστικότητας της εισαγγελικής αρχής, που δεν της είχε ασκήσει αυτεπάγγελτη κατηγορία για τη φασιστική και εγκληματική λειτουργία της, οκτώ ολόκληρα χρόνια.

Στη δικαιοσύνη, λοιπόν, ο έπαινος, στους λίγους που εξ αρχής αντέδρασαν και σε όσους πολιτικούς προώθησαν, με τις επεμβάσεις τους, τη δικαστική διαδικασία για τους πρωταίτιους και επίσπευσαν τη διεξαγωγή της δίκης. Ας επιτραπεί, λοιπόν, καθώς καταλαγιάζει ο κουρνιαχτός των πανηγυρισμών, να μη συμφωνήσουμε ούτε με τους “γύρους θριάμβου” του λαού των κομμάτων και των πολιτικών αρχηγών, αλλά ούτε με τις οξείες πολιτικές αντιπαραθέσεις που προέκυψαν στην πορεία.

Κοινωνικά θα λέγαμε ότι εξακολουθεί να υπάρχει έντονα στη χώρα μας η βία κατά των γυναικών, το ανδρικό νταηλίκι στην πιάτσα, ενώ οι γυναίκες ενίοτε εξακολουθούν να είναι διακοσμητικές γλάστρες στις εκπομπές των Μ.Μ.Ε. Κακοποιούμε ζώα, ενώ η τρομοκρατία των ορεινών με τα τέσσερα επί τέσσερα εναντίον των γεωργών κυριαρχεί, καθώς και το μαθητικό και κοινωνικό μπούλινγκ. Ο Μεγάλος Αδερφός χρησιμοποιεί τις γυναίκες σαν καθημερινά χαρτομάντηλα, ο ρατσισμός θριαμβεύει έναντι και εις βάρος του διαφορετικού.

Συνεπώς, ως κοινωνία και ως Εκκλησία δεν μπορούμε να έχουμε επαναπαυμένη τη συνείδηση.

Ως δημοκρατικός λαός δεν μπορούμε, επίσης, να επαιρόμεθα, στηριζόμενοι μόνο στη Δημοκρατία των προγόνων της κλασικής εποχής. Με ένα γρήγορο ιστορικό βλέμμα στον 20ο αιώνα μας, διαπιστώνουμε ότι έχουμε τόσες εκτροπές, κινήματα, δικαιολογημένα ή μη, και δικτατορίες, που κανένα άλλο έθνος παγκοσμίως δεν έχει παρουσιάσει. Κίνημα το 1905, το 1916, του Κονδύλη, του Παγκάλου, δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936, κίνημα στη Μέση Ανατολή, Δεκεμβριανά, Εμφύλιος, Αποστασία 1965, Δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967.

Πολιτικά, επίσης, έχουμε τις παλινωδίες μας. Ανεχόμαστε τη Χρυσή Αυγή και διαμαρτυρόμαστε χορεύοντας μαζί τους, το 2012-2014, στην πάνω και κάτω πλατεία του Συντάγματος, ανεχόμενοι ως λαός τη φασιστική ύπαρξή τους.

Ως πολιτική εξουσία, ορισμένοι βουλευτές αστικών κομμάτων τους δεχόταν ως “κανονικούς”, είχαν επικοινωνία και ανέπτυσσαν διάλογο μαζί τους. Μάλιστα, στις 5 Μαρτίου 2015, η τότε Πρόεδρος της Βουλής περίμενε τους φυλακισμένους βουλευτές της Χρυσής Αυγής, κατά την περίοδο της προηγούμενης κυβέρνησης, να έρθουν, τους καλούσε με τις κλούβες να ψηφίσουν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Κυβερνητικός βουλευτής, επίσης, υπεραμυνόμενος της παραπάνω διαδικασίας ισχυριζόταν ότι “ένας μεγάλος πόλεμος απαιτεί τριγμούς και υποχωρήσεις”, ενώ από πρωθυπουργικά χείλη ακουγόταν ότι “η ψήφος δεν έχει χρώμα”.

Η αναφορά στο χρώμα, μάς φέρνει στο νου τον Βεσπασιανό, αυτοκράτορα της Ρώμης (Titus Flavious Vespasianus, 9 μ.X.- 79 μ.Χ.) και τις χαριτωμένες του απόψεις.

Κάποτε, ο Bεσπασιανός θέλησε να χτίσει τουαλέτες σε όλη την Aυτοκρατορία και δι’ αυτών, από τη χρήση τους, να σωρεύσουν χρήματα στο αυτοκρατορικό ταμείο. Κάλεσε, λοιπόν, τους συμβούλους του και τους ανακοίνωσε την απόφασή του. Εκείνοι διαφώνησαν, ισχυριζόμενοι ότι θα εισπραχθούν χρήματα από χώρους βρωμερούς.

Παρά ταύτα, ο Βεσπασιανός διέταξε και χτίστηκαν χιλιάδες τουαλέτες και από τη χρήση τους εισπράχθηκαν πολλά χρήματα, που γέμισαν τα ταμεία. Εν συνεχεία, κάλεσε τους συμβούλους, τους είπε να μυρίσουν τα χρήματα και εκείνοι διαβεβαίωσαν ότι ήταν άοσμα. Έτσι, ο Βεσπασιανός διατύπωσε τη γνωστή άποψη ότι “τα χρήματα δεν έχουν οσμή”. Κάτι αντίστοιχο, δηλαδή, με την ψήφο που δεν έχει χρώμα.

Ως λαός σχεδόν μισό εκατομμύριο τους ψηφίζαμε και ανεχόμαστε τις βιαιότητές τους. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, το 2013, ήταν καθοριστική, για να οδηγηθούν στη φυλακή από την τότε Kυβέρνηση και, παρά την καθυστέρηση επτάμιση χρόνων, να καταδικασθούν από την ελληνική δικαιοσύνη. Τα εύσημα, συνεπώς, ανήκουν στη Δικαιοσύνη και όχι στην υποκριτική στάση ή και αβελτηρία των πολιτικών εκείνων που τους απασχολεί, πρωτίστως, το θεαθήναι.

Η καταδικαστική απόφαση, με τη διεθνή απήχηση που έλαβε, εκφράζει την ανάγκη των λαών για ετοιμότητα, διαχρονική πάλη και αγώνα κατά του καραδοκούντος πάντα φασισμού.

*Ο Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος είναι καθηγητής ιστορίας – συγγραφέας