Μεταμεσονύχτιες ώρες στην πόλη μας… Ίσως για αρκετούς η νύχτα να μειονεκτεί, αφού τα καμώματά της, τα βλέπει η μέρα και γελάει, που λέει και ο λαός μας. Όμως έχει και αυτή τη δική της χάρη, την δική της ζωής, την παράξενη μεγαλοπρέπεια και ομορφιά της. Συνήθως πλανεύτρα και ξελογιάστρα που πολλοί την προτίμησαν για να την ζήσουν, να γλεντήσουν  με χαρές απερίγραπτες, να την τραγουδήσουν με γλυκούς σκοπούς, αλλά και να τη ζήσουν με βάσανα, με λύπες και στεναγμούς.

Ειδικά όταν αυτή κάθε βράδυ που συνηθίζει ν’ απλώνει το μαύρο της πέπλο, όπως το συνηθίζει, καλώντας στην αγκαλιά της  πολλούς! Άλλους τους πείθει και τους κερδίζει και άλλοι πάλι ξεφεύγουν μη επιθυμώντας ν’ αρνηθούν τον ύπνο και την ησυχία τους. Ηράκλειο μετά τα μεσάνυχτα ή αν προτιμάτε η ζωή του Ηρακλείου τη νύχτα, περίπου στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα και συγκεκριμένα το φθινόπωρο του 1964.

Η αιτία “να ζήσω από κοντά” αυτές τις στιγμές και τις εικόνες ήταν ο εντοπισμός κάποιας εφημερίδας της εποχής με τίτλο: “Προβολή” η οποία είχε τα γραφεία της στην οδό Αρχοντοπούλου 8 και την διεύθυνσή της είχε ο Γ.Ε.  Ασσαριώτης, τηλέφωνο της εφημερίδας 49-08. Το άρθρο αυτό το αποδελτίωσε και μου το παραχώρησε ευγενικά ο συνάδελφός μου και υπεύθυνος του τμήματος αρχείων της Βικελαίας Βιβλιοθήκης κ. Στέφανος Γρατσέας.

Ο Χιώτης με το προσωπικό του
Ο Χιώτης με το προσωπικό του

Νυχτοπερπατήματα λοιπόν για τους Καστρινούς στην περιοχή του Τάλω, εκεί όπου παίζουν ασταμάτητα τα μπουζούκια, στα κέντρα “Βράχος” και Τζιτζιφιές”, τα οποία έχουν αναλάβει την νυχτερινή διασκέδαση των Ηρακλειωτών. Δέκα δραχμές η χρέωση του βερμούτ και δέκα δραχμές έκαστο σπάσιμο. Ο επισκέπτης ακούει τους σκοπούς των μπουζουκιών που τα συνοδεύουν η κιθάρα, το ακορντεόν, η τζαζ, και φυσικά οι φωνές των ντίζες που καμιά φορά μπορεί να ήταν και λίγο φάλτσες. Συμπαθέστατος κατά την επίβλεψη ο συμπαθής διευθυντής του “Βράχου”, Θανάσης Μαγκάκης.

Όμως μετά τα μπουζούκια η όρεξη ανοίγει και ειδικά, όταν η παρέα είναι επιλεκτική, επιβεβαιώνοντας την λαϊκή ρήση ότι ο έρωτας περνάει από το στομάχι. Φαγάδικα λοιπόν για τους γλεντζέδες της νύχτας, ταβέρνες και στέκια για κάθε προτίμηση του πελάτη όπως: Η ταβέρνα του Λυγερού με την πλούσια θαλασσινή της διακόσμηση σε ψαράδικο στιλ και με το τζουμποξ, με τους εκλεκτούς της μεζέδες και τις πολυάριθμες παρέες της, να απολαμβάνουν την κάθε στιγμή τα εδέσματα και το ποτό τους. Ένα άλλο σημείο αναφοράς των ξενύχτηδων καλοφαγάδων ήταν του Κολομπότση στην περιοχή του Αγίου Ιωάννη κοντά στην εκκλησία, επί της λεωφόρου Κνωσού, λίγο πιο κάτω από του Μπαλαχούτη και από τις Βερυκοκιές.

Περασμένα μεσάνυχτα, επικρατεί πλήρης ησυχία. Ο συμπαθέστατος κύριος Μιχάλης, κατά κόσμο Κολομπότσης, μαζί με το γκαρσόνι του τον Κώστα και έναν φίλο τους, έχουν κάνει την δική τους παρέα και κουτσοπίνουν. Μαζί μ’ αυτούς μπαίνουν στην παρέα και οι επισκέπτες και αφούν πίνουν μερικά “κρητικά ουίσκια” τσικουδιές δηλαδή, πηγαίνουν στο ξενυχτάδικο του Χιώτη στις Πατέλες για “κλέφτικο” και κοτόπουλο. Χαρακτηριστικό ήταν και το ντεκότο του Χιώτη (ζωμός κοτόπουλου). Μια μαρτυρία του Χιώτη που μαζί με τη γυναίκα του και το γιό  περιμένουν και τους τελευταίους πελάτες είναι η σύγκριση που γίνεται μεταξύ αυτών των ετών και των προηγούμενων 1956-1957, όπου η κίνηση εκείνη την εποχή ήταν σαφώς μεγαλύτερη.

Και μια γνωστή σκηνή της νύχτας: ο υπ’ αριθμ.  1 τύπος, ο Αντρέας στο Μεϊντάνι
Και μια γνωστή σκηνή της νύχτας: ο υπ’ αριθμ. 1 τύπος, ο Αντρέας στο Μεϊντάνι

Ξημερώματα, αφού αρχίζουν να λαλούν οι πετεινοί του Μεγάλου Κάστρου. Η νυχτερινή παρέα δεν λέει να το βάλει κάτω και καταλήγει στο προάστιο του Μασταμπά, στο ήδη νέο ξενυχτάδικο “Τα Βαρέλια”. Πρόκειται για μια ιδιότυπη ταβέρνα με κύρια χαρακτηριστικά την φθήνια και την περιποίηση την οποία υπηρετούν δύο γνωστοί Ηρακλειώτες, ο Βαρδαβάς και ο Ζουλίνος. Ο δεύτερος ήταν και κουρέας, αφού διατηρούσε κουρείο στα Λιοντάρια, αλλά και ποιητής.

Στόχος και των δύο ήταν να κάνουν μια καλή καστρινή ταβέρνα. Δεν είχαν προσωπικό. Μόνοι τους σερβίρουν τους φίλους τους που τους επισκέπτονται. Κάθονται όλοι μαζί στην παρέα και πίνουν. Κάποιες χαρακτηριστικές μορφές αποτελούν την παρέα.

Ο Μιχάλης Καλλέργης με την φυσαρμόνικά του και μία κιθάρα ακοπανιαμέντο, παίζει γλυκύτατες μελωδίες. Ο Ζουλίνος απαγγέλλει αυτοσχέδια ποιήματα, η κυρά του γεμίζει τις κανάτες κρασί, ο Βαρδαβάς εποπτεύει και η μασκότ του κέντρου ο Μηνάς ο Βετούλιος, δέχεται με απάθεια τα πειράγματα των θαμώνων.

Ξημερώνει για τα καλά και η νύχτα παραδίδει την σκυτάλη της στην ημέρα για να συνεχίσει την πορεία στην σκυταλοδρομία του χρόνου. ΄Ωρα για έναν καφέ στου Δημάκη στο πιο γνωστό ξενυχτάδικο της πόλης μας. Πέρασε άλλη μία νύχτα του Σαββάτου. Ξημερώνει η Κυριακή. Σε λίγο οι Ηρακλειώτες και οι Ηρακλειώτισσες ντυμένοι στα γιορτινά τους, έπειτα από τον καλό ύπνο που κάνανε, φρέσκοι και δροσεροί θα πάνε ν’ ανάψουν κερί στον Άγιο Μηνά και τις άλλες εκκλησίες για τη βδομάδα που πέρασε και γι’ αυτή που αύριο αρχίζει. Όμως υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι που ξενυχτούν…

Με τη διαφορά ότι δεν ακούνε ήχους μουσικής, δεν γλεντούν, δεν σιγοπίνουν. Πρόκειται για ένα ξενύχτι καθήκοντος, διακονήματος και προσφοράς. Ξενύχτηδες τέτοιους συναντούμε στην ηλεκτρική, στο εργοστάσιό της, εκεί που στεγάζεται σήμερα το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Δίπλα στο βαρύ βουητό των μηχανών οι άνθρωποι αυτοί προσπαθούν να εξασφαλίσουν το ηλεκτρικό ρεύμα στην πόλη μας.

Ο επισκέπτης μας αναφέρει αυτούς τους ανθρώπους, υπαλλήλους της ΔΕΗ που εκτελούν την βάρδια τους. Πρόκειται για τους Μηνά Πετράκη, Δ. Καρύδη, Θ. Αραμπατζόγλου, Ι. Αγαπάκη, Ευάγγελο Μουρτόγλου, Αντώνη Τσαγκαράκη, Κ. Σουρκιαδάκη και Ευστράτιο Μπακιρλή.

Όλοι τους παρακολουθούν με άγρυπνο  βλέμμα τον ρυθμό των μηχανών και των στροβίλων, έτοιμοι πάντα στο πόστο του ο καθένας να προλάβει την κάθε μικροζημιά.

Σειρά έχει το λιμάνι που εκεί ο αχθοφόρος Βασίλης Δρόσος, περιμένει όλη τη νύχτα να βγάλει το μεροκάματό του που είναι τέσσερα τάληρα. Ανηφορίζοντας προς την πλατεία Κορνάρου, στο Βαλιδέ Τζαμί οι ταξιτζήδες περιμένουν κάποιο τηλεφώνημα.

“Τα Βαρέλια” και  οι... βαρελτζήδες
“Τα Βαρέλια” και οι... βαρελτζήδες

Λίγο πιο πάνω το Πυροσβεστείο με τους πυροσβέστες (ομάδα ασφαλείας) να λαγοκοιμούνται και τον επικεφαλής πυροσβέστη Α’ τάξεως, τον Αντώνη Θεοδωρομανωλάκη να περιμένει άγρυπνος, μήπως και δεχτεί κάποιο τηλεφώνημα για άμεση επέμβαση. Ένα ξενύχτι καθήκοντος.

Στο Μεϊντάνι η γνωστή κίνηση και φυσικά η μόνιμη παρουσία του Αντρέα του Σκουλικάρη, την παρέα του οποίου πολλοί επιζητούν προκειμένου να περάσει η ώρα τους. Ξενύχτι καθήκοντος βέβαια και στον ΟΤΕ  με τον φύλακα Ι. Ζωγραφάκη που οδηγεί τον επισκέπτη στον 3ο όροφο όπου ο υπάλληλος Κ. Λυδάκης ξενυχτάει, προκειμένου να διεκπεραιώσει τα νυτερινά τηλεφωνήματα και τηλεγραφήματα με τα τηλέτυπα και τα λοιπά επικοινωνιακά μέσα.

Ηράκλειο με τις όμορφες νυχτερινές του στιγμές. Με τους ξενύχτηδες και τα ξενύχτια του σε μία άλλη εποχή όχι και τόσο πολύβουη, μια εποχή ίσως πολύ πιο σκληρή, αλλά ανθρώπινη, χωρίς τις σημερινές ανέσεις και την έξαρση του τεχνολογικού θαύματος.