Όχι, δεν είμαι καπνιστής. Αλλά ούτε και αντικαπνιστής. Την ουδετερότητά μου τη διδάχτηκα μικρό παιδί, αναπνέοντας μέσα στους καπνούς του τσιγάρου του πατέρα μου – που ήτανε δάσκαλος. Πολύ αργότερα θα μάθαινα την φράση «Δάσκαλε, που δίδασκες και νόμον δεν εκράτεις». Αυτός όμως, και τότε ακόμα, κρατούσε το τσιγάρο. Τώρα, ο καπνός κάποιου τσιγάρου μού φέρνει συνειρμικά και νοσταλγικά τον πατέρα μου που δεν είναι πια κοντά μου. Στο «νέον έτος» που έρχεται σ’ ένα μήνα, κλείνουνε δεκαπέντε χρόνια από το 2009, από τότε που οι καφετέριες και τα εστιατόρια διαχώρισαν αναλογικά τους χώρους τους για τους μεν και για τους δεν.
Έκτοτε, επειδή είμαστε λαός μεγάλου εκτοπισμού, αφήσαμε τα πράγματα να κυλήσουν όπως και τόσα άλλα. Οι αρειμάνιοι αρκέστηκαν στη γκρίνια τους, οι αντικαπνιστές αρκέστηκαν στην ικανοποίησή τους – ότι «επιτέλους δικαιώθηκαν». Στην σημερινή εποχή που το ηλεκτρονικό τσιγάρο με ατμό έχει γίνει μέσον ξεγελάσματος, αφού πάλι μέσα του η νικοτίνη είναι νικοτίνη, μια κοπέλα της γειτονιάς μού είπε λίγο πιο πριν κάτι, που το έχω ξανακούσει κι άλλες φορές: «Εγώ δεν καπνίζω, ατμίζω!».
Όσον αφορά όμως το ίδιο το τσιγάρο, όπως μας το ’φερε κάποτε σαν εύρημα ο Κολόμβος μαζί με την Αμερική του, όλα κυλούν σήμερα όπως και πριν την απαγόρευσή του. Ο περιορισμός του δεν σημαίνει τίποτα. Όπως, για παράδειγμα, κανείς ποτέ δεν διαβάζει ποιήματα. Από τον καιρό του Κωστή Παλαμά, που στο ποίημά του «Ανατολή» έλεγε για το αμέριμνο κάπνισμα «με τόσο νου, όσος φτάνει σα δέντρο για να στέκω και καπνιστής με τον καπνό να πλέκω δαχτυλιδάκια γαλανά» μέχρι τον τωρινό καιρό που στη δικιά της ποίηση η Σάσα Δρακωνάκη διαπιστώνει την καπνιστική παγίδα «Κυριαρχείς στο σώμα μου, στη σκέψη, στην ψυχή μου, και απειλείς σιγά σιγά την ίδια τη ζωή μου. Την τόση σου λατρεία μου πληρώνω ακριβά. Πρέπει από σε ν’ απαλλαγώ προτού να ειν’ αργά».
Βλέπουμε όλοι τους καπνιστές να βλέπουν στο πακέτο τους την προειδοποίηση «Το Κάπνισμα Βλάπτει Σοβαρά την Υγεία» καπνίζοντας με αδιαφορία. Ήμουν παρών στην κηδεία του τραγουδοποιού Άκη Πάνου στο Νεκροταφείο της Καλλιθέας στην Αθήνα, που για αποχαιρετισμό είχαν διαλέξει και τραγούδησαν το τραγούδι του «Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο, που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω». Ή ν’ αναφέρω το τραγούδι που είχε πει κάποτε ο Φίλιππος Νικολάου: «Στο άδειο μου πακέτο απόψε μπήκες, δεν ξέρω τί ζητάς και αν το βρήκες, αχ να ’σουνα τσιγάρο τελευταίο, γουλιά γουλιά μαζί σου να τα λέω».
Το «γουλιά γουλιά» μού θύμισε αυτό που λένε όλοι οι καπνιστές, ότι ο καφές πάει παρέα με το τσιγάρο και το τσιγάρο με τον καφέ. Εδώ θυμίζω ότι και τα δυό έχουν έρθει απ’ την Αμερική με τις τόσες άλλες φτιαχτές συνήθειες. Και δεν είναι μόνο ο καφές με το τσιγάρο. Υπάρχουν κι άλλοι συνδυασμοί: Τσιγάρο και ποτό. Τσιγάρο και διάβασμα. Τσιγάρο και μουσική.
Ιδίως η μυθολογία του καπνού που συνδέεται με τη μικρή ένδειξη «παραβατικότητας», με το πάθος, με τον ερωτικό αισθησιασμό και τα επινίκιά του, μ’ ένα ελάχιστο είδος αυτοκτονίας που υποδηλώνει ότι η ζωή μου είναι δική μου. Και αν γουστάρω να την κάνω παρανάλωμα πυρός, της βάζω φωτιά και…την καπνίζω.Κάποια φίλη αναρωτιέται: «Θα ’ρθουν άραγε εποχές που η συνήθεια θα περιγράφεται σαν μέρος μιας περίεργης ηθογραφίας, που γι’ αυτήν πολλοί θα απορούν ή και θα εξανίστανται, όπως συμβαίνει τώρα με τα χασικλίδικα ή ακόμα και εποχές όπου οι έρωτες, οι χωρισμοί, οι μοναξιές, θα βρίσκουν άλλους έμμετρους συντρόφους, άλλες μονάδες μέτρησης, από το τσιγαράκι;».
Τότε λέω κι εγώ, σ’ αυτές τις άλλες εποχές, σε μια ζωή που θα είναι πλέον πάλι – όπως παλιά – χωρίς καπνούς, ποιός άραγε τότε θα καταλαβαίνει την έκφραση «Ένα τσιγάρο δρόμος» ή την φράση «Το ωραιότερο πράγμα όταν έχεις κόψει το τσιγάρο είναι ότι μπορείς να κάνεις κανένα που και που» ή στίχους σαν τους παλιούς φαιδρούς «Δίχως να τα χάσει το πιτσιρικάκι, απ’ τον πολιτσμάνο ζητάει τσιγαράκι» και δίπλα τους του Χιώτη «Το τελευταίο μου τσιγάρο θέλω μαζί σου να φουμάρω», του Παπαδόπουλου «Τί σου ’κανα και πίνεις τσιγάρο το τσιγάρο» και του Λοΐζου «Να ’χαμε τώρα δυό τσιγάρα και δύο για μετά»;
Σκέφτομαι, χωρίς να είμαι καπνιστής το επαναλαμβάνω, εποχές που τα παραπάνω λαϊκά τραγούδια θα παίζονται σε κατακάθαρη ατμόσφαιρα και που τα περίπτερα θα ξενυχτούν όχι για τσιγάρα πια αλλά μόνο για εφημερίδες – που κι αυτές θα διαβάζονται χωρίς τσιγάρο. Όμως, ευτυχώς ή δυστυχώς, ζούμε σε εποχές που σε κάθε σπίτι, καπνίζουν δεν καπνίζουν, υπάρχει απαραίτητα ένα τασάκι!
Υπάρχουν στα ράφια της βιβλιοθήκης μας βιβλία με φωτογραφίες επιστημόνων και συγγραφέων γεμάτες με καπνούς από τα τσιγάρα στα χέρια τους όπως ο Μπρεχτ και από την πίπα στο στόμα τους όπως ο Αϊνστάιν. Δίπλα στους καπνούς αυτούς που ανήκουν στο παρελθόν, βρίσκονται και τα σχόλιά τους που ανήκουν στο μέλλον. Όπως του πνευματώδη Όσκαρ Γουάιλντ «Το τσιγάρο είναι η τέλεια μορφή απόλαυσης – είναι ηδονικό και σ’ αφήνει ανικανοποίητο» ή του χιουμορίστα Μαρκ Τουαίν «Είναι εύκολο να κόψει κανείς το κάπνισμα – το έχω κάνει εκατοντάδες φορές».Αλλά μήπως και στα παρακατιανά ράφια της βιβλιοθήκης μας, όπως άλλοτε που ήμασταν μικρά παιδιά, δεν μας περιμένουν πάντα οι χάρτινοι ήρωες των κόμικς; Είτε είναι πραγματικοί ήρωες του Εικοσιένα στα Κλασσικά Εικονογραφημένα είτε είναι φανταστικοί ήρωες σαν τον Σέρλοκ Χολμς με καρφωμένη την πίπα του στο στόμα, μιλάνε όλοι τους και σκέφτονται, με τί λέτε; Με συννεφάκια του καπνού! Ας μην ξεχάσουμε ανάμεσά τους και τον περιπλανώμενο καουμπόυ από το Βέλγιο Λούκυ Λουκ. Ενώ δεν αποχωριζόταν απ’ το στόμα του το τσιγάρο στις πρώτες του ιστορίες το 1946, αναγκάστηκε να το κόψει το 1983. Και από τότε – δείγμα μαγκιάς – κρατάει στα χείλια του ένα… στάχυ!