Στις μακρόσυρτες νύχτες του χειμώνα ευνοούνται τα όνειρα. Ονειρευόμαστε θα πει βρίσκουμε τον εαυτό μας. Γινόμαστε Κολόμβοι της ψυχής μας αναζητώντας νέα τοπία της. Η τέχνη του ονειρεύεσθαι είναι δύσκολη γιατί είναι μια τέχνη παθητικότητας, αφού δεν κατευθύνεις εσύ τα όνειρά σου, γιατί κατευθύνω θα πει δρω. Ο αληθινός ονειροπόλος αφήνεται έρμαιος στην κατοχή του εαυτού του. Ίσως πάλι κι εμείς οι ίδιοι να είμαστε ο ακαθόριστος αντίλαλος του ονείρου άλλων όσων υπήρξαν.
Αυτές τις Δεκεμβριανές νύχτες ο νους παραδίνεται σαν άχυρο στον άνεμο, φτερό της μεταφυσικής και ενίοτε της θεολογίας, σκηνοθετώντας κάτι από τις ηδύκοες μουσικές των Αγγέλων που παραμονεύουν μέσα μας. Κάποιες απ’ αυτές τις μουσικές παίρνουν τα όνειρα και τις ελπίδες μας και τα ψηλώνουν έστω κι αν εμείς δεν το ξέρουμε. Είμαστε εκείνοι που παρηγοριά τους έχουν μόνο την ανάμνηση της ευτυχίας και του παραμυθιού, σαν τα μικρά παιδιά. Αναζητώντας τις παράξενες δικλείδες της ζωής και του θανάτου, της αιωνιότητας και της φθοράς. Του μεγάλου αινίγματος της ύπαρξης. Έστω μια φορά το χρόνο, όπως τούτες τις Χριστουγεννιάτικες μέρες.
Να ‘μαι λοιπόν κι εγώ θεατής στην οπτασία της αγρύπνιας του δικού μου ονείρου. Σε Καινοδιαθηκά τοπία και τόπους της Ανατολής, αυτήκοος μάρτυς πανάρχαιων λέξεων, ήχων και μυρωδικών από άγνωστες γλώσσες και συνήθειες. Ανάμεσα σε σκασμένα και ρυτιδιασμένα βιβλικά πρόσωπα, γνωστά από τις Γραφές. Ντυμένος, αφού μου πέταξαν τη ρωμαιοκρητική στολή μου, με την τριμμένη κάπα-αμπά μου και τον νταγκιασμένο φρυγικό μου σκούφο, μέσα σε μεθυστικά ανατολίτικα αρώματα, καβαλάρης στη δική μου δύστροπη καμήλα με τα μεταξωτά κρόσσια και τους φραμπαλάδες της. Έτοιμος να ακολουθήσω με το νυσταλέο ρυθμικό της περπάτημα, το καραβάνι των Μάγων, ξεκινώντας από την Περσέπολη για να αναζητήσουμε τον Μεσσία, το νέο Βασιλιά των Ιουδαίων.
Ήταν μαζί μας λέει, κι άλλες βιβλικές μορφές που είχαν ακολουθήσει τη βασίλισσα Σαμπά τότε που πήγε δώρα και χρυσό στο βασιλιά Σολομώντα. Τούτες τις νύχτες θα μαζευόμασταν γύρω από τη φωτιά έξω από τις σκηνές μας από καμηλότριχες και κάτω από τις χουρμαδιές οι γέροι συνοδοί, θα μας αφηγούνταν παλιές ιστορίες της Ανατολής.
Ήμουν ο ταπεινός υποταχτικός υπήκοος, άσημος γραφιάς στη δούλεψη του παλατιού του πολυχρονεμένου μου Αφέντη, ενός από τους τρεις Μάγους, του Μελχιόρ, του Πέρση σοφού, ποιητή και μεσόκοπου βασιλιά με τη λευκή ποταμίσια γενειάδα. Βληθείς από βολίδα πνεύματος αδύτου φέγγους για την αναζήτηση της Αλήθειας, είχα δραπετεύσει λέει από την ειδωλολατρική Ρωμαϊκή Κρήτη. Μπάρκαρα μ’ ένα καράβι από την Ίτανο κατά τη Σιδώνα της Φοινίκης κι από κει οδοιπόρησα αναζητώντας την περσική σοφία κατά τα Σούσα και τη Βαβυλώνα μέχρι την Περσέπολη. Δεν πρόλαβα όμως να μαθητεύσω στα ανάκτορα σαν ακάματος προσκυνητής και οδοιπόρος στη σοφία της Ανατολής, όταν ο Αφέντης μου με αγγάρεψε να τον ακολουθήσω στο μεγάλο ταξίδι μέχρι την Ιουδαία.
Τότε που με μάζεψαν στο παλάτι και του συστήθηκα για την καταγωγή μου, εκείνος συνοφρυωμένος σαν το Θεό όταν κυνήγησε τους πρωτόπλαστους από τον παράδεισο, μου είπε κοιτάζοντας με πονηρά και με μισό μάτι: «Κρήτες αεί ψεύσται, κακά θηρία, γαστέρες αργοί, αλλά εγώ θα σε κρατήσω. Χμ, μυαλωμένος μου φαίνεσαι…». Έτσι αφού γλίτωσα το κεφάλι πάνω στους ώμους μου, και πριν καλά-καλά προλάβω να συνηθίσω στο παλάτι, ο Βασιλιάς θα με ‘παιρνε μαζί του, μέλος του αυτοκρατορικού καραβανιού, για να του κρατώ τους ντορβάδες με τους παπύρους και να μου υπαγορεύει τις σοφές σκέψεις του.
Δέκα μέρες και νύχτες θα κρατούσε το μακρινό και επικίνδυνο ταξίδι. Μια διαδρομή που δεν ξέραμε «αν πραγματικά ήταν για Γέννα ή για Θάνατο»(1). Για τη Γέννηση ενός αληθινού Θεού ή για την οριστική δύση των αστρολόγων και των Ζωροαστρών. Και τούτο θα γινότανε στη χειρότερη εποχή του χρόνου. Σηματωρός μας θα ‘τανε η αχτίνα από ένα έκτακτο λαμπερό αστέρι που θα παίρναμε από πίσω και που είχε για τούτο προφητέψει πριν από πολλά χρόνια ο προφήτης Βαλαάμ. Θα αφήναμε τα καρπερά περβόλια και τους κήπους της Μεσοποταμίας και θα ξαναπερνούσαμε από αφιλόξενες ερήμους. Θα διαβαίναμε από οάσεις με χουρμαδιές και από εμπορεία φοινικικά.
Αλλά κι από οροσειρές με χιόνια που θα βούλιαζαν πληγιασμένες οι καμήλες. Από χάνια που θα βρωμοκοπούσαν καβαλίνα και μουχλιασμένα χνώτα και θα μοσχοβολούσαν από γλυκόπιοτο κρασί και πανάκριβα μυρωδικά σε ασκιά. Σερμπέτια και μποζά θα πίναμε σε συναπαντήματα με πανούργους Κινέζους εμπόρους που θα βιάζονταν να ξεπουλήσουν τα μετάξια τους. Το αφεντικό μου, τον άκουγα που ανυπομονούσε πότε θα φτάναμε στην Παλμύρα να δει τους φίλους του αστρολόγους Σοφούς και τη βασίλισσα Ζηνοβία. Ήθελε ν’ ακούσει τι λέει αυτή η αλεπού της ερήμου για το νέο Βασιλιά και Μεσσία του Κόσμου. Δεν ήταν και πολύς καιρός που τα ‘χε βάλει με τους Ρωμαίους. Μα πριν έπρεπε να περνάγαμε από χωριά και πολιτείες αφιλόξενες που κλέβανε ανελέητα το βιος μας. Κι όλο απελπισμένοι ρωτούσαμε τους διαβάτες και τους άλλους καμηλιέρηδες «που εστίν ο τεχθείς Βασιλεύς των Ιουδαίων;»(2).
Τη δέκατη μέρα εξουθενωμένοι κι εμείς και τα ζωντανά, μπαίναμε επιτέλους στους χωματόδρομους και τα χαμόσπιτα της Ιουδαίας. Σκυλιά αλυχτούσαν και παιδιά μας πετροβολούσαν στο πέρασμα του καραβανιού που σήκωνε σύννεφο τη σκόνη. Το λαμπρό αστέρι που κυνηγούσαμε χαμήλωνε ολοένα και μας πήγε ίσια πάνω από την ταπεινή σπηλιά της Γέννας στη Βηθλεέμ.
Βρήκαμε ένα φως αλλόκοτο που πλημμύριζε τότε το τοπίο μέσα κι έξω από τη σπηλιά. Έτσι καθώς αντικρίσαμε το άστρο να έχει κρεμαστεί πάνω από τα βράχια της, ήταν σαν μια σπηλιά μετέωρη, σαν ένα ακίνητο και πυκνό σημείο της αιωνιότητας. Όλοι σταματημένοι σαν σε μια πτήση που πάγωσε. Το βρέφος, η Μαρία, ο Ιωσήφ, τα αγαθά ζώα, οι Άγγελοι. Έξω στον κόσμο η νύχτα απλωνότανε σαν συνέχεια από το ακινητοποιημένο άρρητο φέγγος του ταπεινού Βασιλιά που γεννιόταν. Τα σύνορα του νέου Κόσμου ακόμη σώπαιναν. Σε λίγο άκουγες να σπα και η σιωπή από τις ψαλμωδίες των Αγγέλων που ξεπάγωναν και κατέβαιναν από το στερέωμα. Ώσπου η Μαρία ακούστηκε να λέει σκυφτή στον ώμο του Ιωσήφ που στηρίζονταν στη βακτηρία του:
– «Είδες, του λέει, Ιωσήφ; Γεννήθηκε η ευσπλαχνία».(3)Και του έδειξε εκεί δίπλα, μέσα στη φάτνη των ζωντανών που τους ζέσταιναν με τις ανάσες τους ένα μικρό ξύλινο Σταυρό…
Και τότε θυμάμαι, όλοι που παρακολουθούσαν τη σκηνή, και οι τρεις Μάγοι και οι Ποιμένες με τις συνοδείες τους, έσκυψαν τα κεφάλια κι έκλαψαν γοερά.
Γιατί «θα περνούσαν αιώνες κι αιώνες, και δεν θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο από αυτό».(4)
Ώσπου το όνειρο που έσβηνε μέσα στη νύχτα με τη βροχή που ακούγονταν έξω, μ’ έκανε να ανοίξω τα μάτια για να βρεθώ ξανά μέσα στα αποκαΐδια των καπνισμένων ημερών της πραγματικής ζωής. Ήταν ακόμη βαθύ το πρωινό σκοτάδι. Κι ούτε ένα αστέρι απέξω για να δείχνει κάπου. Μόνη αναλαμπή εκείνου του ονείρου, του άστρου της Βηθλεέμ…
Χρόνια Πολλά, Καλά Χριστούγεννα!
* O Κωστής Ε. Μαυρικάκης είναι πολιτικός μηχανικός ΕΜΠ. Ο τίτλος του Χριστουγεννιάτικου Διηγήματος είναι δάνειος από το ποίημα του Γιώργου Θέμελη «Φάτνη», 1961.
(1), «Το ταξίδι των Μάγων», T. S. Eliot, 1927.
(2), Ματθ. 2,1-2,2.
(3), (4), «Η Γέννηση», Τάσος Λειβαδίτης, 1983.
Στο κείμενο περιγράφονται γεγονότα με χρονική ανακολουθία. Τα όνειρα πάντα είναι εκτός τόπου και εκτός χρόνου. Κεντρική εικόνα: Η προσκύνηση των Μάγων, ψηφιδωτό, Άγιος Απολλινάριος ο Νέος, Ραβέννα,
περ. 561 μ.Χ.