Οι εξήντα πρώτοι γύροι που δεν έφεραν κάποιο θετικό αποτέλεσμα, δεν μας αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για να προσδοκούμε ότι ο 61ος γύρος των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα αποτελέσει την εξαίρεση. Οι 5.000 σελίδες πρακτικών από τις 60 προηγούμενες συναντήσεις δεν φάνηκαν πάντως να είναι αρκετές για να προετοιμάσουν το έδαφος για μια στοιχειώδη βάση διαπραγμάτευσης.
Οι διερευνητικές επαφές, τουλάχιστον μέχρι τώρα, μας έδιναν την εντύπωση ότι γίνονταν για να συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, αλλά και για να δείχνουν οι δύο πλευρές ότι δεν είναι αδιάλλακτες.
Έπειτα από διακοπή σχεδόν πέντε χρόνων, ξανάρχισαν την περασμένη Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021 στην Κωνσταντινούπολη, οι διερευνητικές συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η προηγούμενη 60η συνάντηση είχε πραγματοποιηθεί στην Αθήνα τον Μάρτιο του 2016.
Η πρώτη συνάντηση στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών χρονολογείται το 2002 με κύριο στόχο την αναζήτηση ενός πλαισίου συμφωνίας για την έναρξη των διαπραγματεύσεων, αναφορικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Στο ίδιο πλαίσιο εντάχθηκε και η συζήτηση για την παραπομπή σε αρμόδια διεθνή δικαιοδοτική Αρχή, όσων ζητημάτων παραμένουν ανεπίλυτα μέσω των διαπραγματεύσεων.
Η Σύμβαση της Γενεύης του 1958, που αποτελεί και την πρώτη νομική προσέγγιση οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, επικαιροποιήθηκε το 1982 με την Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας και αποτελεί σήμερα το επίσημο κείμενο για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, της υφαλοκρηπίδας και των ΑΟΖ, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα διεθνή πρότυπα.
Η χώρα μας προχώρησε στην κύρωση της συμφωνίας το 1995, η οποία αποτελεί και ευρωπαϊκό κεκτημένο από το 1998. Η Τουρκία από την πλευρά της, έχοντας καταψηφίσει τη σύμβαση του ΟΗΕ για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS 1982), συνέχισε να ακολουθεί σθεναρά την εμμονική της τακτική, αλλά και τις αδιάλλακτες θέσεις που είχε πριν από τη νέα σύμβαση, αμφισβητώντας και παρακάμπτοντας τους διεθνείς κανόνες και την εξέλιξη της νομολογίας από την δεκαετία του ’70, όταν είχαν γίνει οι πρώτες συνομιλίες μεταξύ των δύο χωρών το 1976 στη Βέρνη.
Η Τουρκία επίσης, αρνείται να αναγνωρίσει την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, που είναι αρμόδιο για την επίλυση ζητημάτων που αδυνατούν να επιλυθούν μέσω διαπραγμάτευσης. Για το λόγο αυτό απαιτείται σύνταξη συνυποσχετικού. Πρόκειται για ένα συμφωνητικό, μια έγγραφη διαβεβαίωση, την οποία οφείλουν να υπογράψουν και οι δύο πλευρές για την τήρηση των συμφωνηθέντων εκείνης της στιγμής, εάν βεβαίως υπάρξουν κάποιες τέτοιες συμφωνίες.
Η γειτονική χώρα όμως έθεσε και άλλα ζητήματα στην πορεία των διερευνητικών επαφών, πέραν της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και των ΑΟΖ, και μεταξύ αυτών είναι η έκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας στο Αιγαίο, τα όρια ευθύνης για επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, ο εναέριος χώρος, τα όρια του FIR Αθηνών, το καθεστώς που διέπει νησιά, νησίδες και βραχονησίδες στο Ανατολικό Αιγαίο, η αποστρατικοποίηση 16 νησιών του Αιγαίου, η αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας όλων των νησιών, αλλά και η αμφισβήτηση των χωρικών υδάτων μεταξύ Καστελόριζου και Τουρκίας.
Η ελληνική πλευρά έχει καταστήσει σαφές και έχει διακηρύξει σε όλους τους τόνους, ότι τα μοναδικά ζητήματα τα οποία συνιστούν διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αφορούν το θέμα της υφαλοκρηπίδας και τον καθορισμό των ΑΟΖ στην περιοχή μας και τίποτε περισσότερο. Το πρόβλημα όμως δημιουργείται, όταν η άλλη πλευρά προσδιορίζει με διαφορετικό τρόπο τις διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες. Βλέπετε, διαφωνούμε ακόμα και ως προς το ερώτημα, «σε τι ακριβώς διαφωνούμε;»…
Οφείλουμε όμως εδώ να διευκρινίσουμε ότι οι διερευνητικές συνομιλίες δεν αποτελούν διαπραγματεύσεις, είναι άτυπες, μη δεσμευτικές, και τα όποια πρακτικά τηρούνται από την κάθε πλευρά, είναι ανεπίσημα και προφανώς μη εγκεκριμένα από την άλλη πλευρά.
Αυτό έχει τονιστεί κατ’ επανάληψη από την ελληνική κυβέρνηση, για να κατευνάσει κάποιες ακραίες «φωνές» στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στους κόλπους του ίδιου του κυβερνώντος κόμματος, από προβεβλημένα μάλιστα στελέχη, που επιμένουν να μην αποδέχονται κανενός είδους προσέγγιση με τον άσπονδο «προαιώνιο εχθρό» μας.
Όσο φειδωλοί όμως και να είμαστε για το προσδοκώμενο αποτέλεσμα αυτών των διερευνητικών επαφών, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την σημασία τους στην προσπάθεια να προετοιμάσουν το «κακοτράχαλο» έδαφος των διαπραγματεύσεων, πάνω σε εκείνα τα ζητήματα που χωρίζουν τις δύο χώρες, τα οποία μπορούν και πρέπει να επιλυθούν.
Θα πρέπει να αναζητήσουμε σήμερα μια ελάχιστη, στοιχειώδη προϋπόθεση συνεννόησης, τουλάχιστον σε κάποια βασικά σημεία στα οποία μπορούμε να βρούμε έναν κοινό τόπο και να πραγματοποιήσουμε έστω κάποια μικρά βήματα. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά μόνο ο διάλογος. Πρέπει όμως αυτό να το χωνέψουν καλά οι πάντες και από τις δυο πλευρές.
Στις επαφές πάντως με την Τουρκία του Ερντογάν, φαίνεται να μην είναι και τόσο εύκολος ο διάλογος. Πριν από πέντε μόλις μέρες ο Τούρκος πρόεδρος χαρακτήρισε τη χώρα μας ως «κακό γείτονα», στο πλαίσιο μάλλον της προετοιμασίας ενός «καλού» κλίματος για τη συνάντηση. Αλλά και εμείς πήγαμε κι ετούτη τη φορά κρατώντας ξανά «μικρό καλάθι».
Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι ο 61ος γύρος συνομιλιών διεξήχθη δυο μήνες νωρίτερα από τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ της 25ης – 26ης Μαρτίου, κατά την οποία ο ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ θα υποβάλει την έκθεσή του σχετικά με την πορεία των πολιτικών, οικονομικών και εμπορικών σχέσεων μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας.
Δεν θα πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες, ούτε ψευδαισθήσεις, αλλά να είμαστε ρεαλιστές. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Τουρκία θα καταθέσει, είτε τώρα είτε μελλοντικά, όπως συνηθίζει άλλωστε να κάνει όλο αυτό το διάστημα, το σύνολο των αξιώσεων που έχει και δεν είναι λίγες αυτές. Την τακτική αυτή της γείτονος, δεν μπορούμε δυστυχώς, ούτε να την εμποδίσουμε, αλλά ούτε και να την αποφύγουμε.
Δεν μπορούμε όμως ταυτόχρονα και να μην χαιρετίσουμε ως θετικό το γεγονός της επανέναρξης των διερευνητικών επαφών ανάμεσα στις δυο πλευρές, μετά και την ένταση που δημιουργήθηκε κατά την προηγούμενη χρονιά, με τις αλλεπάλληλες απειλές της τουρκικής κυβέρνησης κατά της Ελλάδας, αλλά και τον υπαρκτό κίνδυνο δημιουργίας κάποιου θερμού επεισοδίου.
Οι διπλωματικές αντιπροσωπείες των δύο χωρών, το πρωί της προηγούμενης Δευτέρας, επί τρεις περίπου ώρες συζητούσαν με φόντο τον Βόσπορο, χωρίς όμως να γνωρίζουμε τι ακριβώς ειπώθηκε. Πληροφορίες αναφέρουν ότι στη συνάντηση αξιολογήθηκαν τα θέματα που συζητήθηκαν στους 60 προηγούμενους γύρους και ότι η τουρκική αντιπροσωπεία έθεσε στους Έλληνες συνομιλητές της το σύνολο της τουρκικής ατζέντας. Συμφώνησαν πάντως τα δύο μέρη να πραγματοποιήσουν την επόμενη συνάντηση στην Αθήνα…
Ας ελπίσουμε μονάχα πως, σε αυτήν την 61η προσπάθεια προσέγγισης, που πραγματοποιήθηκε μες στου Βοσπόρου τα στενά, να έχει καταγραφεί κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, και οι προσδοκίες μας για συνεννόηση να μην μετατεθούν και πάλι στον επόμενο 62ο κύκλο διερευνητικών επαφών (δηλαδή στις καλένδες) και το «μικρό καλάθι» που κρατούσαμε μαζί μας να μην χρησιμεύσει για μία ακόμα φορά ως καλάθι… αχρήστων.
https://moschonas.wordpress.com