Δύο τόποι ασκούσαν πάντα ιδιαίτερη γοητεία πάνω μου. Ο Βόσπορος και η Αλεξάνδρεια. Αρχικά θεωρούσα πως «ο Βόσπορος» μού ασκούσε αυτή την απόκρυφη επιρροή με την παρήχηση του όμικρον, που είναι σαφής. Αυτό όμως δεν επαρκούσε να ερμηνεύσει όλη αυτή την ελκυστική του δύναμη και δεν αφορούσε καθόλου την ελκυστικότητα της Αλεξάνδρειας. Σήμερα καταλαβαίνω. Οι δύο αυτοί τόποι εξέφραζαν μιαν άλλη Ελλάδα που είχα αρχίσει να σχηματοποιώ μέσα μου με όσα μαγικά και απροσδιόριστα είχα από αφηγήσεις μεγαλύτερων, από εικόνες δασκάλων και αποσπασματικά διαβάσματα κατά καιρούς.
Την απάντηση μου έδωσε η Μερόπη Σπυροπούλου με το βιβλίο της: «Στη χώρα του Μεγάλου Ποταμού». Κάποιοι ίσως θα έχετε καταλάβει ότι ο «Μεγάλος Ποταμός» δεν είναι άλλος από το Νείλο και χώρα του είναι η Αίγυπτος. Γι’ αυτή τη χώρα μας μιλάει η συγγραφέας, την «Αίγυπτο των Ελλήνων», τη γενέτειρά της, την Ελλάδα της Αλεξάνδρειας. Και ξυπνούν μνήμες και διεγείρονται συναισθήματα και βιώματα που κάνουν την συγγραφέα να δηλώσει εξ αρχής πως η Μνήμη δεν είναι ικανότητα μόνο της νόησης «η μνήμη μοιάζει να είναι ικανότητα και της καρδιάς […] ή σε ορισμένες περιπτώσεις μόνο της καρδιάς». Και πώς θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει όταν μέσα από τις γλαφυρές αφηγήσεις της μπορείς να αισθανθείς ακόμη και το καρδιοχτύπι των ανθρώπων;
Κι είχα την τύχη να αρχίσω το διάβασμα του βιβλίου από το διήγημα «Ήταν μια φορά ένα σχολείο». Και δικαίως υποψιάστηκα ότι πρόκειται για το «Αβερώφειο Γυμνάσιο Θηλέων Αλεξανδρείας», γνωστό από τη βιβλιογραφία. Και διεπίστωσα πόσο δίκιο είχε ο Ευάγγελος Παπανούτσος. Τότε που νέος έγραφα τη διδακτορική μου διατριβή, τον επισκέφθηκα στο σπίτι του στο Κολωνάκι. Άρχισε πολύ σύντομα να μου μιλάει για το σχολείο του πρώτου διορισμού του: Το Αβερώφειο Γυμνάσιο Θηλέων της Αλεξάνδρειας.
Κι αν τον ρωτούσα εκείνη την ώρα είμαι βέβαιος ότι θα συμφωνούσε κι εκείνος ότι η μνήμη είναι ικανότητα της καρδιάς. Θυμόταν και μιλούσε με την καρδιά του. Και τώρα διαβάζοντας τις γλαφυρές αφηγήσεις της Σπυροπούλου ξαναφέρνω, άθελά μου, τον Παπανούτσο στο μυαλό μου και τον ακούω να μου μιλάει ξανά με ενθουσιασμό για το σχολείο του.
Και επιβεβαιώνει η μαθήτρια το δάσκαλο και ο δάσκαλος τη μαθήτρια: Ήταν ένα σχολείο που εκεί στις παραλίες της «γλαυκής θάλασσας» της απλωμένης στη μέση γης όπως λέει και το όνομά της «ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ» αντικατόπτριζε μιαν άλλη Ελλάδα και ήταν ένα άλλο ελληνικό σχολείο, εκτός των ορίων της ελληνικής επικράτειας.
Το σχολείο είχε από τότε εξαιρετικά Εργαστήρια Φυσικής και Χημείας, κλειστό Γυμναστήριο ενόργανης γυμναστικής και μια πανέμορφη και πολυδύναμη αίθουσα εκδηλώσεων· διέθετε πλουσιότατη δανειστική βιβλιοθήκη που όχι μόνο παρέμενε ανοιχτή και κατά τη διάρκεια των διακοπών, αλλά έδινε επιπροσθέτως ευκαιρίες στις μαθήτριές του να συζητούν με τους καθηγητές τους τα βιβλία που διάβαζαν. Τα διαλλείματα του σχολείου, δεν ήταν βουβά.
Ακούγονταν πάντα «μουσικές εξαίσιες», προγράμματα που είχαν επιμεληθεί οι ίδιες οι μαθήτριες, με συνέπεια και ευθύνη. Και υπήρχε συνέπεια παντού. Για παράδειγμα, οι μαθήτριες άκουσαν για πρώτη φορά την καθηγήτρια των Γαλλικών να τους μιλάει Ελληνικά την ημέρα της αποφοίτησης· τότε μόνο κατάλαβαν ότι γνώριζε Ελληνικά!
Εκείνο όμως που έκανε το σχολείο να ξεχωρίζει ήταν «οι διάφορες πολιτιστικές γιορτές και ημερίδες, εθνικές γιορτές και πολλές θεατρικές παραστάσεις και οπωσδήποτε μια αρχαία τραγωδία κάθε χρόνο». Οι γυμναστικές επιδείξεις που γίνονταν στο τεράστιο στάδιο Μουχάμεντ Άλυ, έπαιρναν τη μορφή μουσικο-χορευτικών συνδυασμών: Χωρίς παράγγελμα με μόνη τη μουσική καθοδήγηση της δασκάλας του πιάνου εκτελούνταν όλες οι ασκήσεις η μια πίσω από την άλλη.
Το σχολείο μπορούσε επίσης να συνδυάσει τις προδιαγραφές του ελληνικού υπουργείου με τις τοπικές ανάγκες. Και όλα αυτά πήγαζαν από την αγάπη μαθητών και καθηγητών και της παροικίας ολόκληρης για το σχολείο. Γιατί η καρδιά της παροικίας κτυπούσε στο σχολείο και στο σχολείο αντηχούσε η καρδιά της Ελλάδας. Έτσι εξηγείται γιατί πανηγύριζαν γονείς, μαθητές και δάσκαλοι, όταν τις λίγες θέσεις για ξένους στα Πανεπιστήμια της Αιγύπτου, τις καταλάμβαναν Ελληνόπουλα.
Αυτή η αγάπη έκανε και τον Παπανούτσο να δεθεί με το σχολείο και να το υπηρετήσει από το 1920 έως το 1931. Και το σχολείο εκτίμησε τις ικανότητές του. Τον έστειλε με υποτροφία για σπουδές στη Γερμανία κι εκείνος επιστρέφοντας ανταπέδωσε τα τροφεία: Αγωνίστηκε για να καλλιεργήσει παιδαγωγικές καινοτομίες και νεοτερισμούς στο πνεύμα του Σχολείου Εργασίας και συνέγραψε τα συγγράμματά του Ηθική, Ψυχολογία, Λογική για τις μαθήτριες του σχολείου. Και ο Ευάγγελος Παπανούτσος, ο βραβευμένος από τον Ελληνισμό της διασποράς, βρέθηκε αργότερα κατατρεγμένος από την μητέρα Ελλάδα. Όπως συμβαίνει πάντα όταν η αξιοκρατία υπονομεύεται με πολιτικά ψευδοεπιχειρήματα.
Και συνεχίζει η Μερόπη Σπυροπούλου, για να μας δώσει άλλες όψεις της αγωγής του Ελληνισμού. Έτσι στο διήγημά της «Μια Μεγάλη Παρασκευή στην Αλεξάνδρεια» αφηγείται με ξεχωριστή νοσταλγία τη χαρά όλων των κοριτσιών να μαζέψουν λουλούδια από τις ανθισμένες αυλές και τις όχθες του Νείλου, να ξημερωθούν σχεδόν στην εκκλησία τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης να στολίσουν το επιτάφιο. Την άλλη μέρα πάλι να συναντηθούν πάλι πρωί πρωί, να τον καμαρώσουν ομορφοστολισμένο μέσα στα αρώματα των λουλουδιών και τα μύρα των κατοίκων και να τον μεταφέρουν από τον αυλόγυρο μέσα στην εκκλησία, πριν από την ακολουθία των Ωρών.
Κι ύστερα όλες μαζί πάλι να σπεύσουν να επισκεφθούν τους επιταφίους των άλλων εκκλησιών, να τους θαυμάσουν, να τους συγκρίνουν και να πάρουν ιδέες για την επόμενη χρονιά. Κάτι ανάλογο αφηγείται και στο διήγημα «Η μεγάλη καμπάνα», αναλύοντας τρόπους με τους οποίους οι Ορθόδοξοι «ξανασυνειδητοποιούν τους μυστικούς και αόρατους, αλλά διαχρονικά ακατάλυτους δεσμούς που τους ενώνουν μεταξύ τους και ικανοποιούν αυτήν την επιτακτική, ενδόμυχη ανάγκη κάθε ανθρώπου να έχει μια βιωματική ταυτότητα, να ανήκει κάπου», ανάγκη που και σήμερα καλύπτεται στους απόδημους από την Ορθοδοξία και τις ελληνικές κοινότητες.
Κι ύστερα στο αφήγημα «Φοιτητική ζωή στο Φαρούκειο» περιγράφεται πώς αρχίζει η αμφισβήτηση των άλλων εθνοτήτων, πώς ο Νασέρ με πύρινους λόγους κινητοποιούσε τις μάζες εναντίον των ξένων. Και άρχισε να ενσπείρει το φόβο σε όλους. Και οι Έλληνες που ήξεραν πως η συνεργασία ανάμεσα στους δύο λαούς ανάγεται στη Μινωική εποχή και πίστευαν ότι «μόνο όταν θα στερέψει ο Νείλος θα φύγουν από την Αίγυπτο», άρχισαν κι εκείνοι να ανησυχούν. Κι το κακό επήλθε. Οι Αιγύπτιοι φοιτητές έβλεπαν πλέον με καχυποψία τους ξένους συναδέλφους τους. Για πρώτη φορά αισθάνονται ξένοι μεταξύ τους.
Από τις σελίδες αυτού του βιβλίου κατανόησα πλήρως τι είναι διαπολιτισμική αγωγή εν τοις πράγμασι και ας θεωρούν μερικοί ότι την ανακαλύψαμε σήμερα. Ας εννοήσουν επιτέλους ότι αφού την καταστρέψαμε αγωνιζόμαστε σήμερα να την ανακαλύψομε ξανά, χωρίς όμως να γνωρίζομε την ουσία της. Εδώ σκέφτηκα ακόμη πόσο συχνά συγκρούεται η μικρή με τη μεγάλη ιστορία. Και εννοώ μεγάλη ιστορία τις μεγάλες αποφάσεις των ηγετών και μικρή ιστορία το καθημερινό αίσθημα του μέσου πολίτη, του απλού ανθρώπου. Και αντιλήφθηκα το μένος με το οποίο ο πανίσχυρος Νασέρ στράφηκε εναντίον των ξένων και τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν την Αίγυπτο, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως αυτός ο ξένος, ο ιμπεριαλιστής κατά την ορθή ενδεχομένως άποψή του, δεν ήταν τόσο ξένος για τον απλό άνθρωπο· ήταν οικείος και φίλος του.
Όσα συνέβησαν μετά, τα αφηγείται η συγγραφέας με τον γλαφυρό συναισθηματικό της λόγο. Τελειώνοντας θέλω να δηλώσω, ότι όσοι ερμηνεύουν το κείμενο μου αυτό ως παρότρυνση να διαβάσουν το βιβλίο, σωστά το ερμηνεύουν.
Ο Ι.Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής, πρ. Αντιπρύτανης πανεπιστημίου Κρήτης