Ήταν Μάης του 1936, όταν οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης κήρυτταν απεργία με αίτημα την αύξηση των ημερομισθίων. Σύντομα και άλλα εργατικά συνδικάτα ενώνονταν μαζί τους και η απεργία αποκτούσε πλέον πανεργατικό χαρακτήρα.

Οι αστυνομικές Αρχές είχαν απαγορεύσει στη μεγάλη πορεία των εργατών να προσεγγίσει το κτίριο Διοίκησης της πόλης. Στις 9 Μαΐου του 1936, διαδραματίζονται σοβαρά επεισόδια μεταξύ των διαδηλωτών και των τοπικών Αρχών με αποτέλεσμα να υπάρξουν θύματα, με θλιβερό απολογισμό 12 νεκρούς και δεκάδες τραυματίες.

Τα επεισόδια αυτά αποτέλεσαν την αφορμή να ξεσηκωθεί μαζικά ο λαός της Θεσσαλονίκης και η απεργία να αποκτήσει πια χαρακτήρα εξέγερσης.

Την επόμενη μέρα της έναρξης των επεισοδίων, δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» η φωτογραφία της χαροκαμένης μάνας του διαδηλωτή Τάσου Τούση, να θρηνεί πάνω από το νεκρό γιό της, που έχασε τη ζωή του από σφαίρες της αστυνομίας.

Οι μέρες αυτές του ’36 ήταν σημαδιακές. Δεν σημάδεψαν μόνο όσους συμμετείχαν στα αιματηρά εκείνα επεισόδια, αλλά έγιναν και η αφορμή να στραφεί ένα ολόκληρο έθνος προς την ποίηση, που μέχρι τότε αποτελούσε άγνωστη έννοια.

Ο Γιάννης Ρίτσος, συγκλονισμένος από τη θέα με τη φωτογραφία της μάνας που θρηνεί πάνω από το άψυχο σώμα του παιδιού της, εμπνέεται και ξεκινά να γράφει τους πρώτους στίχους από τον «Επιτάφιο». Ο ίδιος είχε πει τότε: «Ανάβω στίχους για να ξορκίσω το κακό στη χώρα!». Μέσα σε τρεις μόλις μέρες, γράφει 14 από τα 20 συνολικά ποιήματα και δημοσιεύει τα τρία από αυτά στις 12 Μαΐου του 1936 στο φύλλο της εφημερίδας του «Ριζοσπάστη»: «Τι έκανες, γιε μου, εσύ κακό;

Για τους δικούς σου κόπους, την πλερωμή σου ζήτησες απ’ άδικους ανθρώπους. Λίγο ψωμάκι ζήτησες και σου ‘δωκαν μαχαίρι, τον ίδρωτά σου ζήτησες και σου ‘κοψαν το χέρι…». Λίγο πιο κάτω: «Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου, πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου…». Αλλά και τους πλέον αγαπημένους στίχους: «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω, άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω…».

Στη συνέχεια, μετά και τις μεγάλες λαϊκές αντιδράσεις, ο αγώνας των εργαζομένων δικαιώνεται και τα αιτήματά τους γίνονται αποδεκτά. Την ίδια ώρα όμως το ποιητικό έργο του Ρίτσου, λογοκρίνεται έντονα από τους πολιτικούς και τις τοπικές Αρχές, θεωρώντας πως είναι επικίνδυνο για τα συναισθήματα που εγείρει, αφυπνίζοντας τη λαϊκή συνείδηση.

Στις 8 Ιουλίου του 1936 ο «Επιτάφιος» κυκλοφορεί σε 10 χιλιάδες αντίτυπα. Η έκδοση, όπως ήταν αναμενόμενο, προκαλεί έντονες αντιδράσεις από την δικτατορία του Μεταξά, με αποτέλεσμα λίγο αργότερα να οδηγηθούν στην πυρά πάρα πολλά αντίτυπα του μνημειώδους έργου.

Μετά ακολουθούν τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της κατοχής και του εμφύλιου, όπου η πολιτιστική έκφραση στη χώρα μας παραγκωνίζεται δραματικά.

Μετά το πέρασμα 20 δύσκολων χρόνων, ο Ρίτσος έχει επιστρέψει στην Ελλάδα από την εξορία του, έτοιμος να δώσει νέα πνοή στην ελληνική ποίηση. Αναδημοσιεύει τα έργα του και στέλνει το βιβλίο με τον «Επιτάφιο», στον Μίκη Θεοδωράκη με την χαρακτηριστική αφιέρωση: «Το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά στα 1938, κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός».

Ο μεγάλος μας μουσικοσυνθέτης μελοποιεί τμήμα του έργου, σημειώνοντας με μολύβι τις νότες στο περιθώριο κάθε σελίδας του βιβλίου που του είχε στείλει ο Ρίτσος. Μετά από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες, με την ερμηνεία της Νάνας Μούσχουρη να μην ικανοποιεί ούτε τον ποιητή ούτε τον συνθέτη, το έργο εκδίδεται τελικά το 1961 σε δίσκο 33 στροφών, με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Παρά τις έντονες αντιδράσεις από διανοούμενους και πολιτικούς της εποχής, για την επιλογή ενός ερμηνευτή που έως τότε τραγουδούσε μόνο ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια, το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό! Η λαϊκή φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση αποτέλεσε το «όχημα» για να συναντήσει ο «Επιτάφιος» τους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι αφέθηκαν στο μελοποιημένο ποίημα και το έκαναν δικό τους.

Ο «Επιτάφιος» αποτελεί ένα ξεχωριστό έργο τέχνης, που συνδυάζει με μοναδικό τρόπο το λαϊκό στοιχείο, την έντεχνη μουσική και την ποίηση. Ήταν σίγουρα το πρώτο ουσιαστικό βήμα για να έρθει ο Έλληνας κοντά στην ποίηση. Αργότερα ήρθε και η «Ρωμιοσύνη», ανοίγοντας ένα μεγάλο δρόμο για να περάσει η ποίηση δια μέσω της μουσικής και να συναντήσει όλους εκείνους τους ανθρώπους που ίσως να μην τους πλησίαζε ποτέ.

Η 1η του Μάη έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα Αργίας (αν και είναι απεργία), αφού είναι ταυτισμένη με το Εργατικό Κίνημα και τις διεκδικήσεις των εργαζομένων.

Την Πρωτομαγιά του 1886 έγιναν οι μεγάλες διαδηλώσεις στο Σικάγο με αίτημα τα τρία οχτάρια: Οχτώ ώρες δουλειάς, οχτώ ώρες ανάπαυσης και οχτώ ώρες ύπνου.

«Ένα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη μέρα», ήταν το σύνθημα που συμπύκνωνε τη μακρόχρονη αυτή διεκδίκηση.

Σήμερα, 135 χρόνια από τότε, οι διεκδικήσεις των εργαζομένων συνεχίζουν να είναι ίδιες, ενώ το μέλλον της εργασίας είναι τώρα, δυστυχώς, περισσότερο δυσοίωνο.

Το παλιό αγγλοσαξονικό ρητό «ο χρόνος είναι χρήμα», αποτέλεσε σήμα κατατεθέν της εδραίωσης του καπιταλισμού τους τρεις τελευταίους αιώνες. Στόχος του κεφαλαίου είναι να συρρικνώσει το μέρος της εργάσιμης μέρας που διαθέτει ο εργαζόμενος για τον εαυτό του, παρατείνοντας ουσιαστικά τον χρόνο εργασίας, από τον οποίο αποσπά υπεραξία.

Η περίφημη ελαστικοποίηση του εργάσιμου χρόνου, αποτελεί την κυρίαρχη έκφραση της βούλησης του κεφαλαίου για απλήρωτη εργασία.

Ακόμα και σήμερα, με την Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση και την αυτοματοποίηση της παραγωγής που απογειώνουν την παραγωγικότητα και (θεωρητικά μόνο) αποδεσμεύουν διαρκώς εργάσιμο χρόνο, το κεφάλαιο συνεχίζει να διεκδικεί απλήρωτη εργασία.

Πως το πετυχαίνει αυτό; Μέσα από μια φαινομενικά αντιφατική λογική, που όμως τελικά φαίνεται πως αποδίδει: Από τη μία, επιβάλει τη μείωση της απασχόλησης (part time, τετραήμερη εβδομάδα εργασίας, τηλεργασία, ιδιωτικές συμβάσεις έργου κ.λ.π.) και από την άλλη, επιδιώκει την επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας και βδομάδας, πέραν του οκταώρου, του 40ωρου και του πενθήμερου, ανάλογα με τις ανάγκες του εκάστοτε επιχειρηματικού κύκλου.

Εκείνη η Πρωτομαγιά που σφράγισε ανεξίτηλα την ιστορία του εργατικού κινήματος και δίκαια θεωρείται από τότε, το σύμβολο και το σημείο-σταθμός της Ελληνικής Εργατικής Πρωτομαγιάς, ήταν η Πρωτομαγιά του 1944, όπου οι αρχές κατοχής, επικαλούμενοι λόγους αντιποίνων, εκτέλεσαν δια τουφεκισμού 200 κομμουνιστές στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Η ανατριχιαστική ανακοίνωση της εκτέλεσης, είχε δημοσιευτεί μάλιστα μια ημέρα νωρίτερα στα πρωτοσέλιδα του Αθηναϊκού Τύπου.

Φέτος, η Εργατική Πρωτομαγιά συνέπεσε με το Μεγάλο Σάββατο, κι έτσι ο εορτασμός της μεταφέρθηκε για την Τρίτη του Πάσχα. Με τα συνδικάτα να είναι σήμερα αποδυναμωμένα περισσότερο από ποτέ, με την κατάργηση της οκτάωρης εργασίας να αλλάζει άρδην την καθημερινότητα των εργαζομένων, με την πανδημία να δημιουργεί ένα νέο γκρίζο, θολό και καταθλιπτικό τοπίο ανασφάλειας και προβληματισμού στο χώρο της εργασίας, η Πρωτομαγιά φαντάζει να είναι κάτι περισσότερο από την πρώτη μέρα του Μάη.

https://moschonas.wordpress.com