Μήνας της ποίησης ο Μάρτης που μας πέρασε. Η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη με μια σειρά εκδηλώσεων που απευθύνονταν σε μαθητές τόσο της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, όσο και της δευτεροβάθμιας, αφιέρωσε αυτό το μήνα, προβάλλοντας το δικό της .

Έχουν περάσει από τότε τριάντα τρία χρόνια… Όταν πρωτοδιοριζόμενος, “εκ των παραθύρων”, όπως συνηθιζόταν, στη Βιβλιοθήκη μας, να ζήσω το χρονικό αυτής της μεγάλης δωρέας. Ο αείμνηστος έφορος Νίκος Γιανναδάκης, μόλις τον είχα γνωρίσει, ανάμεσα στα άλλα, μας ενημέρωσε για την αίσια έκβαση αυτής.

Από τότε και μέχρι σήμερα, πορευόμαστε με την δωρεά του Γιώρογυ και της Μαρώς Σεφέρη, που συμπληρώνει το σπουδαιό περιεχόμενο της Βικελαίας Βιβλιοθήκης με τις υπόλοιπες αξιόλογες και μοναδικές συλλογές της. Τις καμαρώνουμε ειδικά εμείς οι εργαζόμενοι και τις προσέχουμε ως “κόρην οφθαλμού”, για τις επόμενες γενιές. Τέτοιες μέρες…

Τα γράφω όλα αυτά, γιατί ένας αχταρμάς σκέψεων, ένα ξέσπασμα από μνήμες και θύμησες, ορθώθηκε μέσα μου. Τέτοιες μέρες χάσαμε τον δικό μας Νίκο, τον αείμνηστο έφορο της Βικελαίας, το Νίκο Γιανναδάκη. Τον Ανθρωπο εκείνο στον οποίο, όλοι και όλοι μας, οφείλουμε πολλά! Συμπληρώνονται φέτος εικοσιένα χρόναι από τη μεγάλη “φυγή” του. Θυμάμαι τις οδηγίες του, τις συμβουλές του και νιώθω ακόμα την σγτοργική, αλλά και πατρική του αγάπη. Ακόμασ τούτες τις μέρες…

Ενα άρθρο του Τάκη Θεοδωρόπουλου, από τη στήλη “Διαγωνίως” της αθηναϊκής εφημερίδας “Καθημερινή” μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Τίτλος του: “Μισός αιώνας μετά τη δήλωση Σεφέρη”.

Σας το παραθέτω όπως είναι:

Η βαθιά φωνή με την αργόσυρτη εκφορά των λέξεων, χωρίς ανεβοκατεβάσματα, χωρίς έμφαση, σαν κάθε λέξη να ’ναι ένα κομμάτι μάρμαρο και ο ποιητής να κουβαλάει το βάρος του. Στο τέλος της φράσης η τελεία ακούγεται σαν πνιγμένος λυγμός. Ηταν 28 Μαρτίου του 1968 όταν ο Σεφέρης έσπασε τη σιωπή του με την πολύκροτη δήλωση για τη δικτατορία που μεταδόθηκε από το BBC.

«Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος… Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή». Η δήλωση αυτή έγινε ένας από τους ιδρυτικούς μύθους της αντίστασης κατά της δικτατορίας.

Σίγουρα δεν επηρέασε τις «πλατιές λαϊκές μάζες», που στην καλύτερη περίπτωση αδιαφορούσαν για το καθεστώς των συνταγματαρχών. Μπορεί να βρήκε κάποια απήχηση στο διεθνές περιβάλλον, ως δήλωση ενός Ελληνα ποιητή βραβευμένου με Νομπέλ. Σίγουρα όμως επηρέασε τη στάση του πνευματικού κόσμου της χώρας μας για τα υπόλοιπα χρόνια της δικτατορίας. Ο Σεφέρης δεν μίλησε στο όνομα της πολιτικής. Επικαλέσθηκε το έθνος με το δικαίωμα που του έδινε το έργο του. Είναι αυτή η στάση που εγκατέλειψε ο πνευματικός κόσμος στα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Το 1969 ο Σεφέρης έγραψε ένα από τα τελευταία του ποιήματα, το «Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα». Σήμερα μοιάζει με προφητεία της κατάστασης που έζησε η Ελλάδα μετά την κατάρρευση της δικτατορίας. Εστειλαν τις γάτες για να εξοντώσουν τα φίδια, όμως εξοντώθηκαν κι οι ίδιες από το πολύ δηλητήριο που κατάπιαν για να τα εξοντώσουν.

Ποιος άλλος μπορούσε να προβλέψει ότι η αποχουντοποίηση θα οδηγούσε τον πνευματικό κόσμο σε υποχρεωτική κομματική στράτευση με αποτέλεσμα την ακύρωση του ρόλου του; Ποιος άλλος μπορούσε να δει το τέρας που θα κατάπινε την εκπαίδευση στο όνομα μιας προόδου, που εκφυλιζόταν ημέρα με την ημέρα σε δηλώσεις κοινωνικών φρονημάτων;

Πολλές φορές, από την ημέρα που ξέσπασε η κρίση, μου έχει έρθει στο μυαλό η ορφάνια που όλοι αισθανόμαστε. Και δεν εννοώ ότι μας έλειψαν οι «εθνικοί ποιητές» ή πνευματικές δυνάμεις με το κύρος του Σεφέρη ή του Παλαμά παλιότερα. Η εποχή τους έχει περάσει ανεπιστρεπτί και το κύρος της υπογραφής έχει υποβαθμισθεί από την αγελαία συμπεριφορά στα χρόνια της μεταπολίτευσης – όπου τη σημασία της διαμαρτυρίας τη μετρούσαμε με το καντάρι, κοινώς με τον αριθμό των υπογραφών.

Η επίπλαστη ελευθερία της έκφρασης που προσφέρει το Διαδίκτυο ολοκλήρωσε το έργο της αλαλίας. Και τη λέω επίπλαστη διότι δεν έχει όρια, και χωρίς όρια οι λέξεις χάνουν τη σημασία τους. Στα χρόνια της κρίσης δεν μας έλειψε η πατρική μορφή του Σεφέρη. Μας έλειψε το βάρος των λέξεων που υπερασπιζόταν ο Σεφέρης. Κι έτσι, δέκα χρόνια τώρα, παίζουμε τυφλόμυγα.

Δεν γνωρίζω ακόμα πόσα χρόνια θα παίζουμε το παιχνίδι της τυφλόμυγας και θα ταμπουρωνόμαστε πίσω από τη γνωστή φράση: “για όλα φταίνε οι άλλοι”, αφού το έργο της αλαλίας κάνει καλά τη δουλειά του. Και όσο διαρκεί αυτό το έργο, με μας απλούς θεατές, θα αναζητούμε πνευματικούς ανθρώπους, πνευματικές δυνάμεις, με το κύρος του Γιώργου Σεφέρη ή του Κωστή Παλαμά, αλλά και άλλων.

Ευτύχησα να γνωρίσω κάποιους δασκάλους μου, στην άλλοτε Πάντειο σχολή και σημερινό Πάντειο Πανεπιστήμιο, που στάθηκαν όρθιοι τότε, στα χρόνια της επτάχρονης δικτατορίας, υψώνοντας το ανάστηά τους, όπως: Τον Σάκη Καράγιωργα, τον Κωνσταντίνο και Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο, την Αλίκη Μαραγκαπούλου, τον Βασίληυ Φίλια.

Ευτύχισα επίσης να γνωρίσω και δύο συμπολίτες μας που αγωνίστηκαν, φυλακίστηκαν, αντιστάθηκαν… Κατοπινούς συναδέλφους μου στη Βικελαία Βιβλιοθήκη, τον έφορό της Νίκο Γιανναδάκη και τον αγαπητό μου συνάδελφο Ανδρέα Σαββάκη, που πρόσφατα χάσαμε.

Σ’ όλους αυτούς που ευαισθητοποιήθηκαν με την βαρύτητα και την σοβαρότητα των εννοιών, των θεσμών, που σήκωσαν το βάρος της ιστορικής διαδρομής και πορείας αυτούτου τόπου, που υπερασπίσθηκαν το βάρος των λέξεων, σ’ αυτούς τους ανθρώπους, που πάντα θα μας διδάσκουν και θα μας καθοδηγούν, ως ελάχιστο φόρο τιμής στη μνήμη τους, αφιερώνω το κείμενό μου αυτό!