Ο ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης με τον Μεγάλο Δρόμο του μας οδηγεί στην ευδαίμονα Αρκαδία των παιδικών χρόνων, στο Ίνι, ένα χωριό στην ανατολική Μεσαρά της Κρήτης. Όπου ο ίδιος «έμελλε το ασήμαντο να μεγαλύνει».

Στον τόπο αυτό «όλα ήταν χαμηλά και περίκλειστα»: ο κάμπος, τα σπίτια, η βλάστηση. Τα βουνά που κρύβουν «σαν κουρτίνα» τη θάλασσα. Το φράγμα και το ποτάμι. Οι σπηλιές και οι λόφοι. Το μικρό περιβόλι. Τα γύρω χωριά με τους πρόσφυγες. Το μονοθέσιο σχολείο. Το παζάρι στην κωμόπολη. Τα χωράφια με τις γραμμένες πέτρες και τα αρχαία νομίσματα. Τα δώματα κάτω από τον έναστρο θόλο του σεληνόφωτος. Ο χωρίς κλειδί και ηλικία φράχτης. Το λεωφορείο που «κολλούσε» στη λάσπη. Η μικρή αυλή με τη μητέρα να μισοκοιμάται.

Όλα μοσχομύριζαν: μυρωμένοι θάμνοι, αστιβίδες, ρίγανες, φασκομηλιές, θυμάρια, αγαύες. Μυρτιές, κληματαριές, αγριαμυγδαλιές, πλατάνια, λεύκες, βάτα, λυγαριές. Ροδιές, μηλιές, πορτοκαλιές, μανταρινιές, μπανανιές, κιτριές. Δυόσμος και καρεμφύλι, τριανταφυλλιές, κατιφέδες, γιασεμιά, βιολέτες, κρίνοι. Τα μικροσκοπικά φυτά, τα χαμομήλια, οι μαργαρίτες, οι μολόχες, οι λειχήνες, τα βρύα. Οι γλάστρες με τις γαρυφαλιές, τα κρινάκια, τους βασιλικούς. Τα ξεροτήγανα, τα μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες, οι βασιλόπιτες, τα λαμπροκούλουρα. Οι πιταρίδες, τα κιοφτέρια, τα καρύδια. Τα κρεμμύδια και οι πατάτες στη θράκα του τζακιού. Ο στάβλος με τις ανάσες των ζώων. Το δαφνόλαδο, το ροδόλαδο, το φασκομηλόλαδο. Τα σταφύλια, τα καρπούζια, τα πεπόνια τα σύκα. Οι ακακίες με το δισταχτικό τους άρωμα. Τα κυδώνια, η αρμπαρόριζα, η μουσταλευριά. Τα ξερόχορτα και οι θάμνοι, μετά την καλοκαιρινή βροχή. Μια «στιγμιαία μυροτεχνική».

Και όλα δεμένα σε μια αρμονική συμφωνία χρωμάτων. Το πράσινο της άνοιξης, το κίτρινο του καλοκαιριού. Οι άπειρες χρωματικές ποικιλίες στα φτερά των πετεινών. Η αντίστιξη ανάμεσα στα πολύχρωμα των τσιγγάνων και στα μαύρα των χωρικών. Το πυρπολημένο από τον ήλιο τοπίο με τον καταιγισμό των χρωμάτων. Οι βαμμένες με τα πορτοκαλιά, τα κίτρινα, τα κόκκινα τα τριανταφυλλιά πατανίες, απλωμένες πάνω στο πράσινο. Τα βαμμένα με μούρα μονοπάτια. Οι «πρωταγωνίστριες στο χρωστήρα του θέρους» πικροδάφνες. «Ανθισμένοι χείμαρροι που δρόσιζαν το άνυδρο καλοκαίρι». Τα ανοιγμένα μπλέ χωνάκια της πρωϊνής χαράς. «Να μπερδεύεις το επίγειο με το επουράνιο»!

Η μουσική υπόκωφη. Γιατί τα πένθη είναι αμίλητα. Ακούγονται μόνο οι ήχοι από τα νερά στους μικρούς καταρράχτες. Απόμαχοι ήχοι από ζώα, ερπετά, νυχτερινά πουλιά, τριζόνια και νυχτερινά τζιτζίκια. Οι ήχοι από τα όργανα και τους χορούς των τσιγγάνων. Το Κύριε των δυνάμεων και οι Χαιρετισμοί. Οι ποταμίδες και τ’ αηδόνια. Το «υγιέ μου, υγιέ μου» της θείας, ο βήχας του πατέρα κι –αλίμονο- ο ρόγχος του θανάτου.

Εικόνες απαράμιλλης ευαισθησίας, όπως εκείνη του καλού σπορέα. Της γιαγιάς με το αμίλητο πένθος και τους κρυφούς ποταμούς των δακρύων. Της αφοσιωμένης μητέρας. Του πατέρα να κλαίει. Των μουσαφίρηδων από τα «καημένα» χωριά. Του καραγκιόζη και των μπουλουκιών. Των πανηγυριών και των πλανόδιων εμπόρων. Των Χαιρετισμών και του Δεκαπενταύγουστου. Του λυχναριού στο τζάκι. Του αγοριού που κρέμεται στο λαιμό του πουλαριού. Των λυπημένων ματιών των άρρωστων ζώων. Του άνθους της κολοκυθιάς, της πατάτας, της μελιτζάνας. Της υιοθεσίας του ασθενικού πεύκου. Του «πικραγαπημένου» αυτόχειρα παππού. Της θλιμμένης και πάντα καλοντυμένης θείας. Των δεκατεσσάρων οικογενειών που έφτασαν το 1924 στο Μοναστηράκι. Της χαμένης κόκκινης όρνιθας που εμφανίστηκε ένα πρωί σέρνοντας τα δέκα κλωσσοπούλια της. Των νεογέννητων κατσικιών. Της μισοκοιμισμένης, μ’ ένα ποτήρι νερό δίπλα της κι ένα κλωνί βασιλικό  στην ποδιά της, γιαγιάς, που «σαλεύει πότε πότε τ’ αριστερό της χέρι», «σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου!»

Ένα κείμενο χωρίς λόγια. Που «δείχνει» διαρκώς ό,τι αγαπήθηκε, ό,τι αξίζει να περισωθεί. Μια ιεροτελεστία αθωότητας. Ένας παράδεισος λησμονημένος. Πονεμένες ιστορίες ανθρώπων (το “Εκείνη κι εγώ” ακεραίως παπαδιαμαντικό), ιστορημένες με σπάνια σεμνότητα και ευαισθησία. Μέσω της λιτής πολυφωνικής γραφής που αντιμάχεται τις περίτεχνες κατασκευές (“τη αφαιρέσει μόνη το αποκεκρυμμένον αναφαίνεται κάλλος”). Με ύφος που επιβάλλεται γυμνό. Γιατί χρειάζεται να έχεις μέσα σου μεγάλα αποθέματα ειλικρίνειας για να μη φοβάσαι την κοινότυπη έκφραση, την τριμμένη λέξη, την απλή κουβέντα.

Το αποτέλεσμα: ένας μικρόκοσμος που κλείνει τον απόηχο πολλών εμπειριών. Μια σφιχτή δέσμη από ζωικές εικόνες. Ζεστές φέτες ζωής ταπεινών ανθρώπων. Μια περίσκεπτη φιλοσοφία ζωής. Ένα πολύχρωμο υφαντό με ποικίλες φωτοσκιάσεις και προοπτική βάθους. Εκείνου της χαρμολύπης του μεγαλοβδόμαδου, με τη φύση να μεγαλύνεται και το πάθος να απαλύνεται υπό την προσδοκία της αναστάσιμης χαράς.

Ο ποιητής χαίρεται με τη χαρά, πονά με τον πόνο. Εκπέμπει μακροθυμία και αγάπη, μεγαλύνοντας το ατομικό και  φαινομενικά ασήμαντο και καθιστώντας το μόνιμο ένοικο του κόσμου της τέχνης. Ο Χριστόφορος Λιοντάκης με λυρικές και κατανυκτικές περιγραφές, αντιμάχεται την καταδρομή του χρόνου, διασώζει παιδικές μνήμες, δημιουργεί μια τοιχογραφία της ελληνικής επαρχίας του μεταπολέμου και πραγματοποιεί μια γενναία κατάθεση στο ταμείο του πνευματικού μας πολιτισμού, με ένα απόλυτο κείμενο στο οποίο εξαντλούνται οι δυνατότητες της γραφής.

* Ο Αντώνης Καρτσάκης είναι διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας Παν. Κρήτης