Είναι δύσκολο σήμερα για κάποιον ν’ ακούσει τον ήχο μιας καμπάνας, εκτός και αν το σπίτι του είναι κοντά στην εκκλησία.

Τότε υπάρχει πιθανότητα να ακούσει τον ήχο της. Αντίθετα, αν κάθεται κάπως απομακρυσμένα, τότε δυσχεραίνεται το άκουσμά της. Φυσικά και εννοώ τις καμπάνες του Μεγαλοβδόμαδου, όλων των ημερών των Παθών του Χριστού μας και κυρίως της Μεγάλης Πέμπτης, αλλά και της Μεγάλης Παρασκευής που τονίζουν με τον ρυθμό τους τη μελαγχολία της εβδομάδας των Παθών. Προσωπικά, έχω αυτή τη δυνατότητα του ακούσματος αυτού, αφού τυχαίνει να κάθομαι κοντά στον Ιερό Ναό του Αγίου Ελευθερίου στη Θέρισο. Τέτοιες μέρες ο ήχος τους διαφέρει, γίνεται πιο ζωντανός αλλά και πιο ζοφερός.

Ένας ήχος που συμπαρασύρει πέραν των ανάμεικτων συναισθημάτων τη γαλήνη της φύσης μαζί με τα έντονα αρώματά της, αυτά της πασχαλιάς και της βιολέτας μαζί και άλλων εποχιακών λουλουδιών που στολίζουν τον επιτάφιο το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης. Εικόνες, θύμησες μιας άλλης εποχής, αφού όλα αυτά με παραπέμπουν στα παιδικά μου χρόνια, στις παιδικές μου αναμνήσεις, στη γειτονιά μου της οποίας η καθαριότητα ήταν μοναδική.

Σκουπισμένα τα καλντερίμια της και ξεχορταριασμένα, φρεσκοασπρισμένα, τα “βλέπω” εμπρός μου αυτή την ώρα.

Με κάθε λεπτομέρεια περνούν από το μυαλό μου, εκείνες οι παιδικές αναμνήσεις που τις ζήσαμε τόσο έντονα. Θυμάμαι τη χαρά μου από το Σάββατο του Λαζάρου, την ημέρα που έκλεινε το σχολείο. Τότε κάναμε και το Σάββατο σχολείο.

Το Σάββατο του Λαζάρου ήταν η τελευταία μέρα αφού θα ακολουθούσαν οι διακοπές του Πάσχα και γινόταν γιορτή,  μετά τις δύο πρώτες ώρες μαθήματος. Στο τέλος οι συστάσεις από τους δασκάλους μας να είμαστε φρόνιμοι, να μην στεναχωρούμε τους γονείς μας, να τους βοηθάμε στις δουλειές τους, να πηγαίνουμε στην εκκλησία, να βοηθούμε τον ιερέα και φυσικά να ρίξουμε και καμιά ματιά στα κλάσματα και στην γραμματική. Τέλος οι ευχές τους για καλές διακοπές.

Δεν μου έφταναν όλες αυτές οι μνήμες που τέτοιες μέρες με στριφογυρίζουν, αλλά κάποιοι στίχοι ενός αγαπημένου μου ποιητή, που αξίζει παρακάτω ν’ αναφερθώ για λίγο στο βιογραφικό του, του Λάμπρου Πορφύρα, ο οποίος δεν ανήκει στην χορεία των μεγάλων ποιητών, μ’ έκαναν να θυμηθώ αρκετά για τούτες τις μέρες. Ο λόγος για τις καμπάνες της Μεγάλης Εβδομάδας:

“Καμπάνες μες στη σιγαλιά, καθώς σιγοχτυπάτε,

στις εκκλησιές στη χώρα εδώ, δεν πάτε την ψυχή μου…

Εσείς μου την επαίρνετε κι αλάργα την τραβάτε,

στις εκκλησιές που πήγαινα παιδάκι στο νησί μου…”.

Φυσικά για να μη χαλάσω την ομοιοκαταληξία του ποιητή άφησα το “παιδάκι στο νησί μου” αντί του “παιδάκι στο χωριό μου”, του Λαύκου του νοτίου Πηλίου, απ’ όπου κατάγομαι. Τέτοιες μέρες έπαιρνε και παίρνει μια ασυνήθιστη όψη, αφού το συμπαρασύρει μαζί με τα υπόλοιπα χωριά του Πηλίου, η μοναδική αναγεννημένη πηλιορίτικη φύση με την απαράμιλλη ομορφιά της και ζωντάνια της.

Αυτές οι καμπάνες του Λάμπρου Πορφύρα που κάποτε ακούγαμε πολύ έντονα και καθαρά, σήμερα ίσως δυσκολευόμαστε να τις ακούσουμε λόγω των πολλαπλών θορύβων που κάνουνε τα μοτέρ των αυτοκινήτων, οι κόρνες και τα μαρσαρίσματά τους, τα μικρά μηχανάκια αλλά και εκείνες οι μηχανές του μεγάλου κυβισμού, έχοντας διαμορφώσει τις εξατμίσεις τους για να αποδίδουν θορύβους και διαμορφώνοντας ένα ηχητικό τρελοκομείο στη σημερινή μας κοινωνία. Και όλα αυτά συμπληρώνονται, κυρίως στους περιβόλους των εκκλησιών ή στις πλατείες από τις εκρήξεις των βαρελότων και κάθε είδους πυροτεχνημάτων, αδιαφορώντας τι λέει η αστυνομική διάταξη. Ποιος ήταν όμως ο Λάμπρος Πορφύρας;

Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Σύψωμος. Ανήκει σε μια εποχή κατά την οποία στην Ευρώπη ο συμβολισμός, στις πιο λυρικοπαθείς όψεις του, όριζε το τέλος της ακαδημαϊκής τέχνης και θεοποιούσε την συναισθηματική είσπραξη των πραγμάτων αντί της ορθολογικής, ενώ στην Ελλάδα σημειωνόταν ήδη μια αποφασιστική προσπάθεια απομάκρυνσης από το στομφώδες ύφος και τις γλωσσικές υπερβολές.

Αν και ο Πορφύρας δεν παρέλειπε να τονίζει την εκλεκτική του συγγένεια προς ποιητές, Έλληνες ή ξένους, με πλούσιο φιλοσοφικό υπόβαθρο και ιδιαίτερη στοχαστικότητα όπως λ.χ. ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος, το δικό του έργο κάθε άλλο παρά προδίδει τη φιλόσοφη συνείδηση των μεγάλων δημιουργών του ρομαντισμού.

Πρόκειται για μια ποίηση χωρίς τις κορυφαίες λυρικές εξάρσεις που επικρατούσαν στη γενιά του 1880, με κύριο χαρακτηριστικό της την προσπάθεια υποβολής ενός αμείωτου συναισθήματος φθοράς που έχει ο ποιητής για τον κόσμο και την μοίρα των πάντων. Κατ’ αναλογία, αυτή η σχεδόν παθιασμένη αποδοχή, από τη μεριά του καλλιτέχνη, της αρνητικής στάσης απέναντι στο φαινόμενο της ζωής, προβάλλεται μέσα από εικόνες τοπίων που διακρίνονται αμυδρά και που έχουν πάντοτε ασταθές περίγραμμα.

Μέσα από εικόνες φευγαλέες με φτωχόσπιτα, πλοία που εγκαταλείπουν τα λιμάνια, υλοποιώντας τον πόθο της φυγής, έρωτες που φθίνουν και γυναικείες μορφές σφραγισμένες από μια διαρκή θλίψη. Αυτό είναι το μυθικό σύμπαν του Πορφύρα. Επανέρχομαι όμως στο μεγαλοβδομαδιάτικο κλίμα αυτών των ημερών. Τέτοιες μέρες… στο Ηράκλειο και συγκεκριμένα τον Απρίλη του 1965. Η στήλη της εφημερίδας “Πατρίς” “Το καστρινό εικοσιτετράωρο” μάς ενημερώνει για όλη την Μεγάλη Εβδομάδα:

“Κυριακή των Βαΐων και όλοι σχεδόν οι συμπολίται κατέληξαν στην ψαροφαγία λόγω του θρησκευτικού εθίμου. Η ψαραγορά και τα ψυγεία είχαν από χθες εντονότατη κίνηση εν αντιθέσει προς τα αδρανούντα κρεοπωλεία. Από σήμερον το βράδυ αρχίζει εις τους ναούς η ακολουθία των παθών την οποίαν όπως κάθε χρόνο, θα παρακολουθήσουν όλην την εβδομάδα χιλιάδες πιστών.

Αυτές τις μέρες οι δρόμοι του Ηρακλείου έχουν γεμίσει από ξανθούς επισκέπτες του βορρά. Μεγάλη κίνησις παρατηρείται στον λιμένα μας τις τελευταίες ημέρες. Εκτός των ξένων που άρχισαν να μας επισκέπτονται ως συνεχές διογκούμενο κύμα, έρχονται και οι απόντες, αδειούχοι, σπουδασταί κ.λπ. για να περάσουν το Πάσχα στα σπίτια των. Το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης χιλιάδες πιστοί συνέρρευσαν για να ακούσουν το τροπάριο της Κασσιανής και την Μεγάλη Τετάρτη όλοι σχεδόν συμμετείχαν στην ακολουθία του μυστηρίου του Ευχελαίου.

Η κίνησις της αγοράς εντείνεται συνεχώς και στην πρώτη σειρά της ζητήσεως βρίσκονται τα αυγά και η μυζήθρα για τα πατροπαράδοτα γλυκά της Λαμπρής. Σιγά-σιγά αρχίζουν να καλλωπίζονται τα κρεοπωλεία με σκοπό να εμφανιστούν σ’ όλη τους την μεγαλοπρέπεια έμφορτα από τα θύματα του πασχαλινού εθίμου. Λόγω της νηστείας εξέχουσα θέση κατέχουν οι ελιές και ο χαλβάς, αφού αποτελούν την βάση της διατροφής. Μεγάλη Παρασκευή!

Πένθιμες υποκρούσεις της καμπάνας δίνουν τον δραματικό τόνο του μεγαλείου του Θείου Δράματος.

Γίνεται η περιφορά των επιταφίων, τόσο στους ναούς της πόλης όσο και των προαστείων, τους οποίους έχουν φροντίσει να στολίσουν, όσο πιο όμορφα γίνεται, οι κοπέλες κάθε ενορίας”. Θα κλείσω το πόνημά μου με τις καμπάνες  του Μεγάλου Κάστρου!

Τέτοιες μέρες… ειδικότερα οι καμπάνες του Αγίου Μηνά, του Αγίου Ματθαίου και κάποιων άλλων εκκλησιών της πόλης μας, οι οποίες φυσικά ήταν λιγοστές, όχι όπως σήμερα. Θρηνωδοί του Θείου δράματος, σκόρπιζαν την μελαγχολία τους στον ανοιξιάτικο ορίζοντα.

Τι άλλο από έναν στεναγμό του ναού, θέλοντας να τονίσει με υποβλητικότητα τη Μεγάλη αυτή ημέρα. Χιλιάδες από τους συμπολίτες συνέρρεον για να προσκυνήσουν τους στολισμένους επιταφίους. Οι ίδιοι περίμεναν την περιφορά τους το βράδυ με υπέρμετρη κατανυκτικότητα… Και όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα απλότητας, σεβασμού και αγάπης. Ένα κλίμα ανθρώπινο που περίμενε το αναστάσιμο μήνυμα!