Γνωρίζουμε όλοι μας, φίλοι αναγνώστες, πως ο υγιής πνευματικά και ψυχικά άνθρωπος, ο μη αχόρταγος, μη φθονερός και μη αχάριστος δεν παραλείπει ποτέ να ευχαριστήσει από καρδιάς τον οποιοδήποτε ευεργέτη του ούτε πρόκειται να ξεχάσει την ευεργεσία, όσος καιρός και να περάσει.

Ο σεβασμός και η αγάπη στον ευεργέτη είναι πολύ μεγαλύτερα, εφόσον αυτός ευεργέτησε ή ευεργετεί μόνο από αγάπη, χωρίς να περιμένει οποιαδήποτε ανταπόδοση ή ανταλλάγματα από τον ευεργτούμενο. Όντως είναι μια πράξη μεγάλη, υψηλή και αγία η ευεργεσία, που δυστυχώς δεν χαρακτηρίζει την πλειονότητα των ανθρώπων και εννοώ αυτούς που ενώ μπορούν να προσφέρουν από το περίσσευμά τους σε κάθε δυστυχία ή ανάγκη ατόμων ή συνόλων, μένουν παγερά αδιάφοροι και ασυγκίνητοι. Η ευεργεσία δεν έχει μορφή μόνο υλική. μπορεί να έχει και άλλη μορφή όπως λ.χ. μορφή συμπαράστασης, παρηγοριάς, ηθικής ενίσχυσης, πνευματικής, ψυχικής και σωματικής βοήθειας, αγάπης κ.λπ. Τέλος, η ευεργεσία έχει ασυγκρίτως μεγαλύτερη αξία όταν προέρχεται από το υστέρημα του ευεργέτη.

Ερχόμαστε στην αχαριστία του ευεργετούμενου προς τον ευεργέτη του. Αυτή είναι αχαρακτήριστη και ασυγχώρητη πράξη και στάση θλιβερή και κατακριτέα. Θυμίζει τη στάση και συμπεριφορά των εννέα εκ των δέκα λεπρών που θεράπευσε ο Ιησούς. Μόνο ένας γύρισε για να ευχαριστήσει τον σωτήρα του. Ποια ήταν η αντίδραση του Ιησού; “Δέκα δεν εκκαθαρίστηκαν; Οι άλλοι εννέα πού;”.

Η αντίδραση αυτή μαρτυρούσε λύπη ή αγανάκτηση για τους εννέα; Σίγουρα ο Θεός δεν συγχωρεί ποτέ την αχαριστία.

Μεγάλη η εισαγωγή, θα μου πείτε. Συμφωνώ μαζί σας αλλά τη θεώρησα απαραίτητη και επιβεβλημένη. Θα ρωτήσω κι εγώ: Υπάρχει, άραγε, ο μέγιστος εκείνος ευεργέτης, ο χωρίς όρια αγάπης και προσφοράς έναντι του κόσμου και του ανθρώπου που μόνο ευεργετεί δίχως ποτέ να ευεργετείται ή να ζητά ανταλλάγματα; Σίγουρα θα μου απαντήσετε “ναι”, ο Θεός! Κι εγώ θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί σας, μα μη μου ζητήσετε να καταπιαστώ μ’ ένα τόσο μεγάλο και λεπτό θέμα, γιατί ούτε οι γνώσεις μου αλλά ούτε και οι δυνατότητές μου το επιτρέπουν. Μπορώ όμως έστω και περιορισμένα να αναφερθώ στο τι το έθνος μας οφείλει σ’ αυτόν τον μέγιστο ευεργέτη μας που είναι συγχρόνως και πατέρας μας και Θεός μας.

Αν εξετάσουμε προσεκτικά τη μακραίωνα ιστορία και εξέλιξη του έθνους μας, θα αντιληφθούμε με πόσο σκανδαλώδη και μεροληπτικό τρόπο, αλλά και με πόσο θαυμαστή φροντίδα και συμμετοχή η Φύση, ο Θεός θα ‘λεγα εγώ, αγκάλιασε τη φυλή μας και πλουσιοπάροχα την προίκισε σαν να ήθελε να την ξεχωρίσει από τις άλλες και να της δώσει τη δυνατότητα να πετάξει, να πετάψει πολύ ψηλά, για να μπορέσει να διδάξει τις άλλες, αλλά και για να είναι σε θέση να εκτελέσει η φυλή οποιαδήποτε αποστολή της ήθελε ο Δημιουργός της να αναθέσει.

Τη Φυλή αυτή, την έβαλε ο Θεός να κατοικήσει στην πιο όμορφη, την πιο υγιεινή, την πιο πλούσια και θαυμαστή χώρα του κόσμου, την Ελλάδα. Ο χώρος δεν μας επιτρέπει να αναφερθούμε αναλυτικά στις σπάνιες ομορφιές της ούτε στον πλούτο της ούτε στο υγιεινό περιβάλλον της. Όλα αυτά και σε μας και σε όλο τον κόσμο είναι γνωστά. Θα αναφερθώ όμως κάπως λεπτομερώς στο ανεπανάληπτο κλίμα της, το καλύτερο και υγιεινότερο της Οικουμένης όλης. Το κλίμα αυτό, σε συνδυασμό με τη σπάνια ομορφιά της ξηράς, του ουρανού, του ήλιου και των θαλασσών μας, υπήρξε κατά τη γνώμη μου και χωρίς επιφύλαξη ο κατ’ εξοχήν παράγοντας που στο βαθύ παρελθόν των Ελλήνων ξύπνησε πρόωρα το πνεύμα και τη νοημοσύνη τους και τους έδωσε έτσι τα φτερά να πετάξουν ψηλά, πολύ ψηλά σε κάθε στοχασμό, σε κάθε υψηλή τέχνη, σε κάθε επιστήμη και χρησιμοποιώντας τα θεία γράμματα και την απαράμιλλη σε πλούτο και τελειότητα γλώσσα τους, να δημιουργήσουν και να αναπτύξουν ένα θαυμαστό και τέλειο πολιτισμό, σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης πράξης και διανόησης, που ζήλεψε και εξακολουθεί να ζηλεύει κάθε λαός, που όταν ξύπνησε κι αυτός άρχισε το πνεύμα του να ψάχνει το ελληνικό θαύμα και φως και να διδάσκεται απ’ αυτά.  Έρχονται περιληπτικά στην ιστορία μας, την καθαρά πολιτική και θρησκευτική. Σκεφτήκατε ποτέ πόσες φορές ο Θεός έδωσε την ευκαιρία στη μικρή σε έκταση Ελλάδα να γίνει και να παραμείνει μεγάλη χώρα και μεγάλη δύναμη; Πολλές φορές. Για το αν τελικά δεν κατάφερε, δεν φταίει ο Θεός, φταίξαμε και φταίμε μόνο εμείς. Θυμηθείτε την αρχαία Μεγάλη Ελλάδα. Περιλάμβανε στην επικράτειά της: Την κυρίως Ελλάδα, την Κάτω Ιταλία και Σικελία, την Ιωνία της Μικράς Ασίας, τις αποικίες στον Εύξεινο Πόντο και όλα τα νησιά του Αιγαίου και Ιονίου πελάγους. Τα περισσότερα απ’ αυτά τα μέρη αργότερα χάθηκαν.

Θυμάστε την απέραντη αυτοκρατορία που ο ανίκητος Αλέξανδρος ίδρυσε; ΤΙ έμεινε κι απ’ αυτήν; Τίποτε. Ούτε τον τάφο του αξέχαστου μεγάλου Στρατηλάτη γνωρίσαμε αλλά ούτε και πού βρίσκεται μάθαμε.

Για τη μεγάλη βυζαντινή αυτοκρατορία τι να πούμε; Τη χαρήκαμε χίλια χρόνια και ύστερα την παραδώσαμε στους Τούρκους. Τι μας έμεινε; Μόνο η σκλαβιά, το μοιρολόι και μια ψευτοελπίδα: “Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μην πολυδακρύζεις. Πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά σας (μας) είναι”.

Η τελευταία ευκαιρία που μας έδωσε ο Θεός, ήταν η μικρασιατική εκστρατεία. Κι εδώ, ούτε τη Μικρασία μπορέσαμε τελικά να κρατήσουμε ούτε την Κωνσταντινούπολη να ελευθερώσουμε. Ο επίλογος για μας ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή.

Έρχομαι στη θρησκευτική ιστορία, που σκόπιμα άφησα τελευταία. Διαβάζοντας την Καινή Διαθήκη, διαπιστώνει κανείς ότι “ο Άγιος Θεός, για να εκχριστιανίσει το έθνος μας, έστειλε στα αγαπημένα του χώματα τους επιφανέστερους των μαθητών και αποστόλων του όπως τον κορυφαίο Παύλο που ήταν ο πιο μορφωμένος και ο πιο δραστήριος απ’ όλους. Τον πρωτόκλητο και αδελφό τού Πέτρου Ανδρέα. Τον ευαγγελιστή γιατρό και ζωγράφο Λουκά, που έγραψε εκτός του Ευαγγελίου και τις Πράξεις των Αποστόλων. Και τον αγαπημένο του μαθητή, ευαγγελιστή και συγγραφέα της Αποκάλυψης Ιωάννη. Η μεγάλη αγάπη του Θεού προς το έθνος μας φάνηκε και από το γεγονός ότι χρησιμοποίησε τη γλώσσα μας, παγκόσμια τα χρόνια εκείνα για να διδάξει και να κατηχήσει ανθρώπους και λαούς στις χριστιανικές αλήθειες αλλά και για να αφήσει γραπτή την Καινή του Διαθήκη δηλαδή τα τέσσερα Ευαγγέλια, τις Πράξεις των Αποστόλων, τις είκοσι μία αποστολικές Επιστολές και την Αποκάλυψη του Ιωάννη.

Θα κλείσω την προσπάθειά μου αναφέροντας ακόμη και τούτο το θαυμαστό και θείο: Το ελληνικό έθνος από τον εκχριστιανισμό του και μετά, κατάφερε, με τη βοήθεια του Θεού να κρατήσει αλώβητες και ανόθευτες τη θρησκεία μας και τις παραδόσεις της Εκκλησίας μας παρά τις αφόρητες πιέσεις του Πάπα, των Σταυροφόρων, των Μουσουλμάνων και των Οθωμανών και να παραμείνει ορθόδοξο.

Απ’ όλα τα μέχρι τούδε λεχθέντα, νομίζω πως αποδεικνύεται χωρίς αντίρρηση ή αμφιβολία ότι το έθνος μας από της εμφανίσεώς του μέχρι και σήμερα είχε την απεριόριστη αγάπη, προστασία και διάκριση από τον Πλάστη και Δημιουργό μας και επομένως το χρέος της φυλής μας και κάθε Έλληνα χωριστά προς Αυτόν είναι τεράστιο και ανυπολόγιστο. Αυτός, λοιπόν, ο μέγας ευεργέτης μας άραγε ζητά κάτι από μας; Σχεδόν τίποτα, φίλοι αναγνώστες. Θα του αρκούσε η πίστη και η αγάπη μας σ’ Αυτόν καθώς και η αγάπη μας προς τον συνάνθρωπό μας. Δύσκολο; Δεν νομίζω.

* Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός και ειδικός πάρεδρος του Παιδαγ. Ινστιτούτου, πτυχιούχος Πολιτικών  Επιστημών