Ελένη Μπετεινάκη
της Ελένης Μπετεινάκη

Μεγάλωσαν λιγουλάκι οι μέρες και άρχισε ο ήλιος να βγαίνει νωρίς σεργιάνι πάνω απ΄τις στέγες των σπιτιών…

Το ποδήλατο ακόμα παραμένει παροπλισμένο, μα η διάθεση είναι τέτοια ώστε οδηγεί τα βήματά μου στα στενά σοκάκια που ακόμα θυμίζουν άλλες εποχές στο κέντρο της πόλης…

Κι εκεί που περπατούσα στη δική μας Χανιώπορτα είδα τον Δημήτρη τον Χταποδά*, τον Φαναρατζή, φορτωμένο με την ξύλινη σκάλα του και μια πανένια  τσάντα περασμένη χιαστή στους ώμους, να σέρνει αργά τα δικά του τα βήματα προς την Πλαθιά Στράτα…

-Κυρ Δημητρό, καλή σου μέρα, τον χαιρέτησα χαμογελαστή.

-Καλή να ΄ναι και σένα κυρά, μου αποκρίθηκε και συνέχισε σκυφτός το δρόμο του.

Έστησε, εκεί μπροστά μου, τη σκάλα του με τα τρία της πόδια, τοποθέτησε  στο μεσαίο το μικρό τσίγκινο δοχείο με το  πετρέλαιο και άρχισε να ανεβαίνει προσεκτικά για να σβήσει το φυτίλι της Φανάρας, που ήτανε η ώρα της και ήδη τρεμόπαιζε η φλόγα της.

Κάθε πρωί γυρνούσε τούτη τη γειτονιά και αν τύχαινε κι ήταν κάποια από τις Φανάρες ακόμα αναμμένη με την  ίδια  ιεροτελεστία την έσβηνε…

-Κυρ Δημητρό, πως κι ανάψανε χθες βράδυ τούτες τις Φανάρες. Το χειμώνα είχε βγει «ρεπόρτο» πως θα τις αφήνανε σβηστές, τον ρώτησα.

– Θυμίζει καλοκαίρι τούτος ο χειμώνας και προπατούνε οι άνθρωποι τη νύχτα κι έτσι σκιάς τση σκόλες ή τα Σαββατόβραδα τση ανάφτουμε…

Συνέχισε την δουλειά του προσεκτικά με ένα κουρέλι καθάρισε τα τζάμια γύρω γύρω κι από τις τέσσερις μεριές κι ύστερα γέμισε τη λάμπα με πετρέλαιο, βλέποντας να μην ξεφύγει ούτε σταγόνα, να είναι έτοιμη για το απόγευμα που πάλι θα ερχόταν να την ανάψει…

Κι ύστερα κατέβηκε, πήρε το ξύλινο φορτίο της σκάλας στον ένα του ώμο και προχώρησε για την επόμενη. Εδώ τα πράγματα ήταν πιο σύνθετα. Δεν έβλεπα και πολύ καθαρά, ακόμα δεν είχε ξημερώσει ολότελα και το φως στις Φανάρες ήταν αμυδρό,  αλλά νομίζω πως κάτι έλλειπε από την επόμενη.  Τον είδα τότε να ανοίγει την πάνινη τσάντα του και με πολύ μεγάλη προσοχή να πιάνει ένα τζάμι και να  ανεβαίνει στο πιο ψηλό σκαλί για να αντικαταστήσει τη ζημιά.

Κι όσο προσχωρούσε η μέρα και τη δουλειά του ο κυρ Δημητρός, η ζωή έπαιρνε την σωστή της διαδρομή στον πολυσύχναστο και πολύβουο δρόμο. Γκαρίσματα από τα ευγενή τετράποδα που είχαν μόλις περάσει την Πύλη του Παντοκράτορα φορτωμένα λογιών λογιών πράγματα. Αγριοφωνάρες των γυρολόγων και των άλλων χωρικών που κουβαλούσαν αχινοπόδια και βρούβες από τα χωριά γύρω τριγύρω, ανακατεύονταν και δεν ήξερα ποια εικόνα να κρατήσω περισσότερο στα μάτια και την ψυχή μου.

Κουρνιαχτό και καβαλίνα γεμάτος ο δρόμος αλλά αυτό δεν εμπόδιζε τις νοικοκυράδες να βγουν να προλάβουν τα πιο γεμάτα δεμάτια με αγκαραθιές και ανελαμπίδια και κάρβουνα από τα πιο καλά να ανάψουνε τις παρασιές να στήσουν το τσουκάλι τους.

Η κυρία Αγλαΐα ** φώναξε δυνατά του Γιώργη του Τυλισσανού ** να σιμώσει και τον ρώτησε εκτός από τα προσανάμματα αν κρατούσε κι αβρωνιές γιατί ο άντρας της τής παρήγγειλε σφουγγάτο το μεσημέρι κι εκείνη ήθελε με τη μυρωδιά του να μπει «στη μύτη» της Αγγελλίνας** της γειτόνισσας. Είχε μαγειρέψει ξυνόχοντρο σούπα την προηγούμενη μέρα κι είχε μοσχοβολήσει ο τόπος αλλά δεν της είχε δώσει ούτε ένα πιάτο για το φταρμό.  Ο κυρ Γιώργης συνηθισμένος στα παράπονα και στις κουβέντες των γυναικών, δεν της έδωσε σημασία μα της γέμισε μια μεγάλη μαντήλα με το θεϊκό χόρτο και εκείνη δίνοντάς του λίγες δεκάρες φορτώθηκε το δεμάτι στο ένα ώμο και την μαντήλα στ’ αριστερό της χέρι και χώθηκε στα στενά για το  σπιτικό της.

Κι ύστερα άκουσα τη φωνή του κυρ Μιχάλη** από το Θραψανό, ξακουστός αγγειοπλάστης και γυρολόγος τίμιος, να διαφημίζει τη δική του πραμάτεια. Είχε φορτωμένα στο γαϊδουράκι του πιθάρια, σταμνιά και κανάτια. Η κυρά Καλλιόπη η Ζούδαινα**  κατέφθασε τρεχάτη να προλάβει κι εκείνη πρώτη να πουσουνίσει. Έβαλε το χέρι της πάνω στα πήλινα πιθάρια, τα πιο μικρά, να ακούσει αν «ήτονε ψημένα καλά». Παρακάλεσε τον κυρ Μιχάλη να της φέρει τρία τότες στην αυλή της γιατί ήθελε να βάλει σπόρους αρισμαρί, ρίγανη και δεντρολίβανο. Κι εκείνος χατίρι δεν χαλούσε στις παλιές Καστρινές κι έσυρε το ζώο  του που ίσα ίσα χωρούσε να περάσει από το στενό δρομάκι ίσαμε το σπίτι της.

Κοίταγα αχόρταγα τις εικόνες που χάριζε τούτος ο τόπος και θέλησα να πάρω κι εγώ κάτι να ΄χω στο δικό μου σπιτικό. Κι ακούστηκε τότε η φωνή του Αρίφη* του γνωστού τούρκου Λουμπουνά. Ονομαστός στο Παλιό Κάστρο φιγούρα ξεχωριστή. Με την ριγέ φουφούλα του, το φθαρμένο καφέ γιλέκο του και ένα επίσης παλιό φέσι στο κεφάλι του που προσπαθούσε να συγκρατήσει τα ατίθασα σγουρά μαλλιά του μέσα σε αυτό. Μαυριδερό το δέρμα του, ολοστρόγγυλο το κεφάλι του, κιτρινισμένα τα δόντια του κι αραιά τοποθετημένα στο στόμα του. Αλλά το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό πάνω του ήταν το μεγάλο δάκτυλο του δεξιού του ποδιού που ήταν πολύ μακρύτερο από τα άλλα και δεν χωρούσε στα πασούμια του. Είχε κάνει μια μεγάλη τρύπα και …περίσσευε κατά πολύ! Λουμπούνια τέτοιες μέρες πως ήταν δυνατόν σκέφτηκα. Κι εκείνος χαμογελαστός γέμισε μια κούπα από το σακούλι του και μου γνέψε να ανοίξω τη χούφτα μου να τα πάρω.

-Μια δεκαρίτσα κ. Ελένη, μόνο μια δεκαρίτσα!

Κι έψαξα στις τσέπες μου να βρω το νόμισμα που θέλε μα  βρήκα μόνο εκείνα τα δικά μας τα πορτοκαλί, τα σεντς, κι όπως πήγα να του τα δώσω έπεσε στο απόλυτο κενό το βλέμμα μου και σε ένα ολόλαμπρο ήλιο που μόλις είχε φανεί πίσω από ένα μπαμπακένιο σύννεφο. Ο φίλος μου ο Αντώνης, από τους πιο καλούς φωτογράφους του συγχρόνου Ηράκλειου με καλημέριζε μέσα από το αυτοκίνητό του επαναφέροντάς με  στο σήμερα, στη δική μας Χανιώπορτα, την πλακόστρωτη, την ασφαλτόστρωτη και γεμάτη αυτοκίνητα, μηχανές και ανθρώπους με «φράγκικα» ρούχα!

Κάπου όμως είχε πάρει σαν σκιά μια φιγούρα το μάτι μου που χάθηκε στα στενά της Αγιάς Τριάδας…

Ίσαμε την επόμενη φορά που σίγουρα το ποδήλατο θα ΄χει ξαναμπεί στη ζωή μου ολότελα και θα μπορώ να σεργιανήσω και πάλι τις ιστορίες, τις θύμησες και τα σοκάκια, όπως τους πρέπει…

*Δημήτρης Χταποδάς, Αρίφης Τούρκος Λουμπουνάς (υπαρκτά πρόσωπα)

** Μιχάλης από το Θραψανό, Αγγελίνα, Καλλιόπη η Ζούδαινα, Αγλαΐα (μυθιστορηματικοί χαρακτήρες)

ΠΗΓΕΣ:

Μηνάς Βαρδαβάς, Εφημερίδα. Εθνική φωνή, 1972

Μανόλης Δερμιτζάκης Απ’ όσα θυμούμαι το παλιό Κάστρο, εκδ. Δοκιμάκης 2009

Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, Μύστις, 2022