Κι άρχισα πάλι να κατεβαίνω στην πόλη σιγά σιγά, μόνο που τούτες τις μέρες είμαι χωρίς το ποδήλατό μου. Ένα μικρό ατύχημα με κρατάει μακριά από πολλές αγαπημένες δραστηριότητες, αλλά η βόλτα στις γειτονιές και την ιστορία του Μεγάλου Κάστρου είναι πάντα βάλσαμο στην ψυχή. Κάποιες φορές προλαβαίνω την ανατολή καλημερίζοντας τον «Άρχοντα»  Κούλε, και εκτιμώ πολύ παραπάνω πια, τις μικροχαρές της ζωής που ακόμα κι εγώ θεωρούσα κάποτε…δεδομένες!

Κι έτσι λοιπόν χθες, λίγο μετά το ξημέρωμα βρέθηκα στους αγαπημένους δρόμους να περπατώ, πια, και να ανηφορίζω την πολύπαθη οδό Πλάνης την σημερινή 25η Αυγούστου.

Να έφταιγε ο νοτιάς που σαρώνει τα πάντα τούτες τις μέρες ή η δική μου πεθυμιά για τα ψήγματα της ιστορίας, σαν να μου φάνηκε πως σηκώθηκε κουρνιαχτός πολύς κι άλλαξε όψη τούτη η στράτα. Σωροί τα χώματα κι οι πέτρες. Εργοτάξιο έμοιαζε ο τόπος. Εργάτες πηγαινόρχονταν και κάρα φορτωμένα με πέτρες μεγάλες και χώμα κι ασβέστη… Κι όπως ανέβαινα θαμπωμένη από τη σκόνη και το «θαύμα,  ένας καλοντυμένος άνδρας με γραβάτα και κουστούμι ακριβού υφάσματος με εντυπωσίασε. Κρατούσε πολλά μεγάλα χαρτιά κι έδινε παραγγέλματα με ήρεμη φωνή όμως, βγάζοντας την ίδια στιγμή σπίθες απ’ τα μεγάλα καστανά του μάτια.

Όλοι οι εργάτες κρέμονταν από τα λόγια του. Του δείχνανε ένα σέβας μεγάλο κι εκείνος απορροφημένος στα σχέδια τού κοιτούσε υπομονετικά μια το χαρτί και μια την ιδέα που προσπαθούσε να πάρει σχήμα, όγκο και ύπαρξη.

– κ. Δημήτρη αν δεν σταματήσουμε καθόλου σήμερο, ίσαμε αργά απόγεμα θα ‘χει σηκωθεί κι ο πρώτος όροφος.

– Καλή δουλειά να γενεί  Μιχελή, κι όποτε τελειώσει…

Τον είχα ξαναδεί τούτον τον άνδρα, στον ίδιο δρόμο κι άλλες φορές μα δεν ήξερα, δεν είχα καταλάβει ποιος ήταν και σήμερα μια σπίθα άναψε στο μυαλό μου.

«Ο Δημήτρης Κυριακός είναι, σκέφτηκα, ο μεγάλος «αρχιτέκτονας» – μηχανικός της πόλης μας. Αυτός που έφτιαξε όλα τα όμορφα κτίσματα του δρόμου τούτου και σε  αλλα πολλά σημεία εντός των τειχών…»

Κι ήταν απίστευτο, βρισκόταν μπροστά μου ένας θρύλος για μένα, κι εγώ μάρτυρας ενός από τα πιο υπέροχα κτίσματα της πόλης εν τη γενέσει του. Ήξερα πως τούτο το  τριώροφο οικοδόμημα ανήκε στην Υπηρεσία μουσουλμανικών  θρησκευτικών Βακουφίων (Εφκάφι) και πως θα γινόταν ξενοδοχείο, από τα πιο όμορφα της πόλης.

Στα 1912 είχε γυρίσει ο χρόνος, τότε που ‘χε παρθεί, σχεδόν, η άδεια να ανοικοδομηθεί και θα γινόταν περίφημο και με αραβοβυζαντικά στοιχεία στην πρόσοψη ξενοδοχείο «Φλωρίδα».

Και προχώρησα σχεδόν ακολουθώντας τα βήματα του μεγάλου εμπνευστή και μηχανικού ίσαμε τη γωνία της οδού Επιμενίδου και 25ης Αυγούστου και δεν ήξερα τι να πρωτοθαυμάσω. Από την αριστερή πλευρά το μέγαρο Λιοπυράκη ή Κοθρή ή Αποστολίδη, ή σε όποιον ανήκει τελικά, φάνταξε σαν παλάτι στα μάτια μου. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή προσπαθούσαν να στερεώσουν στον πρώτο του όροφο από την μεριά της Επιμενίδου το περίτεχνο κάγκελο του μπαλκονιού που ‘χε σμιλεμένο τον φτερωτό Έρωτα. Τέχνη ιδιαίτερη όπως και εκείνες οι μοναδικές κολώνες της μεγάλης βεράντας.

Αγωνία στα μάτια του Δημήτρη Κυριακού…

Αγωνία και δική μου, να μην ξυπνήσω από το όνειρο…

Έκανα βόλτες και στα χρόνια. Στα 1909 πίσω είχα γυρίσει και τίποτα από την οδό 25ης Αύγουστου δεν είχε αλλάξει. Μόνο οι εργάτες  και ο ίδιος ο Δημήτριος Κυριακός φορούσαν άλλα ρούχα. Ο παλμός όμως, η ένταση και  η δημιουργικότητα ήταν και τότε στο ζενίθ τους.

Και προχώρησα σταματώντας με υπέρμετρο θαυμασμό μπροστά στο γωνιακό κτήριο της σημερινής Εμπορικής Τράπεζας στην γωνία της οδού Κορωναίου.

Θάρρεψα και του απηύθυνα τον λόγο μιας και είδα πως στη βόλτα μου στον χρόνο και στην μοναδική οδό περπατούσε σχεδόν δίπλα μου.  Δεν έμοιαζε να τον ενοχλεί η παρουσία μου,  απλά ήταν σιωπηλός και με περισσή ταπεινότητα.

-Εσείς το σχεδιάσατε κι αυτό; Τον ρώτησα με σεβασμό και έκπληξη ταυτόχρονα.

-Ναι, αυτό ήταν από τα πρώτα κτήρια  που έφτιαξα. Στα 1906 αν θυμάμαι καλά κι ίσως γι’ αυτό το αγαπώ ιδιαίτερα…

Θαύμασα για μια ακόμη φορά την μοναδική αισθητική και τεχνοτροπία του κτηρίου κι αναθάρρεψα ζητώντας να μάθω πόσα άλλα δημιουργήματα ή μάλλον αριστουργήματα μάς έχει αφήσει κληρονομιά σε μάς και σε τούτον τον τόπο.

– Τι ψάχνεις, κορίτσι μου, μου απάντησε. Εγώ τη δουλειά μου έκανα μόνο, αυτό που σπούδασα, οραματίστηκα και μπόρεσα να  κάνω τελικά πραγματικότητα…

Και κάναμε μια τεράστια βόλτα στο κέντρο της πόλης κι είδα τα πολύτιμα κι ερειπωμένα δυστυχώς κτήρια να στέκουν παραμελημένα,  περιμένοντας νέους ιδιοκτήτες, νέες περιπέτειες και σε  κάποια απ΄αυτά βούληση πολιτική των τοπικών «αρχόντων» για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Στο πρώην Γαλλικό Ινστιτούτο φτάσαμε κι είδα και πάλι μια θλίψη στο βλέμμα του. Βιαστικά περάσαμε και έγινε το βήμα ταχύ ίσαμε την μοναδική κι εκπληκτική οικία Τσαχάκη στην οδό Θεσσαλονίκης. Εδώ τα μάτια χαμογέλασαν γιατί το σπίτι είναι τόσο πολύ φροντισμένο ακόμα και στις μέρες μας… Κατηφορίσαμε την οδό Γιαμαλάκη και μου δείχνε όλα τα «δικά του κτήρια» που πια κι εγώ αναγνώρισα από την κατασκευή τους πώς ήταν δικά του σχέδια…

Κι ανηφορήσαμε μετά ξανά την Καλοκαιρινού και φτάσαμε ίσαμε τα τρία τριχοτομημένα κτήρια των παλαιών τούρκικων στρατώνων των λεγόμενων Κισλάδων που σχεδίασε εκείνος ξανά στα 1920. Περπατώντας φτάσαμε στην πλατεία Ελευθερίας δείχνοντας μου το κτήριο της Νομαρχίας, κι αυτό δικής του σχεδίασης. Εδώ είχε κιόλας δουλέψει, σαν μηχανικός της Νομαρχίας (Περιφέρειας Κρήτης, σήμερα) αφού εκείνος εισηγήθηκε την μεταφορά αυτών των υπηρεσιών στα κτίσματα τούτα.

Σταμάτησε μπροστά στον αδριάντα του Ελευθέριου Βενιζέλου κι έστρεψε το βλέμμα του στο πολύπαθο επίσης Ηρώον. Κι εδώ σκοτείνιασε τελείως… Ήταν από τα τελευταία του έργα στην πόλη μας… Γύρισε να με κοιτάξει με απορία και έστρεψα κι εγώ το βλέμμα μου πέρα προς την Λ. Δημοκρατίας ρωτώντας τον να μου πει ποιος σχεδίασε όλους του δρόμους εκτός των τειχών. Το χαμόγελο επανήλθε και για φτιάξω περισσότερο τη διάθεση τον ρώτησα αν ήταν μέσα στα σχέδιά του να φέρει τον σιδηρόδρομο στο Ηράκλειο. Το κέφι επανήλθε και μου έγνεψε καταφατικά…

«Πόσο μπροστά από την εποχή του…», σκέφτηκα.

Κι ύστερα κατηφορίσαμε πάλι προς το λιμάνι και χαθήκαμε στα στενά της πόλης…

Περάσαμε από το κτήριο του Ευαγγελισμού και σφίχτηκε η καρδιά μου μόλις είδα και πάλι την έκπληξή του. Σε όλη τούτη τη διαδρομή μου αφηγήθηκε όλη του τη ζωή στο Μεγάλο Κάστρο. Μου ‘ πε πως ήρθε «γαμπρός» στον τόπο μας κάπου στα 1903 αφού η γυναίκα του ήταν Ηρακλειώτισσα…

Κι είπαμε και τι δεν είπαμε για κάμποσες ώρες. Ανέβηκε ο ήλιος ψηλά. Κόντευε να μεσημεριάσει. Στο έμπα της οδού Πλάνης σταματήσαμε κι οι δυο και κατάλαβα τελικά γιατί ήταν εκείνος ο βασικός αίτιος για τούτη την ονομασία.

Κι εκεί σιμά στο ξενοδοχείο «Φλωρίδα» σταμάτησε… Οι σκόνες, οι πέτρες, τα χώματα χάθηκαν. Με ένα βαρύ κλειδί άνοιξε την σκαλιστή πόρτα, στο διπλανό κτήριο, κι είδα πλακάκια άσπρα και μαύρα να κοσμούν το δάπεδο και μια μεγάλη ξύλινη σκάλα να οδηγεί στον απάνω όροφο…

Ίσαμε εδώ κράτησε το «ταξίδι» στο χρόνο. Είχαμε φτάσει στο σπίτι του κι όλα ξαναγύρισαν στο σήμερα…

Πρώτη φορά που χάρηκα τη βόλτα μου χωρίς το ποδήλατο. Είχα την πιο σπουδαία συντροφιά στο μεγάλο μου περίπατο στην πόλη.

Φτάνοντας πια με αυτοκίνητο στο σπίτι μου, έψαξα να δω αν η πινακίδα που γράφει το όνομα του «δρόμου μας» ήταν εκεί : οδός Δημ. Κυριακού, Μηχανικός Ηρακλείου!

Χαμογέλασα κι εγώ πλατιά…

Ίσαμε την επόμενη φορά με ή χωρίς ποδήλατο!

Πηγές:

Καφετζοπούλου Κορίνα, 2013, Δ.Κυριακός: Ο άνθρωπος που σχεδίασε το Ηράκλειο, MadeinCreta

Χρυσούλα Τζομπανάκη, Το Ηράκλειο εντός των τειχών, Τ.Ε.Ε. , Ηράκλειο 2000

Το Ηράκλειο και η Νομαρχία του, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηρακλείου, 2005