Πέρασαν πάνω από 50 χρόνια από το χειμώνα 1967-8 που η Χούντα απέσυρε βίαια τη μεραρχία της Κύπρου. Στα απομνημονεύματά του ο Παττακός υποβαθμίζει πως «δεν ήταν πλήρης μεραρχία» και ότι οι Τούρκοι είχαν τα δίκια τους να επισημαίνουν πως συγκροτήθηκε αντίθετα στις προβλέψεις των συνθηκών Ζυρίχης και Λονδίνου.

Για την κοινή γνώμη τα γεγονότα συγκρότησης και διάλυσης της μεραρχίας κορυφώνονται με την προδοτική πρόκληση του 1973 στους Τούρκους να καταλάβουν σημαντικό τμήμα της Κύπρου. Πολλοί θεωρούν βέβαιο ότι η παρουσία της μεραρχίας θα απέτρεπε και το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και την τουρκική απόβαση. Κατά συνέπεια είναι χρήσιμο να αποκαλυφθούν κάποια από τα μυστικά της μεραρχίας που κρατιούνται μέχρι σήμερα στο σκοτάδι και από την ιστορία και από την κοινή γνώμη.

Η γνωστοποίηση αυτών των γεγονότων θα βοηθήσει να αξιολογηθεί με το κριτήριο της εμπεδωμένης γνώσης, η αντιστοιχία ανάμεσα στις βάρβαρες κραυγές δήθεν εθνικοφροσύνης και την υπεύθυνη θωράκιση των εθνικών δικαίων και των συμφερόντων. Διότι, όπως θα αναρωτιόταν κανείς, ποιος συγχωριανός του Παττακού και του Λαδά θα δεχόταν ότι ήταν μεταξύ αυτών που άνοιξαν τις πόρτες στον τουρκικό Αττίλα; Και όμως.

Η απομάκρυνση της μεραρχίας από το νησί τέθηκε για πρώτη φορά το φθινόπωρο του 1967 κατά τη συνάντηση στον Έβρο των Κόλλια- Ντεμιρέλ. Οι συνομιλίες έγιναν στη σκιά της κρατούσας τότε αντίληψης, πως όποιος έμαθε το χειρισμό φονικών όπλων έχει όλα τα προσόντα να χειρίζεται και κάθε άλλο θέμα, οικονομικό, κοινωνικό ή εθνικό.

Έγινε ασφαλώς και υπό το βάρος της τυφλής υπακοής στις ξένες δυνάμεις που υποδαύλισαν και κάλυψαν το πραξικόπημα της 21/4/1967 και πρόσφεραν την ευλογία τους για διεθνή του αναγνώριση, για την οποία οι χουντικοί χρωστούσαν ευγνωμοσύνη. Οι ΗΠΑ έριξαν το βάρος τους υπέρ των τουρκικών επιχειρημάτων κατά τις διπλωματικές διεργασίες πριν και μετά τη συνάντηση Κόλλια – Ντεμιρέλ και όχι μόνο.

Η τελευταία σελίδα ύπαρξης της μεραρχίας παίχτηκε μετά το βασιλικό αντιπραξικόπημα, που διευκόλυνε την απομάκρυνση ή απομόνωση των πατριωτών αξιωματικών, που είχαν συμπράξει στην εκγύμναση, οργάνωση και παράταξη των δυνάμεών της. Στρατιωτικών που προέρχονταν αρχικά από τις τάξεις της ΕΛΔΥΚ. Είχε ήδη προηγηθεί η δυσφήμιση των αξιωματικών εκείνων που κατά ένα μέρος ταύτισαν οι θιασώτες της ανωμαλίας με την κίνηση ΑΣΠΙΔΑ. Μετά την πρώτη εγκατάσταση των δυνάμεων της μεραρχίας αναλήφθηκε η εκγύμναση και η οργάνωσή της από διαθέσιμους αξιωματικούς της ΕΛΔΥΚ, που στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν από εθελοντές αξιωματικούς των ενόπλων μας δυνάμεων.

Όταν έληξε η καταστολή  του βασιλικού αντιπραξικοπήματος μπήκε ως προτεραιότητα για τη Χούντα η μεταφορά της με μεταγωγικά σκάφη του Ναυτικού, ορισμένα από τα οποία αποβίβασαν βίαια, πρωτοστατούντων ανδρών του Α2 υπό τις διαταγές, φυσικά, του Ιωαννίδη. Αν και ζούσα  σε δύσκολες συνθήκες παρανομίας, έμαθα για μια τέτοια περίπτωση μεταφοράς που έγινε στην περιοχή του Πλαταμώνα με βίαιη κατάπνιξη των αντιδράσεων των στρατιωτών.

Εθελοντική σύμπραξη

Η ιδέα για τη σύσταση της μεραρχίας έπεσε σε συζήτηση μεταξύ του Μακαρίου και του Γ. Παπανδρέου, μετά την εμπλοκή στις διεργασίες για το Κυπριακό, που προκάλεσαν γεγονότα σε χωριά του Τρόοδος από τη συμμετοχή μελών της ΕΟΚΑ Β. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας Γαρουφαλιάς και βασίστηκε σε ομάδες εθελοντών.

Κύρια δεξαμενή στρατολόγησης εθελοντών ήταν οι Κύπριοι φοιτητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που  είχε ανοίξει τα χρόνια εκείνα τις πόρτες του χωρίς εξετάσεις για απόφοιτους μέσης εκπαίδευσης από την Κύπρο. Ανάμεσα σε άλλους αναμείχθηκαν νέοι Κύπριοι στην Αθήνα, όπως οι Ανδρέας Χριστοδουλίδης, μετέπειτα διευθυντής του ΑΠΕ και Χρίστος Ψιλογένης,  μετέπειτα διπλωματικός του Υπ. Εξ. Κύπρου και άλλοι.

Σ’ όλη την 5ετή διάρκεια ζωής της μεραρχίας, στελεχώθηκε στο κατώτερο επίπεδό της από εθελοντές, κυρίως Κυπρίους αλλά και Ελλαδίτες. Εθελοντές ήταν και οι αξιωματικοί που εκγύμνασαν και πλαισίωσαν το στρατιωτικό σώμα, ώστε η αναγνώριση του «δικαίου» των τουρκικών διαμαρτυριών από τον Παττακό αφορά όχι στο ελληνικό κράτος, αλλά σε ιδιώτες Έλληνες και Κυπρίους πατριώτες η συμβολή των οποίων προδόθηκε.

Από ιδιώτες συγκεντρώθηκαν και τα πρώτα ελαφρά όπλα που χρησιμοποιήθηκαν, πριν προχωρήσει ο συστηματικός εξοπλισμός της μεραρχίας με ενέργειες κυρίως του Μακαρίου. Όπως οι φοιτητές εθελοντές, έτσι και ο πρώτος εξοπλισμός τους μεταφέρθηκαν στην Κύπρο κυρίως με το γνωστό στους Κρητικούς πλοίο ΚΑΔΙΩ. Όπλα συγκεντρώθηκαν από νοικοκυριά στην Κρήτη, τη Θεσπρωτία και την Ήπειρο.

Η τουρκική εισβολή και κατοχή της Β. Κύπρου επιτεύχθηκε χάρη στον παροπλισμό του σώματος εκείνου, το οποίο η Χούντα των συνταγματαρχών διέλυσε, όπως μεθόδευσε σε όλα τα στάδιά της τη συγκεκριμένη εθνική ήττα. Η καταδίκη τους για εσχάτη προδοσία έχει από μακρού συντελεσθεί, αλλά το μέγεθος της προδοσίας γίνεται νομίζω καλύτερα αντιληπτό με γνώμονα τα παραπάνω, που στηρίχθηκαν στη δράση ιδιωτών.

Δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως η συμμετοχή στη συγκρότηση της μεραρχίας της Κύπρου, ή όποιες άλλες ανάλογες δράσεις, συνεπάγεται καλύτερη κατάρτιση σε άλλα θέματα. Είτε συνδιαλέγεται κανείς με αγνούς πατριώτες, είτε με οπαδούς της δικτατορίας ή και με καναπεδάτους συμπολίτες που θυμούνται το κράτος όποτε βολεύει κυρίως τα στενά συμφέροντά τους.

Μια στιγμή, όμως. Ποιος δίνει το δικαίωμα στις τελευταίες κατηγορίες πολιτών να υβρίζουν και να κατηγορούν συμπολίτες τους, ανεξάρτητα από τη διαδρομή καθενός; Λίγη αυτοσυγκράτηση στο ύφος της επικοινωνίας και της ανταλλαγής επιχειρημάτων δεν θα έβλαπτε.

Πρέπει, εξάλλου, να διευκρινισθεί ο βαθμός αδράνειας που συγχωρείται να παίζει κλωτσοσκούφι κάθε αντίπαλος της χώρας μας με τα κρίσιμα ζητήματα ασφάλειάς της. Η διατήρηση επί 70 χρόνια του ονόματος Μακεδονία στο γειτονικό μας κρατίδιο, η περιφρόνηση της κρατικής μας συμφωνίας στα πλαίσια του ΟΗΕ που καμιά σχεδόν χώρα του κόσμου δεν σεβάσθηκε.

Κι ακόμη η αδιαφορία σύναψης συμφωνίας για τη θαλάσσια ΑΟΖ της χώρας, που σε συνθήκες υποτιθέμενης στενής φιλίας και συνεργασίας με γείτονες αμέλησαν προηγούμενες κυβερνήσεις να θεσμοθετήσουν, ποια από αυτά δικαιολογείται να περιμένουν επ’ αόριστον άλυτα; Κάποια αντικειμενικά κριτήρια για το τι είναι εθνικά ωφέλιμο και τι όχι πρέπει να πρυτανεύσουν στα λόγια και στις πράξεις μας.

Από βάρβαρες κραυγές κούφιας εθνικοφροσύνης και ψευτοπατριωτισμού έχουν χορτάσει οι Έλληνες σε μια μακρά διαδρομή σπαρμένη με τραγωδίες και πολυμέτωπη κατάρρευση. Η μετατροπή των εθνικών ζητημάτων σε ενδοκομματικά, κομματικά και διακομματικά επίδοξα τρόπαια, δεν περιποιεί τιμή σε μια ευρωπαϊκή χώρα και έναν πολιτικά καλλιεργημένο λαό.

*Ο Νίκος Λεβεντάκης είναι μηχανικός