Γιάννης Μοσχονάς
του Γιάννη Μοσχονά

Διαβασμένοι πάνε στη Βουλή οι πολιτικοί μας άρχοντες, κάθε φορά που πρόκειται να αντιπαρατεθούν. Όταν τελειώνουν τα πολιτικά επιχειρήματα και ο πολιτικός λόγος αποκτά χαρακτηριστικά επιθεωρησιακής παράστασης, τότε ανασύρονται οι χρήσιμες ατάκες που κερδίζουν τις εντυπώσεις στο φιλοθεάμον κοινό, «αλιευμένες» από την παγκόσμια λογοτεχνία και τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς, μέχρι και τα κλασικά εικονογραφημένα.

Ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, που διανύουμε κρίσιμη – αν και ακήρυχτη – προεκλογική περίοδο, οι τόνοι της πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ των πολιτικών οξύνονται ακόμα περισσότερο και οι βιβλιογραφικές αναφορές ποικίλλουν, ανάλογα με τα ενδιαφέροντα, αλλά και το επίπεδο του εκάστοτε αναγνώστη-πολιτικού.

Έτσι, ακούσαμε τον πρωθυπουργό, να συνιστά στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, «να μην επικαλείται τον Όργουελ, γιατί άλλαξε απόψεις κατά τη διάρκεια της ζωής του», στην αντιπαράθεσή που είχαν οι δυο πολιτικοί αρχηγοί πριν λίγες μέρες στη Βουλή. Ακούσαμε και τον υπουργό Επικρατείας να εκφωνεί από τον Λυσία τον λόγο «Υπέρ Αδυνάτου», απαντώντας εκ μέρους της κυβέρνησης στην πρόσφατη πρόταση δυσπιστίας που κατατέθηκε από τον κ. Τσίπρα.

Στην ίδια συνεδρίαση ακούσαμε σε υψηλές φωνητικές συχνότητες και τον λαλίστατο αντιπρόεδρο της κυβέρνησης να παρομοιάζει τον ευερέθιστο πληθωρικό πολιτικό του αντίπαλο και συνήθη συνομιλητή του, «με τον σκύλο του Λούκυ Λουκ, τον συμπαθέστατο Ραντανπλάν», ενώ ο δεύτερος τον αποκάλεσε «κλόουν, λαδέμπορα και μαυραγορίτη της κατοχής». Κάποιος άλλος εκλεγμένος εκπρόσωπος του λαού, έκανε λόγο για «πολιτικούς πιθήκους που ουρλιάζουν για να τους φοβηθούν».

Για να μην υπάρχουν όμως παρανοήσεις και παρερμηνεύσεις σχετικά με το περιεχόμενο των παραπάνω αναγνωσμάτων, που χρησιμοποιήθηκαν με αναφορές από τους πολιτικούς μας, ελλείψει πολιτικών επιχειρημάτων, αλλά και επειδή πιστεύω ότι κατά κάποιον τρόπο σχετίζονται με τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα, επισημαίνω μερικές σκέψεις:

Ο Όργουελ, ήταν λογικό να «παίζει δυνατά» αυτήν την περίοδο, λόγω του «Μεγάλου Αδελφού» που συναντάμε στο «1984», στον οποίο μας παραπέμπει συνειρμικά, το τεράστιο σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, μέσω του σύγχρονου «Μεγάλου Αδελφού», γνωστού και ως «Predator».

Οι αναγνώστες του βιβλίου, αλλά ίσως και οι κριτικοί του, απέδωσαν μια υπερβολικά σημαντική θέση στον «Μεγάλο Αδελφό», και δεν εκτίμησαν αρκετά, όσο τουλάχιστον θα ήθελε ο συγγραφέας, το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου. Αυτό που αφηγείται το «1984», είναι ακριβώς η ιστορία μιας ατομικής, μοναχικής διαδρομής. Είναι γιατί, ο Όργουελ πίστευε περισσότερο στη δράση ενός μεμονωμένου ατόμου, παρά σ’ εκείνη των μαζών.

Τα επεισόδια, όπως αυτά εξελίσσονται μέσα στο βιβλίο, αφηγούνται δύο παράλληλες διαδρομές. Εκείνης της βαθμιαίας συντριβής, να συνυπάρχει ταυτόχρονα με την ενδυνάμωση της αντίστασης. Μόνο που και οι δύο αυτές διαδρομές αφορούν το ίδιο πρόσωπο. Το «1984», αποτελεί αναμφίβολα ένα πολιτικό έργο, αλλά και ένα εμπνευσμένο προφητικό μυθιστόρημα, που υπηρετεί τη μεγάλη παράδοση των αντιστασιακών αφηγήσεων.

Ο πρωταγωνιστής του μύθου είναι ένας άνθρωπος που καταφέρνει να κατακτήσει την ελευθερία του, αρνούμενος μέχρι και την τελευταία στιγμή να συμβιβαστεί με την εξόντωσή του. Αποτελεί όμως συνάμα και μια ηχηρή, αλλά και σωτήρια προειδοποίηση για το μέλλον, αν και δεν ήταν το μόνο από τα γραφόμενα εκείνης της εποχής, που προειδοποιούσαν γι’ αυτά που ακολούθησαν…

Μπροστά στο χάος του 20ου αιώνα, στην οικονομική κρίση που πλήττει τις δυτικές χώρες και στην άνοδο των ολοκληρωτικών καθεστώτων, ο Όργουελ είναι ένας άνθρωπος που αναζητάει τον δρόμο του στην πολιτική. Προσπαθεί ο ίδιος να κατανοήσει τι είναι πολιτική και τι μπορεί να κάνει ένας ελεύθερος άνθρωπος. Δεν είναι απλά ένας θεωρητικός ερευνητής, αλλά ένας συγγραφέας που μελετά με ερευνητική ματιά τον κόσμο της εργασίας, τον ισπανικό εμφύλιο και τον σοβιετικό ολοκληρωτισμό. Ξεκινάει ως μαρξιστής, υιοθετώντας αρχικά έναν αδιάλλακτο σοσιαλισμό, αλλά στην πορεία μετατοπίζεται σε έναν τύπο σοσιαλδημοκρατίας, που τον οδηγεί στο να απαρνηθεί την ιδέα της επανάστασης.

Η πεποίθησή του ότι, δεν περιμένει και δεν πιστεύει σε μια προλεταριακή επανάσταση, καταγράφεται με λεπτομέρεια στο «1984». Αντίθετα, διαβλέπει την βελτίωση της πολιτικής κατάστασης μέσα από μια «ανώτερη μεσαία τάξη», η οποία είναι αρκετά μορφωμένη και συνετή, ενώ διαθέτει την επίγνωση του κινδύνου που εγκυμονεί μια βίαιη επανάσταση. Κατά τον Όργουελ, ο λαός είναι ο πληθυσμός που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Είναι το σύνολο των κοινωνικών ομάδων των οποίων το βιοτικό επίπεδο είναι τόσο χαμηλό, που τους αποκλείει την πρόσβαση στο σύστημα υγείας αλλά και στην εκπαίδευση. Εν τέλει, ο λαός είναι και το μεγάλο θύμα της καπιταλιστικής καταπίεσης.

Το μυθιστόρημα «1984» του Όργουελ, αν και προφητικό, είναι περιορισμένο, όπως και τα μέσα καταναγκασμού της δικτατορίας που παρουσιάζει, συμπεριλαμβανομένης και της περίφημης «οθόνης» που παρακολουθούσε τους ανθρώπους, η οποία όμως υπήρχε ήδη. Είναι γιατί, το σύνολο αναφοράς του Όργουελ περιορίζεται στον σταλινισμό. Για το λόγο αυτό ο φασισμός και ο ναζισμός απουσιάζουν παντελώς από το έργο του.

Να σημειώσουμε επίσης ότι, ο Όργουελ στο «1984» δεν προτείνει καμία λύση για να αλλάξουν τα πράγματα. Χρησιμοποιώντας παρελθόντα χρόνο, υπαινίσσεται έμμεσα ότι το καθεστώς του «Μεγάλου Αδελφού» δεν υπάρχει πλέον, χωρίς όμως να εξηγεί στον αναγνώστη με ποιο «μαγικό» τρόπο κατέρρευσε αυτό το ολοκληρωτικό καθεστώς.

Στα κείμενά του ο Όργουελ υπερασπίζεται μια δική του αλήθεια, την οποία όμως δείχνει να μην την κατέχει καλά ούτε ο ίδιος, αλλά την προσδιορίζει από τα βασικά χαρακτηριστικά της. Η γραφή του είναι καταγγελτική και αρκετές φορές χρησιμοποιεί πολεμικό τόνο. Το βλέπουμε αυτό, τόσο στο «1984», όσο και στη «Φάρμα των Ζώων». Για εκείνον, η πολιτική εξουσία είναι ένα «εργοστάσιο παραγωγής ψεύδους».

Σε όλη του τη ζωή ο Όργουελ δεν φοβήθηκε και δεν εντάχθηκε σε καμία πολιτική ορθοδοξία, ενώ ο ίδιος περιέγραψε συνοπτικά το νόημα της συγγραφικής του προσπάθειας: «Κάθε γραμμή σοβαρού έργου που έχω γράψει από το 1936 και μετά, γράφτηκε άμεσα ή έμμεσα, εναντίον του ολοκληρωτισμού και υπέρ του δημοκρατικού σοσιαλισμού, όπως εγώ τον καταλαβαίνω». Σήμερα, όλοι σπεύδουν να τον οικειοποιηθούν. Τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξιά, ερμηνεύοντας όμως το έργο του κατά το δοκούν.

Ο υπουργός Επικρατείας, που εμφανίστηκε στη Βουλή ως «σύγχρονος Λυσίας» – αμετάφραστος και μεταφρασμένος – υπέδειξε ασυναίσθητα ως «Αδύνατο» εντολέα του, τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Ο φημισμένος ρήτορας Λυσίας (450-371 π.Χ.) αναλάμβανε τη σύνταξη δικανικών λόγων έναντι αμοιβής, για το δικαστήριο της αθηναϊκής δημοκρατίας. Έγραψε τον λόγο «Υπέρ Αδυνάτου», για να τον εκφωνήσει ένας πολίτης ο οποίος εμφανιζόταν ως ανάπηρος και ανίκανος να εργαστεί, παίρνοντας έτσι από έναν οβολό τη μέρα για να ζήσει.

Ο κατήγορός του όμως υποστήριζε ότι, ο «Αδύνατος» κακώς συνταξιοδοτείται, αφού ασκούσε κανονικό επάγγελμα, συναναστρεφόταν  πλούσιους και ανέβαινε σε άλογα για τις μετακινήσεις του. Επρόκειτο δηλαδή – σύμφωνα με τον κατήγορο – για μια περίπτωση ανάπηρου-«μαϊμού», όπως θα λέγαμε σήμερα. Επίσης, δεν γνωρίζουμε τι απέγινε τελικά ο «Αδύνατος» του Λυσία. Το μόνο ιστορικό στοιχείο που διασώζεται μέχρι σήμερα, είναι ένας υπέροχος δικανικός λόγος, που αποτελεί ένα αριστουργηματικό μνημείο υπεκφυγών και παρακάμψεων των λογικών επιχειρημάτων.

Παρακολουθήσαμε την πρόταση μομφής, αλλά δεν μάθαμε και τίποτα παραπάνω για τους λόγους που την προκάλεσαν. Όσο για τον Λούκυ Λουκ, που κι εμείς διαβάζαμε μικροί, με τον συμπαθέστατο σκύλο του Ραντανπλάν, που αντιδρούσε στον πόνο με καθυστέρηση,  έχω να κάνω μόνο ένα σχόλιο. Κάποιοι άνθρωποι, δεν μπορούν να γελάσουν οι ίδιοι με τον εαυτό τους και το αφήνουν στους άλλους να το κάνουν.

https://moschonas.wordpress.com