Πώς να μυρίσεις τα αρώματα του φθινοπώρου μέσα από το γυαλί;

Πώς να δεις εκείνο το χρώμα τ’ ουρανού που χίλιες αποχρώσεις αλλάζει ανάλογα με το φως της αυγής ή του δειλινού.

Ένα φύλλο κρατούσα χθες να το δείξω στα παιδιά μου από μια κληματαριά που αγάπησε παράφορα το φθινόπωρο. Κοκκίνησε ολόκληρη από ντροπή κι αγάπη κι έγινε τόσο έντονο τούτο το χρώμα που μοιάζε σαν να ‘χαν πάρει όλα τα φύλλα φωτιά.

Δεν ξέρω τι ένιωσαν, δεν ξέρω καν αν κατάλαβαν τι ήθελα να τους πω.

Όλοι μας πια πίσω από μια κάμερα με τις ευλογίες της πολιτείας, της πανδημίας και όλων όσων ήθελα έναν big brother στη ζωή μας.

Πώς να κρατήσεις το ενδιαφέρον ενός παιδιού που καλά καλά δεν έχει κλείσει τα τέσσερα του χρόνια μπροστά σε μια  οθόνη; Δεν ξέρει ούτε να διαβάζει, ούτε να γράφει…μόνο ζωγραφίζει.

Θα πρέπει να ξέρεις εκατοντάδες εφαρμογές τις οποίες και να εφαρμόζεις…

Θα πρέπει να είσαι άσσος  στην κατασκευή υλικού δια δραστικού κατά προτίμηση.

Θα πρέπει να εμψυχώνεις τα παιδιά σου, να τους μάθεις τα βασικά σε μια οθόνη θολή πολλές φορές και φυσικά να προσέχεις  να δίνεις δύναμη και κουράγιο στους γονείς τους.

Η εκδίκηση της τεχνολογίας για όσους αρνούνται πεισματικά τις οθόνες, τα κινητά τηλέφωνα, τα τάμπλετ κλπ.

Τον έκλεισα τον υπολογιστή μου με δύναμη. Τον έκρυψα κάτω από ένα μαξιλάρι όπως τότε που κάναμε όταν είμασταν παιδιά. Πήρα το σκούφο μου, τα γάντια, το κασκόλ, το ποδήλατο κι όρμησα έξω. Ούτε η βροχή με σταμάτησε ούτε κανείς. Μόνο μια στιγμή κοντοστάθηκα να στείλω ένα μήνυμα με κωδικό 6… Στη θάλασσα να κατέβω, τον Άρχοντα Κούλε να καλησπερίσω. Συντροφιά μου στο καλάθι μου το κατακόκκινο φύλλο. Έψαχνα γύρω κάποιον να του το δείξω.

Οι ελάχιστοι που κυκλοφορούσαν ήταν σκυθρωποί. Έβλεπα μόνο μάτια και μάσκες μονόχρωμες, σκούρες, ιατρικές, μια μόνο ήταν λίγο χρωματιστή, λίγο πιο χαρούμενη. Η δική μου είχε ζωγραφισμένες πάνω της κατακόκκινες παπαρούνες. Την Άνοιξη να μου θυμίζει…τα χρώματα, την ομορφιά του κόσμου.

Στερέωσα τα μάτια μου στη θάλασσα…

Όλα στη θέση τους, όλα όπως κάθε μέρα, μόνο που ήταν απλωμένο παντού το γκρίζο. Φθινόπωρο σκέφτηκα, λογικό να συμβαίνει. Δεν ήταν όμως το ίδιο όπως τα άλλα φθινόπωρα που είχαμε ζήσει. Ένα δυο γνωστοί με προσπέρασαν τρέχοντας, κι εκείνοι με κωδικό 6. Στη στροφή καταλάβαμε ποιοι είμασταν κι ακούστηκαν οι καλησπέρες σαν διαβατάρικα πουλιά που βιάζονταν να φύγουν… Ερημιά είχε το λιμάνι για τέτοια ώρα. Πήρα με το ποδήλατο να ανεβώ την οδό Πλάνης, σκοτεινή, έρημη κι αυτή.

Περιστέρια και καθαροί δρόμοι, παράξενη εικόνα. Χαμογέλασα, δεν προλαβαίνουν πια να τους βρωμίσουν οι άνθρωποι … Είναι  λίγοι οι περπατητές της περιοχής. Ίσαμε να φτάσω στα Λιοντάρια φωνή δεν ακούστηκε. Κι εκεί η εικόνα ήταν ακόμα πιο μελαγχολική. Όλα κλειστά. Ούτε μια καρέκλα από τα γνωστά καφέ δεν επιτρεπόταν να υπάρχει στην Πλατεία. Το κόκκινο φύλλο μου έκανε μικρά φτερουγίσματα μέσα στο καλάθι μου… Σαν να ήθελε κάτι να μου πει!

Έχει δυο πλατάνια τούτη η Πλατεία. Το ένα κοντά στη θέση εκείνου του μεγάλου που ‘τανε κρεματόριο στα χρόνια της Τουρκικής Οθωμανικής κυριαρχίας στην πόλη μας. Τούτος είναι μικρός ακόμα, είχε όμως πορτοκαλιά τα φύλλα του κι άλλα πιο καφετιά είχαν κυλήσει μέσα στα νερά του μεγάλου Σα-ντριβανιού. Έτσι το φώναζαν στο Μεγάλο Κάστρο τα παλιά τα χρόνια!

Κοίταξα γύρω ….Η σιωπή απλωμένη, τα χρώματα κρυμμένα!

Έπιασα ευλαβικά το φύλλο μου και τ’ άφησα μέσα στη μεγάλη γούρνα. Ξεχώριζε το χρώμα και το  σχήμα του κι άρχισαν να φτιάχνουν εικόνες τα μάτια και το μυαλό. Μου φάνηκε πως έγινε βαρκούλα χριστουγεννιάτικη που ταξίδευε στη θάλασσα των Παραμυθιών. Κι ύστερα μεταμορφώθηκε σε μπάλα φωτεινή και κατακόκκινη που πήρε χέρι παιδικό και την στόλισε στο δεντράκι του σπιτιού του…

Ένα περιστέρι τ’ ακούμπησε με το ράμφος του. Το ζάλισε κι αυτό τούτο το σκούρο κόκκινο – χάλκινο χρώμα κι είδα το φύλλο μου να σηκώνεται σιγά σιγά. Σαν να φύσηξε άνεμος δυνατός κι άρχισε να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά. Να στροβιλίζεται αλλά να ανεβαίνει…

Κι είδα εκείνο το μικρό ροζ συννεφάκι που φάνηκε στον ουρανό να του δίνει το  χέρι του, να το τραβάει μαζί του. Κι έγινε Πρίγκιπας το φύλλο μου, Χαρταετός κατακόκκινος κι έκανε άλογο του το σύννεφο κι άρχισαν μαζί να καλπάζουνε στο άγνωστο. Τότε κατάλαβα πως τούτο το φύλλο το κατακόκκινο, που ήθελε η  φαντασία να ζωντανέψει ήτανε μήνυμα ξεκάθαρο πως φεύγει τούτο ο μήνας κι έρχεται εκείνος ο λαμπρός και κατακόκκινος Δεκέμβρης!

Κοίταξα γύρω… Μόνη είχα μείνει και σκοτείνιαζε σιγά σιγά…

Μου ‘λειπαν τα φώτα της πλατείας. Το φύλλο μου είχε κάνει φτερά….

Χαμογέλασα πλατειά κι έκανα ένα νεύμα με το χέρι μου στον αέρα!

Καλοστραθιά Νοέμβριε…

Καλώς τον Δεκέμβριο, τον πατέρα των Παραμυθιών!