Οδεύοντας προ το τέλος του έτους και στην αρχή του επόμενου,  ολοένα και πλησιάζουμε κοντύτερα στην διόλου τυπική υπόθεση της εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία κατά τα φαινόμενα δεν θα αποδειχτεί κι ούτε προοιωνίζεται ως μια συνήθης, κλασσική και τυπική διαδικασία.

Είθισται, αυτή να στοχεύει σε ένα πρόσωπο της αντιπολίτευσης που θα συγκεντρώνει  όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό βουλευτών. Όμως κατά τα φαινόμενα η συγκεκριμένη  επιλογή θα έχει στραμμένο το βλέμμα της στο απώτερο μέλλον, ένα μακρυνό  χρονικό όριο, μέσα στο οποίο όμως εμφιλοχωρούν, περιπλέκονται και διασταυρώνονται πολλά και ποικίλα αξιοσημείωτα και ενδιαφέροντα πολιτικά σενάρια.

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης  δεν χάνει ευκαιρία να δηλώνει σε συνεντεύξεις του ότι η επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα γίνει το έτος 2027, κάτι βεβαίως που δεν μας εγγυάται κανείς, όπως ισχύει στην πολιτική.

Αν όμως κρίνουμε από τις γενόμενες,  τελευταία, δημοσκοπήσεις τα ποσοστά του κόμματός του κυμαίνονται περί το 30%, και αν τα ποσοστά συνεχιστούν έτσι, θα απαιτηθεί η παρουσία και συνεργασία κάποιου άλλου κόμματος για να σχηματισθεί  κυβέρνηση, μια εξέλιξη όχι συνήθης και εύκολα  αποδεκτή στα μεταπολεμικά πολιτικά χρονικά μας.

Κι εδώ αρχίζουν τα σενάρια των απαιτούμενων και αναγκαστικών κοινοβουλευτικών συμμαχιών. Η ύπαρξη μιας πρόθυμης, χρήσιμης και άκρως απαραίτητης αντιπολίτευσης, ένας κυβερνητικός εταίρος που θα προέλθει από την σημερινή ή όπως θα έχει αυτή εξελιχθεί και μετατραπεί μετά από δύο χρόνια.

Οι λύσεις, ή σωστότερα οι αναζητήσεις συμμάχου, θα γίνουν από τη μια ή την άλλη μεριά του πολιτικού εκκρεμούς. Όλες οι άλλες φαντάζουν όχι αδύνατες αλλά με τα σημερινά δεδομένα σουρεαλιστικές.

Παρά το γεγονός ότι στο κόμμα της ΝΔ κάποιοι θα έβλεπαν ευνοϊκά την προσφυγή στην Ελληνική Λύση ή στο  κόμμα της κ. Λατινοπούλου, οι περισσότεροι μεταξύ των οποίων και ο πρωθυπουργός προτιμούν την συνεργασία με κεντρώα παραδοσιακά κόμματα στα οποία άλλωστε έχει στρέψει το βλέμμα της η ΝΔ ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης καταλαμβάνοντας εκεί αρκετό ζωτικό τους χώρο.

Δεν είναι τυχαίο ότι και στη σημερινή του κυβέρνηση, όπως και στην προηγούμενη, ένα σοβαρός αριθμός υπουργών προέρχονται από άλλες πολιτικές θέσεις, εκτός της ΝΔ. παρά τις υποβόσκουσες μεμψιμοιρίες και αντιρρήσεις παραδοσιακών στελεχών του κόμματος.

Έτσι η αναγκαστική πορεία και προσφυγή του για βοήθεια, είναι το ΠΑΣΟΚ. Δίπλα σε αυτό, βρίσκονται διασκορπισμένοι οι μικροί σχηματισμοί και οι απολήξεις εκείνες που προήλθαν από την κατακερμάτιση του πρώην ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες ακόμα δεν έχουν λάβει την οριστική τους μορφή και βεβαίως η Ζωή Κωνσταντοπούλου, η ανήμπορη και εξαϋλωμένη δημοσκοπικά Νέα Αριστερά και το ΚΚΕ.

Συνεργασία με κάποιο από όλα αυτά φαντάζει μάλλον απίθανη πραγματικότητα. Μια ενδιαφέρουσα εδώ παρατήρηση είναι ότι σε αυτά τα ακραία έχουν κατευθυνθεί, για την ώρα,  ορισμένοι ψηφοφόροι της ΝΔ, ενώ  σεβαστό ποσοστό ψηφοφόρων προτίμησε την αποχή στις ευρωεκλογές, αν θεωρήσουμε αυτές ως ένα σταθερό και σχετικά πρόσφατο σημείο.

Αρκετοί διατείνονται ότι με αυτές τις προτιμήσεις ήθελαν να δώσουν ξεχωριστό μήνυμα δυσαρέσκειας προς το εσωτερικό της ΝΔ για τα μέχρι τώρα πειραγμένα της.

Για τις αστοχίες και τις ατολμίες της. Την έλλειψη σοβαρών προσπαθειών για μεταρρυθμίσεις σε ζωτικής φύσεως ζητήματα της κοινωνίας τα οποία επηρεάζουν την καθημερινότητα των πολιτών και τονίζονται συχνά.

Αν κρίνουμε από την μέχρι τώρα προτίμηση της κυβέρνησης παρατηρούμε μια τάση για επιδοματική πολιτική σε ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες και συνταξιούχους, κάτι όμως που εμπίπτει στη σφαίρα του λαϊκισμού και όχι της πραγματικής ανάπτυξης της οικονομίας και θα φανεί σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια τις γιορτινές ημέρες που βρίσκονται μπροστά μας.

Όμως αυτά θα περάσουν σύντομα και το 2025, βρίσκεται μια ανάσα κοντά μας με όλα τα σοβαρά γεγονότα, αρχής γενομένης με τα ονόματα των υποψηφίων για το αξίωμα και φυσικά την εκλογή  Προέδρου Δημοκρατίας. Οι σχετικές διαδικασίες της Πολιτείας, είναι γνωστές.

Όμως εδώ δεν λείπει το φαινόμενο του εκλογικού αιφνιδιασμού από τη μεριά της ΝΔ., κάτι που όμως θα φανεί από τον αριθμό των βουλευτών που θα συγκεντρώσει η γενόμενη εκλογική διαδικασία.

Επειδή η λαϊκή εντολή το μακρυνό έτος 2027 μάλλον θα επιβάλλει συνεργασίες πολιτικών κομμάτων, θα απαιτηθεί ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας με ευρεία αποδοχή, με πολιτικό κύρος και πείρα για να συντονίσει και να ανταπεξέλθει στις πολλαπλές και δύσκολες ζητήσεις μεταξύ των πολιτικών αρχηγών.

Όσο κι αν αυτά τα σενάρια αφορούν εκείνο το χρόνο, εν τούτοις επηρεάζονται δραματικά από τις τωρινές επιλογές οι οποίες θα ξεδιπλωθούν και θα σκιαγραφηθούν πολύ σύντομα.  Το μόνο σίγουρο για την ώρα είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν θα επιθυμούσε να δει βουλευτές του κόμματος του να ψηφίζουν αρνητικά σε μια πρότασή του, και να επαναληφθεί εκείνη η δική του στάση με τον Προκόπη Παυλόπουλο, το 2015!

Ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης είναι τέως διευθυντής Χειρουργικής και συγγραφέας