Ο Φώτης Συντιχάκης, μαθητής του Λυκείου Επισκοπής, πρώτευσε μεταξύ 180 συνυποψηφίων του στο νομό μας στο διαγωνισμό EUROSCOLA που προκήρυξε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η Κλειώ Κοκολάκη, μαθήτρια του Γυμνασίου Αγίας Βαρβάρας, έλαβε τη 2η πανελλήνια θέση στο διαγωνισμόπου διοργάνωσε η UNESCO με θέμα τον εθελοντισμό.
Οι περιπτώσεις του Φώτη και της Κλειούς – δύο ενδεικτικές περιπτώσεις πρόσφατων φωτεινών επιτυχιών μαθητών περιφερειακών σχολείων – φέρνουν στην επικαιρότητα έναν καίριο παιδαγωγικό προβληματισμό που σχετίζεται με το ερώτημα αν το επαρχιακό περιβάλλον είναι πρόσφορο παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά για την επίτευξη σημαντικών διακρίσεων.
Η εποχή της κοινωνικοπολιτιστικής πλεονεξίας των αστικών κέντρων που σε άλλες εποχές ήταν καταλυτική, σε σημαντικό βαθμό έχει πια παρέλθει. Κι αυτό γιατί έχει αλλάξει το κοινωνικό πορτρέτο της επαρχίας καθώς οι διαφορές μεταξύ πόλης και υπαίθρου αμβλύνονται. Δεν υπάρχει πια η ένδοια γνώσεων καθώς η πληροφορία κάθε είδους μέσω του διαδικτύου είναι προσβάσιμη σε όλους τους μαθητές τόσο στην πόλη όσο και στην ύπαιθρο και τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης έχουν δημιουργήσει πια την πραγματικότητα ενός οικουμενικού χωριού.
Παράλληλα η άνεση στις μετακινήσεις δημιουργεί την αίσθηση ότι τα χωριά θεωρούνται πια συνοικίες των πλησιέστερων αστικών κέντρων και συμβάλλει ώστε τα παιδιά της ενδοχώρας να μην στερούνται σε ερεθίσματα και προσλαμβάνουσες. Το αξίωμα «κακό χωριό τα λίγα σπίτια» δεν φαίνεται να έχει πια το νόημα που είχε άλλες εποχές.
Ένας ιδιότυπος εξαστισμός παραμέρισε την πολιτιστική υστέρηση των αγροτικών περιοχών και την απομόνωσή τους από τον κύριο κορμό της ελληνικής κοινωνίας. Παράλληλα η ποιότητα ζωής που οι περιβαλλοντικές συνθήκες υπάρχουν εκεί και οι πιο υγιείς ανθρώπινες σχέσεις καθιστούν το επαρχιακό περιβάλλον πιο δυναμικό παιδαγωγικά.
Ουσιαστικά μόνο η κοινωνικοοικονομική θέση της οικογένειας παραμένει ως σοβαρός διαμορφωτικός παράγοντας των εκπαιδευτικών ανισοτήτων. Καθώς όμως η οικονομική κρίση έπληξε περισσότερο τα αστικά κέντρα, η επαρχία πλησίασε ή μπορεί και να ξεπέρασε το βιοτικό επίπεδο της πόλης και παρατηρείται μια οργανική ένταξη των κατοίκων της στον σύγχρονο βιομηχανικό πολιτισμό. Και στο βαθμό που αυτή η υστέρηση υφίσταται, μπορεί, αν όχι να παρακαμφθεί, να περιοριστεί η δυσμενής της επιρροή από την σημαντική παράμετρο της δυναμικής του σχολείου.
Την πιο αισιόδοξη έκφραση αυτής της αντίληψης τη διατύπωσε ο Brookover (1978) που κατέδειξε ότι το σχολικό κλίμα αποτελεί περισσότερο αξιόπιστο δείκτη πρόβλεψης της ακαδημαικής προόδου απ’ ότι η κοινωνικο- οικονομική κατάσταση των μαθητών. Τα ασύγκριτα πλεονεκτήματα που δημιουργεί η ιδιαίτερη φυσιογνωμία των επαρχιακών σχολείων (π.χ. άπλετος ζωτικός χώρος, ύπαρξη ολιγομελών τμημάτων και στενότερη παιδαγωγική σχέση ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς και στους μαθητές) συνιστούν μια σημαντική υπεροχή απέναντι στα μεγάλα αστικά σχολεία.
Πέρα απ΄αυτό, αν δεχτούμε ότι κάθε σχολική μονάδα αποτελεί ένα αυτοτελές οικοσύστημα που διέπεται από συγκεκριμένες παραμέτρους και ένα ιδιότυπο σύστημα σχέσεων, τότε έχουμε κάθε λόγο να πιστέψουμε ότι τα επαρχιακά σχολεία λειτουργώντας σε συνθήκες παιδαγωγικά πιο πρόσφορες, χωρίς τη μαζοποίηση και την απροσωποποίηση των πολυπληθών σχολείων, μπορούν να κινητοποιήσουν πιο δημιουργικά τις εγγενείς ικανότητες των μαθητών που φιλοξενούν.
Οι παράγοντες που συνιστούν την «αόρατη παιδαγωγική» (ισχυρή εσωτερική συνοχή, συλλογικότητα, ομοιογένεια, συσπείρωση, υποστηρικτικό καθοδηγητικό κλίμα) συντείνουν στην οικοδόμηση διακριτής ταυτότητας και κουλτούρας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που τα περιφερειακά σχολεία , παρόλο που υστερούν σε μαθητικό πληθυσμό, πρωτοστατούν τα τελευταία χρόνια στο νομό μας σε φιλόδοξες πολιτιστικές δραστηριότητες.
Οι διακρίσεις του Φώτη και της Κλειούς καταδεικνύουν ότι οι φιλόδοξοι επαρχιώτες μαθητές δεν αισθάνονται παιδιά ενός κατώτερου θεού και καταρρίπτουν το μύθο περί πατρικείων αστών μαθητών και πληβείων αγροτόπαιδων συμμαθητών τους. Με το φωτεινό τους στίγμα δίνουν τη δική τους απάντηση στον κορυφαίο παιδαγωγικό προβληματισμό σχετικά με τους παράγοντες που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ακαδημαϊκή πρόοδο των μαθητών μας.
Κι αν τολμήσουμε –καταληκτικά – να αποδεχτούμε ότι ότι το σχολείο σήμερα , ανάμεσα στ’ άλλα, αναλαμβάνει τον κορυφαίο παιδαγωγικό ρόλο ν’ αναδείξει και να ενισχύσει τις θετικές προδιαγραφές που οι εγγενείς ικανότητες των παιδιών και η πρωτογενής οικογενειακή – κοινωνική τους υποδομή καθορίζουν, τότε σαφέστατα τα επαρχιακά σχολεία έχουν μια προνομιούχα δυναμική στην επίτευξη αυτού του στόχου. Στο βαθμό που αυτή μπορεί να εξασφαλιστεί περαιτέρω έχουμε κάθε λόγο να ελπίζουμε ότι διακρίσεις σαν του Φώτη και της Κλειούς θα γίνουν συχνότερες στα χρόνια που έρχονται.
* Ο Δημήτρης Μαγκαφουράκης είναι διευθυντής του Λυκείου Επισκοπής.