Ο Ζάχος και η Μαρία είναι νεαρό ζευγάρι. Παντρεύτηκαν από έρωτα πριν από τρία χρόνια.

Ο Ζάχος είναι φρέσκος δικηγόρος. Εργάζεται σε κάποια εταιρεία. Η Μαρία είναι κομμώτρια.

Όμως από τότε που γέννησε τον Γιωργάκη, τον πρώτο χρόνο μετά από τον γάμο τους, σταμάτησε την δουλειά. Ο Ζάχος αγαπά πολύ την Μαρία. Όμως η αγάπη της Μαρίας – είναι πραγματικώς ωραία γυναίκα – γρήγορα ξεθύμανε. Και άρχισε να περιφρονεί τον άντρα της και να του κάνει πείσματα.

Είχαν κάπως μεγάλη διαφορά ηλικίας. Και όσο εκείνη τον περιφρονούσε ερωτικώς, τόσο ο Ζάχος την αγαπούσε περισσότερο. Και άρχισαν και οι ψιλοκαβγάδες μεταξύ τους.

Ώσπου, μετά από ένα χοντρό καβγά, απόγευμα, ημέρα που έκλειναν τα τρία χρόνια γάμου, η Μαρία έφυγε θυμωμένη από το σπίτι.

Ο Ζάχος υπέθεσε ότι ήτανε κάτι προσωρινό και ότι η γυναίκα του πήγε στης μητέρας της το σπίτι. Όμως η Μαρία εξαφανίστηκε. Είχαν χαθεί τα ίχνη της. Τα τηλεφωνήματα του Ζάχου στο κινητό της έμεναν αναπάντητα. Δεν απαντούσε ούτε στα μηνύματά του. Ούτε η μητέρα της ήξερε τίποτε. Ανησυχούσε κι αυτή. Έτσι τέλος πάντων έλεγε.

Στενοχωρήθηκε πολύ ο Ζάχος. Κάτι τέτοιο δεν το περίμενε. Άρχισαν και οι δυσκολίες.

Ο Ζάχος έφευγε νωρίς για το γραφείο. Αναγκαζόταν να πηγαίνει τον Γιωργάκη στην μητέρα του, που έμενε στον επάνω όροφο της πολυκατοικίας, για να τον προσέχει, μέχρι να τον πάρει το λεωφορείο του παιδικού σταθμού το πρωί. Η ίδια τον παραλάμβανε στις τέσσερις το απόγευμα από το λεωφορείο.

Γκρίνιαζε η μητέρα του και κατηγορούσε την νύφη της. Υπέφερε ο Ζάχος. Όμως αγαπούσε ακόμη την Μαρία. Και η αγάπη του φούντωνε, αντί να ξεθυμάνει. Και ζήλευε τρομερά: πού  νά ‘ναι τώρα, τι άραγε να κάνει…

Τα βράδια, πριν ο ίδιος κοιμηθεί, τάιζε και κοίμιζε τον Γιωργάκη. Και ύστερα έβαζε σε χαμηλή μουσική παλιά παραπονιάρικα ερωτικά τραγούδια.

Ένα από αυτά ήτανε το τραγούδι του Νίκου Γούναρη «Πού να ‘σαι  τώρα αγαπημένη…» Πριν τα άκουγε μαζί με την Μαρία. Τώρα τα άκουγε μόνος και του ερχότανε να κλάψει. Και μετά, όταν το τραγούδι σταματούσε, άκουγε σαν αντίλαλο μέσα του μια παράξενη μουσική, σαν κάποιος να επαναλάμβανε τραγουδιστά το όνομά της «Μαρία… Μαρία…».

Ώσπου ο Ζάχος, τρεις μήνες μετά από την εξαφάνισή της, σκέφτηκε να κάνει κάτι πονηρό. Έστειλε στο κινητό της γυναίκας του ένα ψεύτικο μήνυμα. «Μαρία, γύρνα στο σπίτι. Ο Γιωργάκης αρρώστησε. Είναι βαριά».

Κυριακή πρωί της το έστειλε. Δώδεκα το μεσημέρι ήρθε η Μαρία αλαφιασμένη. Φαίνεται, έμενε κάπου κοντά.

-Πού είναι το παιδί; ρώτησε ταραγμένη.

-Το έχει η μητέρα μου, επάνω. Είναι καλά. Ψέματα σ’ το έγραψα…

-Γιατί; Εγώ κόντεψα να πεθάνω από την αγωνία μου…

-Γιατί σ’ αγαπώ. Σε θέλω κοντά μου… της απάντησε απλά.

Συγκρατήθηκε να μην κλάψει. Δάκρυσε και η Μαρία. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν ερωτικά. Αφορμή ζητούσε και η Μαρία, να γυρίσει.

Το είχε μετανιώσει.

Απερισκεψίες και πείσματα νεανικά.