Περιδιαβαίνοντας χωρίς κανένα συγκεκριμένο προορισμό, τα δρομάκια της σκέψης, τα μισοσβημένα μονοπάτια της μνήμης αλλά και τα ελεύθερα σοκάκια του νου, καταλήγω συχνά σε μια πέτρινη βρύση. Στην άκρη του δρόμου, όπου καθίζω με λυτρωτική ανακούφιση στο πέτρινο πεζούλι, δίπλα στο κουτσουνάρι, με τις σκέψεις να πετάνε γύρω μου σαν τρομαγμένα πουλιά… Σκέψεις φορτωμένες με αγωνίες, τραυματισμένες από γεγονότα, αλλά και πλημμυρισμένες από έρωντα και ξομπλιαστά αισθήματα. Πάντα ο έρωντας κατορθώνει να επιβιώνει μέσα σε όλες τις αντίξοες και αρνητικές συνθήκες. Πώς τα καταφέρνει είναι ένα μυστήριο. Τα καταφέρνει ωστόσο και κρατεί τον άνθρωπο σε μια ενδιαφέρουσα εγρήγορση. Σε ένα χαμηλό κλαδάκι στη διπλανή βελανιδιά, κάθεται ένα πουλάκι που σιγοκελαϊδεί, και κάποια στιγμή, με ανθρώπινη φωνούλα το ακούω να λέει:

Άνθρωπος που δεν έτυχε αγάπη να γνωρίσει

κι ανε γενεί εκατό χρονώ σα να μην έχει ζήσει.

Την ίδια στιγμή σα να ήθελα να του απαντήσω, ή και να απολογηθώ, του λέω με ντροπαλή έκφραση:

Ο έρωντας με κυβερνά και κάνει με ό,τι θέλει,

κι έχω γενεί πολλές φορές στα χέρια ντου κοπέλι

Το πουλάκι είχε φαίνεται κέφια, και ήθελε να δώσει έκταση στην κουβέντα μας, οπότε συνεχίζει με μια ελαφρά απολυτότητα:

Άμα θα πάψει ο έρωντας στσ’ ανθρώπους να υπάρχει,

πέ μου ποιό νόημα η ζωή, κι ίντα ουσία θα ‘χει

Για να του δείξω ότι συμφωνώ, και να εκφράσω τη διάθεσή μου, είπα αμέσως και ομολόγησα:

Στόχο σου βάνω την καρδιά έρωντα κυνηγάρη

και με λαχτάρα καρτερώ να σύρεις το δοξάρι

Το πουλάκι που δεν έπαψε ούτε στιγμή να κελαϊδεί και να πεταρίζει, θέλησε φαίνεται να δώσει και μια κάποια πικρή εκδοχή σε όλα αυτά τα ¨έπεα πτερόεντα¨ ψιλοτραγουδώντας:

Όλα στον κόσμο ψεύτικα, κι όλα προσωρινά ‘ναι,

φιλιές, αγάπες κι όνειρα, όλα στσ΄ανέμους πάνε.

Άρχισε ωστόσο να βραδυάζει, στον ουρανό φάνηκε μισογεμάτο το φεγγάρι, κι ενώ η αδυσώπητη προσωρινότητα που κρύβονταν στο λόγο του πουλιού, με πλήγωσε, αισθάνθηκα την ανάγκη να αντισταθώ. Γύρισα και κοίταξα το φεγγάρι, και σα να ήθελα κάποια συμπαράσταση, σα να ήθελα να δηλώσω την εμμονή μου στις άπιαστες χαρές, και σαν σύμβολο των ερωτευμένων που είναι, του είπα:

Μοναχοπαίδι τ’ ουρανού, τση νύχτας κανακάρη,

και συντροφιά του μερακλή, γεια σου χρυσό φεγγάρι.

Ένα συννεφάκι μπήκε μπροστά στο φεγγάρι, που σήμαινε καληνύχτα.