Η περίπτωση του Μανώλη Παρλαμά είναι μοναδική στον Πειραιά. Καταγόταν από τη Χερσόνησο Ηρακλείου Κρήτης, γεννημένος το 1920. Ήταν γνωστός στην πόλη του Πειραιά, ήδη προπολεμικά, από τη γνωστή ταβέρνα που είχε προς τα βράχια της παραλίας, στην είσοδο του λιμανιού, κοντά στο Βασιλικό Περίπτερο, σε μια περιοχή γνωστή με το ονομαστό τοπωνύμιο “Στου Παρλαμά”.
Η ταβέρνα του ήταν ευρύτερα φημισμένη για το φρέσκο ψάρι, εκτός των άλλων, που προσέφερε. Εργαζόμενος όλη μέρα δίπλα στη θάλασσα, για να θρέψει τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά, ο Παρλαμάς είχε αποκτήσει φήμη προπολεμικά, γιατί, ως καλός κολυμβητής, δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε αρπάξει τη βάρκα του για να τρέξει να κάνει κάποια θαλάσσια διάσωση, όπως έγινε και στην περίπτωση της σύγκρουσης, την Κυριακή 1 Αυγούστου 1937, του ατμόπλοιου «Ύδρα» με το πετρελαιοκίνητο ιστιοφόρο τρεχαντήρι «Ανάστασις», με 45 εκδρομείς, που πλησίαζε στο λιμάνι του Πειραιά.
Μετά από τη σύγκρουση των δύο πλοίων, ορισμένοι επιβάτες έπεσαν στη θάλασσα, άλλοι σκοτώθηκαν κατά τη σύγκρουση και άλλοι παρέμειναν και βούλιαξαν μαζί με το πλοίο. Πρώτος, τότε, ο Μανώλης Παρλαμάς, πριν ακόμα σπεύσει οποιαδήποτε άλλη βοήθεια, με το μικρό του σκάφος, τη γνωστή στην περιοχή «Χαρίτσα», κατόρθωσε να συλλέξει 16 ναυαγούς, από τους οποίους οι 9 ήταν ζωντανοί, καθώς οι υπόλοιποι που ανασύρθηκαν είχαν ήδη πνιγεί.
Το μοναδικό μέσο που συνέδραμε τον Παρλαμά ήταν η πλοηγική λέμβος «υπ’ αριθμ. 2», από τον ευρισκόμενο κοντά “στου Παρλαμά”, πλοηγικό σταθμό. Οι δυο βάρκες που στο μεταξύ είχε ρίξει στη θάλασσα το «Ύδρα», για να συνδράμουν το έργο της διάσωσης, βυθίστηκαν αμέσως, καθώς από τον ήλιο και την προφανή εγκατάλειψη οι σκαρμοί τους είχαν ανοιχθεί.
Έτσι ο Παρλαμάς, με τη βενζινάκατό του, διέσωσε πολλούς ναυαγούς τότε, μέσα στο λιμάνι του Πειραιά, γεγονός για το οποίο απέσπασε αργότερα τα θερμά συγχαρητήρια του τότε υφυπουργού των Ναυτικών Ρεδιάδη (γνωστού Πειραιώτη και προέδρου του Πειραϊκού Συνδέσμου). Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε σημαντικό, γράφτηκε μάλιστα σχετικό τραγούδι από τον Κώστα Ρούκουνα, που κυκλοφόρησε σε δίσκο, αλλά λογοκρίθηκε και αποσύρθηκε από το καθεστώς της δικτατορίας Μεταξά, γιατί παρουσίαζε την ανικανότητα του καθεστώτος να παρέμβει για τη διάσωση.
«Οι αδικοπνιγμένοι»
«Δυο καπετάνιοι κάνανε μεγάλη απροσεξία
Και τόσος κόσμος πνίγηκε χωρίς καμιά αιτία
Κοσμάκη δώστε προσοχή ν’ ακούστε τα χαμπάρια
Απ’ όξω από τον Πειραιά τράκαραν δυο καράβια
Το ένα η «Ανάστασις» το άλλο το «Υδράκι»
Απέναντι στου Παρλαμά σκορπίσαν το φαρμάκι
Σκεφτείτε τώρα βρε παιδιά με κλάματα να κράζουν
Γυναίκες, άντρες και παιδιά «σώστε μας» να φωνάζουν.
Ε, ρε τι άδικο κακό ήταν αυτό!
Έτσι τους ήτανε γραφτό να πνιγούνε
Κι όσοι τους περιμένανε στα μαύρα να ντυθούνε»
(Στίχοι από την Έκδοση του Δήμου Πειραιά, Σπ. Παπαϊωάννου, «Ο Πειραιάς και το Ρεμπέτικο τραγούδι», Ημερολόγιο 2006).
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής πολλοί συγχωριανοί του, Χερσονιώτες αλβανομάχοι, από προσωπική μου γνώση και εμπειρία λόγω αφηγήσεών τους, όπως ο Στερεός Λουλουδάκης, οι θείοι μου Εμμανουήλ Ι. Φιλιππάκης, Μάρκος Σανουδάκης και άλλοι συγχωριανοί και Κρητικοί είχαν διασωθεί από τη μεγάλη πείνα, τον χειμώνα του 1941-1942, βρίσκοντας τροφή και περίθαλψη στην ταβέρνα του Παρλαμά.
Ο Μανώλης Παρλαμάς, εκτός από γνωστός ταβερνιάρης, στην εποχή του, ήταν και μέγας αντιστασιακός, σαμποτέρ και καταστροφέας των γερμανικών πλοίων. Ανήκε οργανωτικά στον «Απόλλωνα» του Ι. Πελτέκη (με το ψευδώνυμο “Υβόννη”), αξιωματικού στην Αλβανία, που ήταν στρατολογημένος στην οργάνωση “Προμηθέας ΙΙ” και σύνδεσμος, από το 1943, του Βρετανού Woodhouse. Ο “Απόλλων” ήταν μια από τις πολλές αντιστασιακές ομάδες του Πειραιά.
Η ταβέρνα του Μανώλη Παρλαμά, στην Πειραϊκή Ακτή, βρισκόταν δίπλα από τον πλοηγικό σταθμό, όπου σε δύο μικρά δωμάτια, μεσοτοιχία με το κέντρο του Παρλαμά, στεγάζονταν οι πλοηγοί τα πρώτα χρόνια από την ίδρυση του πλοηγικού σταθμού, το 1925. Μέσα στα δύο αυτά δωμάτια, εκτός από τον τεράστιο χάρτη του λιμανιού του Πειραιά, υπήρχαν και μαυροπίνακες επί των οποίων ανέγραφαν τις ώρες άφιξης όσων τουλάχιστον πλοίων γνώριζαν.
Για τα υπόλοιπα πλοία γινόταν διαρκής παρατήρηση του ορίζοντα, καθώς δεν υπήρχαν τα τεχνικά μέσα επικοινωνίας. Με έναν τρίποδα στημένο στην άκρη της παραλίας του Κέντρου του Μανώλη Παρλαμά, πάνω στον οποίο στηριζόταν ένα μεγάλο κανοκιάλι παρατηρούσαν τον ορίζοντα μέρα νύχτα, καλοκαίρι ή χειμώνα. Όταν, λοιπόν, ο Πειραιάς, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα βυθίστηκαν στη μαύρη περίοδο της Κατοχής (1941–1944), οι Γερμανοί αξιωματικοί που επόπτευαν τη λειτουργία του σταθμού σύχναζαν στο παρακείμενο κέντρο του Μανώλη Παρλαμά, του Κρητικού αυτού ήρωα.
Το γεγονός αυτό, του έδινε την ευκαιρία να μαθαίνει για τις κινήσεις των πλοίων του Άξονα και να τροφοδοτεί με πληροφορίες την αντιστασιακή οργάνωση στην οποία ανήκε, που συνεργαζόταν με τους Άγγλους και κύρια με τον απόστρατο αξιωματικό της αεροπορίας Κωνσταντίνο Περρίκο. Ο Παρλαμάς είχε κύρια αποστολή να ειδοποιεί την Οργάνωση ή να βυθίζει ο ίδιος με σαμποτάζ τα πλοία του Άξονα.
Γνώριζε πολλούς ναυτικούς διαφόρων εθνικοτήτων, αλλά και εμπόρους κρασιών. Είχε, επιπλέον, γνωριμίες με ναυτικούς πλοηγούς που έκαναν κουμάντο στην είσοδο και έξοδο των γερμανικών και ιταλικών πλοίων, στο λιμάνι του Πειραιά. Συζητώντας μαζί τους, έπαιρνε πληροφορίες για τις κινήσεις των εχθρικών πλοίων και τις διαβίβαζε στη Μέση Ανατολή, στη συμμαχική “Αντβάνς Φορς 133”.
Αυτή η υποκλοπή πληροφοριών από την πλοηγική υπηρεσία απέδωσε τα μέγιστα στο χώρο της Αντίστασης, γιατί, με τον τρόπο αυτό, οι Σύμμαχοι, με αεροπλάνα και υποβρύχια βύθιζαν νηοπομπές που μετέφεραν την τροφοδοσία του Ρόμελ, στην Αφρική. Ο Παρλαμάς συνεργαζόταν με τον Τσιώκο, άνθρωπο του λιμανιού, διοικητικό στέλεχος στο Γερμανικό Λιμεναρχείο.
Ο Τσιώκος ήταν συνεργάτης στην αντιστασιακή ομάδα του Ιωαννίδη. Μάλιστα, ο Παρλαμάς, από πληροφορίες του Τσιώκου, με πομπό που είχε στο δικηγορικό Γραφείο του Μενέλαου Κωνσταντινίδη, στην Ιπποκράτους 9 στην Αθήνα, έστειλε σήμα στη Μέση Ανατολή, στη S.Ο.Ε., την ειδική Υπηρεσία επιχειρήσεων του Λονδίνου, για μια νηοπομπή πέντε γερμανικών πολεμικών πλοίων που είχαν προορισμό τα Δωδεκάνησα.
Βομβαρδίστηκαν από βρετανικά αεροπλάνα, δύο πλοία βυθίστηκαν και τα υπόλοιπα επέστρεψαν στον Πειραιά, βαριά χτυπημένα, με νεκρούς και τραυματίες. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν το να διαπιστώσουν οι Γερμανοί την ύπαρξη πληροφοριοδότη και να τον επικηρύξουν. Έτσι, λίγο πριν από την απελευθέρωση, στα εικοσιτέσσερά του χρόνια, στις 8 Σεπτεμβρίου 1944, ο Παρλαμάς συνελήφθη και εκτελέσθηκε από τους Γερμανούς, μαζί με άλλους συνεργάτες του, μαζί και ο ανιψιός του Κωνσταντίνος Φιλιππάκης.
Η εκτέλεσή του έγινε στο δάσος Χαϊδαρίου, μαζί με την ηρωίδα Λένα Καραγιάννη και 59 αγωνιστές, οι περισσότεροι συνεργάτες της S.Ο.Ε. Μεταπολεμικά, η περιοχή της ταβέρνας του εξακολουθητικά προσδιοριζόταν ως στου “Παρλαμά”. Και σήμερα ακόμα, από πολλούς Πειραιώτες μελετητές (Στέφανος Μίλεσης, “Πειραιόραμα”) και όχι μόνο, ο Μανώλης Παρλαμάς αποκαλείται “μέγας αντιστασιακός” και “τύπος λεβέντη Κρητικού”.
Εν γένει, ιστορείται και θεωρείται ως ο θρυλικός ήρωας, σαμποτέρ του Πειραιά. Δυστυχώς όμως, δεν έχει διασωθεί το τοπωνύμιο στου “Παρλαμά”, στην ακτή του Πειραιά, όπως του “Καλαμπάκα” ή του “Αργύρη” και άλλων, ενώ θα μπορούσε, ένα μέρος της Πειραϊκής, εκεί προς την περιοχή του Καλαμπάκα, να θυμίζει ως μικροτοπωνύμιο τον σπουδαίο αυτό άνδρα. Αποτελεί λοιπόν χρέος της γενέτειράς του, του Δήμου Χερσονήσου, να τιμήσει και να τιμά δεόντως όπως του αξίζει, τον ήρωά του, σαμποτέρ Μανώλη Παρλαμά.
Ο Αντώνης Σανουδάκης- Σανούδος είναι καθηγητής Ιστορίας – συγγραφέας