Ενώ η χρονιά έκλεινε τον κύκλο της, πριν ξημερώσουν τα Χριστούγεννα του κρίσιμου 2017, ο Μανόλης Παπαϊωάννου πήρε το πλοίο της ύστερης (τελευταίας) γραμμής. Όπως πριν χρόνια, όταν έφηβος μπάρκαρε δοκιμάζοντας ταξίδια σε άγνωστες θάλασσες, σε μακρινούς ωκεανούς, ψύχραιμα πάτησε το κατάστρωμα του μικρού πλεούμενου, κρατώντας σφιχτά στην παλάμη του το απαραίτητο νόμισμα, ήξερε πως δεν ήταν τώρα δωρεάν, κι ο σκοτεινός καπετάνιος, δεν έκανε ποτέ πιστώσεις.

Είχαν περάσει 50 χρόνια από τότε που ώριμος νέος, τριαντάχρονος, άναβε το φυτίλι μιας αυτοσχέδιας βόμβας… Δεν υπολόγισε τις επιπτώσεις, δεν τον φόβιζε η φυλακή, η φλόγα που έκαιγε τους νέους της γενιάς του, τον πυρπολούσε – μα αν περισσότεροι έμειναν ψύχραιμοι και αδρανείς, αυτός δεν μπορούσε να μείνει απαθής, η λύπη, η στεναχώρια γινόταν ακράτητος θυμός – ας μην ήταν έφηβος, ας μην ήταν πια φοιτητής…

Είχε ταξιδέψει στην ανοικτή θάλασσα, είχε νιώσει τρικυμίες και κινδύνους, τη σκληρότητα της ζωής που δεν χαρίζεται – δεν ήταν πλουσιόπαιδο του βουτύρου. Η αντίδρασή του θα έχει σοβαρές παρενέργειες, θα βρεθεί πίσω απο τα κάγκελα, αυτός που έγινε (σπούδασε) δικηγόρος, για να βοηθάει τους άλλους να γλυτώσουν τα σίδερα… Να φταίει η εμπειρία του αυτή που έγινε αργότερα εξαιρετικός νομικός; Ίσως τον γνωρίσαμε στο ωραίο κτίριο Καστρινάκη, μόλις η Δικτατορία έκλεινε τον άθλιο βίο της, μέσα στην καταστροφή, την προδοσία και την χλεύη…

Έκανε τα πρώτα βήματά του στο απαιτητικό  δικηγορικό επάγγελμα, δεν έδειχνε, δεν φάνηκε αμέσως η μεγάλη έφεση ή η επαγγελματική μανία. Στον τρίτο όροφο, εκεί που σήμερα στεγάζεται η Τράπεζα Πειραιώς (δημιούργημα του συναγωνιστή του τοτε-1967- Μιχάλη Σάλα), σε μικρά δωμάτια, που ήταν πριν μάλλον κοιτώνες, είχαν μαζευτεί (εκτός από αυτόν) άλλοι τέσσερις πέντε, ο αείμνηστος παλαίμαχος νομικός Αλέκος Παπαδάκης, ο Σήφης Καμάρης, ο Κώστας Ασλάνης, ο υπογραφών, και η Μαρία (Μπορμπουδάκη) της Τρανς Μπετόν.

Οι φιλίες δημιουργούνται στα θρανία στο στρατό και στο επάγγελμα, θα πρέπει να προσθέσουμε και στην γειτνίαση των γραφείων. Αν και η συστέγαση καταργήθηκε γρήγορα, σ’ έναν χρόνο δέθηκαν καλές σχέσεις και μια στενή φιλία, του Σήφη και του Μανόλη.

Αργότερα, στα 1978, οι δυο φίλοι θα βρεθούν στην ίδια δημοτική παράταξη, ο Σήφης Κάμαρης, στήριξε ξεπερνώντας τα στενά «ιδεολογικά» πλαίσια  αποφασιστικά τον Μανόλη Παπαϊωάννου ως υποψήφιο Δήμαχο. Η φιλία τους θα δεθεί στον προεκλογικό αγώνα, οι δυο άνδρες που αντιστάθηκαν στην Δικτατορία θα εργαστούν πολύ (το θα αγωνιστούν δεν θα τους άρεσε) για να αποκτήσει η πόλη τους έναν μη Πασοκικό (κομματικό) Δήμαρχο. ´Εχασαν για λίγο, δεν είχαν βέβαια πολλές πιθανότητες, μα η φιλία τους έγινε πιο στενή, κράτησε μια ζωή.

Ο “Παπ”, έτσι τον λέγαμε, διέγραψε μια λαμπρή επαγγελματική τροχιά (καριέρα), ο νεότερος κατά πολύ φίλος του (ο Σ.Κ.) χαιρόταν με τις επιτυχίες και την πρόοδό του.

Έκανε δυο γάμους, απέκτησε μια κόρη και δυο εγγόνια. Σε κάποιο πολιτικό διάλειμμα, διορίστηκε ο Μ.Π. πρόεδρος στο Λιμενικό Ταμείο, τον ανάγκασε η αγάπη του για τη θάλασσα, ευτυχώς έμεινε λίγο – πως να αντέξει την τερατώδη δημόσια γραφειοκρατία αυτός ο φιλελεύθερος πολίτης; Κι όταν πριν 12 χρόνια μια επάρατη νόσος κτύπησε τον Σήφη, στάθηκε κοντά του, στη στενή συνεκτική αριστερή συντροφιά του φίλου του, προστέθηκε σαν ένα ακόμα στρώμα στην ασπίδα της προστασίας του.

Κι όταν χάθηκε το παιγνίδι κι ο Σήφης εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο, έμεινε η φιλία: όπως ίσως τραγουδούν τα εγγονάκια του “η φιλία δεν χάνεται σαν είναι αληθινή”. Και πέρασαν χρόνια πολλά, ο Μανόλης Παπαϊωάννου στο περιθώριο της δικηγορικής εργασίας, ασχολήθηκε με επιχειρηματικές δραστηρότητες, η πρώτη του επαφή λόγω του φίλου του Μανόλη Σκουλούδη με την Τρανς Μπετόν, τον οδήγησε σε κατασκευές -στα νεανικά του χρόνια είχε δουλέψει στις εργολαβίες ενός θείου του μηχανικού, πέτυχε εντυπωσιακά αποτελέσματα. Όμως οι αρρώστιες έπληξαν την οικογένειά του, πρώτα την εξαίρετη δικηγόρο σύντροφό του, την Λένα Τζανάκη.

Ο κάπως αδέξιος και ογκώδης και παρορμητικός σύζυγος, έγινε ψύχραιμος, υποδειγματικός νοσοκόμος, μα δεν υπήρχε θεραπεία. Αμέσως μετά, άλλες βάρβαρες ασθένειες έπληξαν τον ίδιο, καρδιά, κυκλοφορικό, κρίσιμα όργανα. Αντιμετώπισε την συντονισμένη επέλαση με θάρρος, με κουράγιο. Δεν ζήτησε συμπαράσταση, δεν δέχθηκε βοήθεια: «σαν έτοιμος από καιρό – σαν αντρειωμένος…», γιατί του ταίριαζε αυτή η πόλη, αγωνίστηκε σκληρά πολύ σ΄ έναν αγώνα μάταιο. Κι έφυγε πριν τα Χριστούγεννα, τόσο μπορούσε τόσο άντεξε. Τον αποχαιρέτησε η πόλη του βιαστικά αλλά επισήμως.

Οι τέσσερις (εν ζωή) δήμαρχοι τον τίμησαν, ακολούθησαν μια διαδικασία υποχρεωτική, για έναν δημοτικό παράγοντα κι έναν αντιστασιακό, μα δεν έλειψε ο κόσμος, οι πολίτες αυτής της πόλης. Από πολύ μακριά αυτός ο πληθωρικός, αθυρόστομος, αλλά θαρραλέος πολίτης του Μεγάλου Κάστρου θα χαμογελούσε, ο κόσμος δεν τον ξέχασε… «Ξέρω τι καπνό φουμάρετε» θα μουρμούριζε, με το βιαννίτικο χιούμορ του (περίεργο για πολλούς) θα σας πω μια παροιμί-α…». Θα τον θυμόμαστε, ήταν ένας πολίτης που πρόσφερε, που μπλέχτηκε στη ζωή μας, ανέβηκε τα σκαλοπάτια της κοινωνικής και πολιτικής και οικονομικής ιεραρχίας – και θα μείνει στη συλλογική μνήμη για την αντίστασή του στη Δικτατορία, τότε που η τιμή και η υπόληψη της πόλης μας κρινόταν με τη ζωή μας.

* Ο Βασίλης Ζεβελάκης είναι αρχιτέκτων

(alkman.gr)