Κρύο τσουχτερό έχει τούτες τις μέρες ο τόπος μου…
Αρρώστια μπόλικη κλείνει τους ανθρώπους στα σπίτια…
Τα πρωινά συνεχίζουν κι είναι έρημα και ώρα δικής μου μεγάλης ανάσας…
Με ξεγέλασε ο ήλιος χθες και σήμερα πήρα το ποδήλατο και κατηφόρισα στις γνώριμες γειτονιές αψηφώντας τα κατάλευκα δόντια του που άστραφταν πάνω στις βουνοκορφές του Ψηλορείτη κι ύστερα σαν να τρύπωναν στο μεδούλι του κορμιού.
Στην Πλατιά Στράτα βρέθηκα, μέρες ψάχνω να βρω τον τόπο και εκείνον τον άνθρωπο που θα ‘θελα τόσο πολύ να συναντήσω στη ζωή μου…
Στη διασταύρωση των οδών Καλοκαιρινού και Γιαμαλάκη «πάρκαρα» το ποδήλατό μου και πήρα στα χέρια μου την φωτογραφική μου μηχανή. Κι όπως κοιτούσα μέσα από το φακό μου τον είδα…
«Επιτέλους!», είπα στον εαυτό μου κι έτρεξα να τον προλάβω…εκεί, έξω ακριβώς από το μαγαζί του.
-Καλημέρα, κύριε Μανόλη…είστε καλά;
-Καλώς τηνε, με κοίταξε απορημένος. Ήντα γυρεύεις τέτοιαν ώρα κοπέλα μου σε τούτους τους δρόμους. Δεν νομίζω πως ψάχνεις μπαρμπέρικο του λόγου σου;
-Όχι, όχι να σας γνωρίσω ήθελα, καιρό τώρα, έχω διαβάσει πολλά από τα ποιήματά σας και τα γραφτά σας για το Μεγάλο Κάστρο και ήθελα να σας το πω.
Με κοίταξε για μια στιγμή στα μάτια κι ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα κι ένα αδιόρατο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.
-Να ‘σαι καλά κοπέλα μου, μα με κάνεις και ντρέπομαι λιγάκι «…Οι στίχοι μου βγαίνουν για ένα στενό κύκλο. Οι γραμματιζούμενοι φίλοι μου λένε πως είναι καλοί.»**
-Είναι κύριε Μανόλη, είναι πάρα πολύ καλοί…
– Να σου πω την αλήθεια κοπέλα μου… «Ποιο πολύ χαίρομαι σα μου λένε πως το ξούρισμα μου είναι μαλακό και άνετο, παρά πως γράφω κάτι της προκοπής…Λίμα από το πρωί ώς το βράδυ. Με κατάφεραν, όμως, να τους τυπώσω. (οι φίλοι) Το κρίμα ας τους βαρύνει για όλη τους τη ζωή.»**
Ένιωσα την ταπεινοφροσύνη και την αμηχανία του και δεν συνέχισα την συζήτηση για τα ποιήματα…
– Μια χάρη ακόμα κύριε Μανόλη. Ξέρω πως γνωρίζετε τον Καπετάν Μιχάλη των Ψωμή μα και το γιο του τον συγγραφέα τον Νίκο και θα ‘θελα πολύ να μου πείτε εκείνη την ιστορία που ήσασταν θαρρώ μόνο δεκάξι χρονών στα 1908, κατακαλόκαιρο, και δουλεύατε κάλφας στο μπαρμπέρικο του Γούλη του Αντωνακάκη ψηλά στο μεγάλο δρόμο προς τις Τρεις Καμάρες… Εκεί τον είδατε για πρώτη φορά, σωστά;
Μου ‘δώσε το χέρι του να τον πιάσω «αγκαζέ» κι αρχίσαμε να περπατάμε ίσα πάνω προς το Μεϊντάνι, λέγοντάς μου ιστορίες που ζωντάνευαν μπροστά στα μάτια μου. Δεινός αφηγητής με έβαλε σε χρόνους και τόπους αλλοτινούς…
Μου πε πως εκείνον τον Ιούλη στις αρχές του εικοστού αιώνα, ένα μεσημέρι που ‘χε πάρει φωτιά από τον καύσωνα η πλατεία, καθότανε με τον μικρό παραγιό του μπαρμπέρικου του Γούλη και κοιτούσανε τα σύννεφα της σκόνης που σήκωνε ο δαιμονισμένος νοτιάς. Τότε ένας καλοντυμένος νεαρός μπήκε φουριόζος στο μαγαζί. Μια εφημερίδα κρατούσε παραμάσχαλα και χαιρετώντας ευγενικά κάθισε στην πολυθρόνα έτοιμος για ξύρισμα.
Ο πιο μικρός παραγιός κράτησε τότες ένα ριπίδι* και άρχισε να κάνει αέρα με συνεχή ροή κι ακούραστα. Μόλις κι είχε φτιαχτεί η σαπουνάδα και την είχε απλώσει στο πρόσωπο του νεαρού πελάτη ο κυρ Μανόλης που ‘ταν αμούστακο παιδί τότε, ο άγνωστος πελάτης δυσαρεστημένος του ‘πε πως τούτη η πολυτέλεια δεν του άρεσε καθόλο,ήταν πολύ «σουλτανική».
Που ξανακούστηκε να του κάνει αέρα…άνθρωπος! Τα χάσανε κι οι δυό παραγιοί, όμως τα λόγια που τους είπε εκείνος ο χαμογελαστός νεαρός ήταν βάλσαμο για την ψυχή και δεν συνηθιζόταν από άλλους εκείνα χρόνια. Ήρθε και ξανάρθε στο μπαρμπέρικο κι είχε πάντα ευγένεια και τρόπο να μπει στην καρδιά και στο μυαλό σαν ξεχωριστός.
Αργότερα έμαθε ρωτώντας ποιος ήταν τούτος ο νεαρός. Νίκος Καζαντζάκης, τ’ όνομά του κι ήταν φοιτητής στην Αθήνα και γιος του πιο ονομαστού μαγαζάτορα του Μεγάλου Κάστρου, του Καπετάν Μιχάλη, που τον σεβόντουσαν Τούρκοι και Χριστιανοί. Και σαν περάσανε τα χρόνια γνωρίστηκαν λίγο περισσότερο πιο πολύ λόγω της γραφής και της ποίησης. Και του ‘χε στείλει τα ποιήματα του τότε στα 1936,κι ο Νίκος Καζαντζάκης τού είχε απαντήσει με ένα γράμμα που αναγνώριζε πόσο σπουδαίος ποιητής ήταν ειδικά στην πρόζα και τα σατυρικά τραγούδια.
Κουβέντα στην κουβέντα είχαμε φτάσει σε εκείνο ακριβώς το σημείο που ‘χε ξεκινήσει την καριέρα του σαν μπαρμπέρης. Κοντοσταθήκαμε κι οι δυο και κοιτούσαμε το …σημερινό τίποτα κι ύστερα τον ρώτησα να μου πει ιστορίες από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γιουγκοσλαβία, το «Ζεμούν», όπως το ομώνυμο έργο του αλλά σκοτείνιασε κι είδα πως στεναχωρήθηκε πολύ. Δυο χρόνια έγκλειστος έμεινε εκεί από τους Ναζί. Κατάφερε να γλυτώσει και γυρίσει πίσω…
«Τα ‘γραψα όλα!» μου πε, και συνεχίσαμε τον περίπατο για λίγο αμίλητοι. Ήξερα πως λάτρευε τα μπεντένια του Μεγάλου Κάστρου και για να αλλάξω τη διάθεση, δεν το θελα να τον μελαγχολήσω, του είπα να θυμηθεί εκείνη την καταπληκτική ιστορία με τον Πρίγκιπα Γεώργιο στα 1900, θα ήταν θαρρώ…
Αμέσως γέλασε πλατιά κι όσο κατεβαίναμε προς το Φρούριο της Θάλασσας, τον αγαπημένο και των δυο, Κούλε, άρχισε να μου λέει την ιστορία. Στο Γυαλί Κιόσκι συμβήκαν όλα, ένα απόγευμα που παίζε τόπι με τους Άγγλους στρατιώτες ο Πρίγκιπας Γεώργιος. Κι όταν του δείξανε ποιος άπ’ όλους όσοι είχαν μαζευτεί εκεί ήταν, ο μικρός τότε Μανωλιός απόρησε πως μπορούσε να μοιάζει του Διγενή ένας ψηλός με ξανθά μουστάκια και κατάλευκα ρούχα.
Οι μανάδες τούς λέγανε πως «κρατούσε όλη την Κρήτη στα χέρια του». Η απορία τεράστια και η περιέργεια ακόμα πιο μεγάλη. Τόσο πολύ που κατάφερε να βρεθεί στα γόνατα του Πρίγκιπα γλιτώνοντας από τη χερούκλα ενός αψίθυμου χωροφύλακα. Ο διάλογος που ακολούθησε μεταξύ τους αστείος και μοναδικός είχε να κάνει με την καθαριότητα των βιβλίων του μικρού Μανώλη και την τσαπατσουλιά του. Ο μικρός αδίστακτος και αθώος Μανώλης βρήκε το θάρρος να τον ρωτήσει στα ίσα πως μπορούσε να κρατεί στα χέρια του όλο το νησί κι ο Πρίγκιπας γελώντας του απάντησε :«Μπορώ!»
Του δώσε και δυο τρεις δεκάρες για να πάρει καινούργια τετράδια μόνο που ο Μανόλης αγόρασε κουλούρια και καραμέλες…
Με γέλια κι οι δυο αγναντέψαμε τον Κούλε που ΄χε λίγο φουρτούνα σήμερα. Το καπέλο του Κυρ Μανώλη προσπαθούσε να το πάρει ο αγέρας και το κρατούσε σφιχτά με το χέρι που είχε ελεύθερο.
Τον είδα λίγο κουρασμένο από την μεγάλη βόλτα στην Ιστορία και τη ζωή του μα είχα αφήσει για το τέλος την πιο μεγάλη μας κουβέντα. Είχε να κάνει με το «Παλιό Κάστρο». Ήθελα να του πω πόσο σπουδαία βιβλία ήταν και οι δυο του τόμοι και πόσο ευγνώμονες ήμασταν όλοι οι Ηρακλειώτες, οι Κρητικοί, για την τόσο πολύτιμη γραφή κι εγώ διπλά και τρίδιπλα που ‘χα την τιμή να το δω τυπωμένο ξανά από την ίδια μου την οικογένεια!
Μ άκουγε ευχαριστημένος, συγκινημένος σχεδόν μιας και τούτα τα βιβλία ήταν καταθέσεις ψυχής που γράφτηκαν πριν εξήντα χρόνια και ακόμα τα διαβάζει ο κόσμος κι ίσως ποτέ να μην σταματήσει…
Είχαμε φτάσει απόξω από το δικό του Μπαρμπέρικο. Στο Καμαράκι στην αρχή της οδού Γιαμαλάκη. Έναν ολόκληρο κύκλο της πόλης που τόσο αγάπησε είχαμε κάνει. Είδα τον Καπετάν Μιχάλη να έρχεται προς το μέρος μας. Σίγουρα έψαχνε τον Μπαρμπέρη Ποιητή, όπως τον αποκαλούσε ο αείμνηστος Μανόλης Καρέλλης.
Ο Σίμος πάλι, ο παραγιός του, τον γύρευε από ώρα…
Σήκωσε το χέρι του να με χαιρετήσει κι εγώ πάτησα ένα κλικ στη μηχανή μου. Ο δρόμος φάνηκε μόνο, κάπου εκεί που πίστευα πως ήταν το πιο ποιητικό κουρείο του Μεγάλου Κάστρου…
Ευγνώμων αιώνια…
Πήρα το ποδήλατο και χάθηκα στα στενά του Μεγάλου Κάστρου, πάλι!
*ριπίδι: χειροκίνητο όργανο αερισμού προσώπου, σαν μεγάλη βεντάλια
ΠΗΓΕΣ:
**Μανόλης Δερμιτζάκης: Ο μπαρμπέρης ποιητής, (Μανόλης Καρέλλης), οι Λησμονημένοι του τόπου, εκδ. Δοκιμάκης,2007
Μανόλης Δερμιτζάκης, “Απ όσα θυμούμαι το παλιό Κάστρο”, εκδόσεις Δοκιμάκη, 2009 Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατο μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, εκδ. ΜΥΣΤΙΣ, 2022.