Της Πεντηκοστής σήμερα…
Ακόμα είναι ανοιχτοί οι ουρανοί. Ακόμα, ίσαμε κι αύριο, αργά τη νύχτα θα κατεβαίνουν κι οι τελευταίες ψυχές στον Κάτω Κόσμο. Μέρες που είναι γεμάτες λατρεμένα έθιμα σ΄ όλη τη χώρα. Μέρες που σε όλους μας περνά πιότερο από το μυαλό όποιος αγαπημένος «έφυγε». Μέρες που στα νεκροταφεία συσσωρεύονται οι ζωντανοί να τιμήσουν τους δικούς τους νεκρούς.
Ήθελα κι εγώ μέρες τώρα, να γράψω για τούτη τη «νεκρή πολιτεία» κάθε ζωντανού τόπου, αλλά περίμενα να καταλαγιάσει ο θύμος. Να πνιγεί ο πόνος της χαμένης αξιοπρέπειας, όχι της δικής μου, των άλλων. Κι ύστερα αφού θα χαιρόντουσαν οι άρχοντες της πόλης, της κάθε πόλης, με τις νέες τους νίκες, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, θα μπορούσε, σκέφτηκα, κάποιος να ασχοληθεί σοβαρά με ένα θέμα που όλοι γνωρίζουν και την ίδια στιγμή όλοι σιωπούν. Με ένα κούνημα του κεφαλιού και του χεριού, με ένα μειδίαμα κατανόησης και αγανάκτησης, άκουσα πάρα πολλές φορές την ίδια φράση :
«Ω, καημένη! Τι ψάχνεις τώρα;» «Ωχ, ωχ, ωχ! Καλώς όρισες στο κλαμπ». «Καλά, πού ζεις;».
Στον κόσμο μου τελικά ζω, αλλά με πολύ θυμό. Για όλους εκείνους που δεν σέβονται, για όλους εκείνους τους μικρόψυχους, κουτοαπατεώνες που κυκλοφορούν ανάμεσ’α μας. Για την παιδεία που την θάψαμε εδώ, στο νέο κοιμητήριο της πόλης μας, αλλά ίσως και να υπάρχει «μνημείο» της και στο παλιό.
Τι αξία μπορεί να έχει ένα λαμπόγυαλο που έχεις το θράσος, γείτονα, ξένε, φίλε, κακορίζικε άνθρωπε και τολμάς να ανοίξεις το μικρό μαρμάρινο εικονοστάσι και να το πάρεις γιατί εσύ δεν έχεις;
Τι αξία μπορεί να έχει ένα πλαστικό ανθοδοχείο που απλώνεις το χέρι και το παίρνεις για τον τάφο των δικών σου;
Τι αξία μπορεί να έχει ένα θυμιατό;
Τι αξία μπορεί να έχει μια γλάστρα που με την ψυχή σου πρόσφερες στον δικό σου νεκρό;
Τι αξία έχεις ΕΣΥ ο ίδιος, που τολμάς, να γίνεις κλέφτης στο πιο ιερό μνημείο των ζωντανών;
Λυπάμαι και θλίβομαι βαθιά για την κατάντια μας…
Πολλοί είπαν πως αυτό γίνεται συνέχεια. Και θύμωσα γιατί συνέβη και σ’ ε μένα κι ένιωσα να βιάζουν την δική μου προσωπικότητα, να καταπατούν ένα μνημείο που βρίσκεται στο έλεος του κάθε φτηνού πολίτη αυτής της πόλης και κανένας δεν κάνει κάτι.
Υπάρχουν κάμερες, λέει, παντού… Εγώ δεν τις είδα. Κι αν υπάρχουν δεν μπορώ να ξέρω την ώρα, τη μέρα, τη στιγμή που εκείνο το χέρι άπλωσε …χέρι, στον δικό μου, στον δικό σου, στο γειτονικό τάφο.
Έχετε πάει όλοι στα νεκροταφεία… Ολόκληρες πολιτείες, θύμησης, τιμής. Το παρελθόν μας είναι εκεί, τα κουφάρια των ανθρώπων που λατρέψαμε. Αύριο ή ίσως και σήμερα θα είμαστε κι εμείς μέρος αυτής της νεκρής πολιτείας!
ΓΙΑΤΙ, υπεύθυνοι του χώρου; ΓΙΑΤΙ, άρχοντες της πόλης, δεν λαμβάνεται σοβαρά και τη δική σας τελευταία κατοικία;
Αφού τα παντελόνια και τα φουστάνια λείπουν από πάρα πολλούς συνάνθρωπους μας που είναι ζωντανοί, εσείς τι κάνετε;
Πώς τιμάτε ετούτο τον χώρο; Με κάμερες κλειστές; Πού είναι η φύλαξη με ζωντανό προσωπικό, με βάρδιες, που κάνει περιπολίες για τον χώρο που θα έπρεπε να λάμπει και να συναγωνίζεται εκείνα τα μοναδικά νεκροταφεία των Γερμανών, των Νεοζηλανδών και άλλων στο Μάλεμε Χανίων.
Είδα χθες βράδυ μια εκπομπή στην τηλεόραση και δεν σταμάτησα τα δάκρυά μου ούτε για μια στιγμή. Ένας χώρος γεμάτος λουλούδια, όχι πλαστικά, αλλά φυσικά, και χρώμα, ΤΙΜΗ από το κράτος, το δικό τους, για τους νεκρούς τους.
Εμάς, πόσο πολύ θα μας κόστιζε; Δυο – τρεις φρουρούς, επιστάτες, φύλακες- διαλέξτε λέξη- που θα είχαν σαν μέριμνά τους τη δική μας ΤΙΜΗ, τη δική σας τιμή.
Μάνα, τα ξανάβαλα όλα στη θέση τους!
Λυπάμαι που δεν μπορώ να έρχομαι κάθε μέρα, όμως ξέρεις εσύ, όπως μου τά ‘πες γίνονται όλα. Ανάβω πότε- πότε το καντήλι και χθες σου διάβασα εκείνη την ιστορία μιας και λέγαμε πως η ψυχή σου τριγύριζε γύρω- γύρω. Θυμήθηκα και τα λόγια της γιαγιάς κι έγραψα πάλι στην εφημερίδα, κι ας το δημοσίευσαν με λάθος όνομα. Για σένα ήταν, για τις γιαγιάδες μου και τους παππούδες, τον Γιάννη μας…
Λίγο φυσούσε το απόγευμα, στεγνώσανε γρήγορα τα δάκρυά μου. Δεν ήθελα να νοιώσεις τη στεναχώρια μου, όχι μόνο που “έφυγες”, αλλά που δεν μ αφήνουν να σε τιμήσω, όπως σου αξίζει, που δεν νοιάζεται κανένας…
Φρέσκα λουλούδια έβαλα στο μαρμάρινο βάζο, όπως την παράδοση, να μοσχοβολά η στράτα, στο φευγιό της ψυχής…
Όπως τά ‘παμε, κι αμάραντο στο χρώμα το μωβ.
Δεν ξέρω πόσες φορές ακόμα θα απλώσουν χέρι στο μνημείο σου. Θα το πω, να το μάθουν όλοι, πως είναι παράλογο κι ανήκουστο στις μέρες μας, να συμβαίνει αυτό.
Έκανα μια βόλτα κι είδα πως λείπανε κι άλλα…Τι ξεπεσμός, Θεέ μου! Μόνο εσύ, αν υπάρχεις, μπορείς να βοηθήσεις…
Οι υπόλοιποι έχουν απλά παραμελήσει ΚΑΙ αυτό το θέμα.
Χρόνια συμβαίνει, είπαν κάποιοι γείτονες…
Μάνα, καλό κατευόδιο απόψε…
Μου ΄χες πει να τα λέω, όπως τα νιώθω. Όλα τα έγραψα, όλα!