Σήμερα νεαρέ φιλαράκο γίνομαι εξήντα, χαρά και λύπη μαζί, ανακατεμένα. Λύπη γιατί φύγαν τα είκοσι, χαρά γιατί πρόλαβα κι έφτασα ως εδώ, στην αρχή μιας δεκαετίας αληθινού θάρρους, χωρίς να φοβάμαι ή να ντρέπομαι για τις «αμαρτίες» μου.
Γι’ αυτό, μέρα που είναι, θέλω να σου κάνω ένα δώρο, κι ας μην το δεχτείς. Κάτι που αν το θες ή όχι, θα με νοιάξει και δεν θα με νοιάξει, γιατί για λίγο θα εκφραστώ αυθόρμητα κι ατομικά όπως εσύ. Δηλαδή, θα το κάνω πρώτα για μένα, το συναίσθημά μου, μα και για την ανάμνηση της εφηβικής ορμής μου που τώρα εσύ την έχεις μπόλικη.
Κι αυτό επειδή απλά, χωρίς σάλτσες πειθούς και φόβων, σ’ αγαπώ και πάντα σ’ αγαπούσα. Κάτι που κατάλαβα καλά όταν με κάλεσαν κι ήρθα στα σχολεία σου να μιλήσω και σε είδα από κοντά. Τότε, ένιωσα και συνειδητοποίησα τρία πράγματα που είχα αρχίσει να υποψιάζομαι στα δικά μου σχολειά και στη δική μου εφηβεία. Την ομορφιά και τη δύναμη του αγνού «γιατί», του γνήσιου κι απονήρευτου «όχι» και του ρομαντικού κι απερίσκεπτου «άμετρου μέτρου», που οφείλει να έχει κάποιος όταν διαθέτει μέσα του τις μεγάλες δυνάμεις που τώρα έχεις εσύ: Τη νεότητα, τον αυθορμητισμό και το μέλλον.
Πριν όμως σου πω, θα σου αναφέρω δυο αρχές μου και σίγουρα πολλών άλλων, που αν δεν συμφωνείς μ’ αυτές, μην χάνεις τον χρόνο σου διαβάζοντας τις παρακάτω γραμμές. Μιλώ πρώτα για την Ελευθερία και μετά για τη Δημοκρατία. Αρχές που για πολλούς ανθρώπους, αιώνες τώρα, ήταν αιτία ψυχικών, πνευματικών και σωματικών μαχών. Αν δεν τις πιστεύεις, μην συνεχίζεις να διαβάζεις, μην επιδιώκεις και μην κυνηγάς οτιδήποτε φωτεινό στον δρόμο σου.
Είναι η δεύτερη φορά, μα και η τελευταία που σου γράφω δημόσια και με θάρρος για το ίδιο θέμα φιλαράκο, κι αυτό γιατί όσο κι αν σ’ αγαπώ, δεν μπορώ να μην χρησιμοποιώ τη δική μου αντίδραση όπως κι εσύ, τη διαφωνία, βασικό συστατικό της Δημοκρατίας. Διαφωνώ μαζί σου, όχι για τη διαφωνία σου αλλά για τον τρόπο έκφρασή της.
Χάνεις το δίκιο σου με τα ανώφελα ξεσπάσματα μπογιάς κι ευτελίζεις την ουσία αυτού που θέλεις να πεις όσο σωστό ή λάθος είναι. Μα, πάνω απ’ όλα, επεμβαίνεις λανθασμένα κι αδικαιολόγητα σε ιστορικά σημεία και περιοχές, καθώς και σε περιουσίες άλλων πολιτών, κι αυτό λέγεται φασιστικό.
Η ανεξέλεγκτη ελευθερία προς πάσα κατεύθυνση αυτό σημαίνει, γιατί απλά, εμπεριέχει εγωισμό κι ίσως λανθασμένη αυτοπροβολή, στοιχεία αυταρχισμού προς τους υπόλοιπους. Ετούτο είναι το δώρο μου, να σου πω ως ένας άλλος «δικαιούχος» της πόλης αυτής, τι νομίζω ότι είναι το «νυχτερινό» σου ξέσπασμα και μπογιάτισμα.
Άκου λοιπόν:
Η πατρίδα του καθενός είναι τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια και μ’ αυτά, τα δικά μου, θα σου μιλήσω. Δεν σου μιλά Αρχή, δεν σου μιλά Κράτος, Κόμμα ή Καθεστώς, σου μιλά ένας απλός πολίτης όπως εσύ, και προπαντός, όχι συμβιβασμένος. Μεγαλωμένος σε εποχές που οι άνθρωποι φοβόντουσαν τα λεπτά, τις στιγμές, τις ώρες της Επταετίας και τα ανθρωπάκια του καθεστώτος, κάποια πράγματα με σημάδεψαν, ευτυχώς, ανώδυνα.
Ένιωσα ασυνείδητα και ενστικτωδώς ως παιδί, τι θα πει φανερός και καλυμμένος φόβος που αιωρείται αόριστα από πάνω μου. Ένας φόβος ασαφής, που νικιόταν μόνο από την παληκαριά της παιδικής φαντασίας μου και το φως μιας, ίσως, καλύτερης αυριανής σχολικής μέρας.
Μεγάλωσα σε γειτονιές όπου η πάλη κάθε λογής, οι νίκες και οι ήττες ήταν καθημερινό φαινόμενο στα παιδιά αλλά και στους μεγάλους. Θα μπορούσα να σου πω, χαριτολογώντας γλυκόπικρα και άφοβα, «παλεύουμε;». Όμως, δεν σε βρισκω. Δεν εμφανίζεσαι στο φως της ημέρας να διεκδικήσεις θαρραλέα κι επώνυμα, αλλά με άλλους τρόπους, τα «θέλω» και τα «πιστεύω» σου.
Κάνεις το εύκολο, παίρνεις το δουλεμένο εικοσάρικο από τον πατέρα ή τη μητέρα σου, αγοράζεις σπρέι, εξορμάς και γράφεις σε τοίχους σπιτιών και κτιρίων τη νύχτα, μ’ ένα θάρρος δικής σου ερμηνείας και εκ του ασφαλούς. Χωρίς βέβαια να υπολογίζεις εμένα, τον άλλο συμπολίτη, λερώνεις, βρωμίζεις και διαταράσσεις κάθε αισθητική, νομίζοντας αφελώς ότι κάνεις μια μορφή επανάστασης. Όχι, τίποτα δεν κάνεις.
Με τον τρόπο αυτό, δεν καταφέρνεις να ταράξεις οτιδήποτε για το οποίο διαφωνείς, ούτε ξυπνάς συνειδήσεις. Κερδίζεις μόνο το πρωινό ξάφνιασμα και την οργή κάποιου που απλά λέρωσες τον βαμμένο τοίχο του με «επαναστατικά» συνθήματα, που από δω και στο εξής θα του είναι παγερά αδιάφορα κι εκνευριστικά. Είναι στιγμές, που έχω την εντύπωση ότι με όλα αυτά, υπονοείς και προειδοποιείς για τον φόβο, χωρίς να ξέρεις τι αληθινά είναι. Για να μάθεις, ρώτα τον παππού σου και κάποιον απ’ τις παλιότερες γενιές.
Η ιστορία έχει αποδείξει ότι την αποτελεσματική επανάσταση σε ό,τι διαφωνείς, την κάνεις βάζοντας μπροστά κι επώνυμα το μπέτι σου. Ξεκαθάρισε μέσα σου τι θα πει Φασισμός και τι θα πει Δημοκρατία. Ψάξε τις διαφορές τους και, προπαντός, μάθε τι θα πει η φράση: «Το αυγό του φιδιού».
Να ξέρεις ότι, όσο οι κάμερες στους δρόμους είναι φασιστικό φαινόμενο, άλλο τόσο είναι να γράφεις ανεξέλικτα κομματικού, αντιδραστικού, αθλητικού και κάθε λογής συνθήματα σε ιστορικά μνημεία και σε τοίχους ανθρώπων που δουλεύουν όλη μέρα για να τους βάψουν και είναι υποχρεωμένοι να τα βλέπουν και να τα ανέχονται. Όπως επίσης να μουτζουρώνεις σχολεία, δημόσια κτίρια και να το ονομάζεις «μόδα», «τέχνη», «επανάσταση» ή «έτσι γουστάρω».
Απατεώνες άνθρωποι και κακοί πολιτικοί θα υπάρχουν παντού και πάντα, όπως και τίμιοι άνθρωποι και καλοί πολιτικοί. Το αρνητικό και το άτιμο δεν καταπολεμούνται με πολύχρωμα συνθήματα στους τοίχους. Όσο για το κάθε γράμμα και λέξη που λερώνει κάθε σπιθαμή χαρτιού, σοβά, πέτρας, παράθυρου ή πόρτας, θα σου πω κάτι που ίσως επίσης να μην γνωρίζεις. Αυτοί που πίστεψαν, πάλεψαν και πολλές φορές πέθαναν για τις έννοιες που κρύβουν πίσω τους οι λέξεις αυτές, εκείνοι οι άνθρωποι έδωσαν το σωστό μήνυμα.
Μην φτωχαίνεις κι ευτελίζεις ακριβές έννοιες, γράφοντας τις σε τοίχους σπιτιών, ιστορικών και δημόσιων κτιρίων. Αν μπορέσεις, κάνε το πιο δύσκολο, το ουσιώδες και το πιο επαναστατικό: Πίστεψε αληθινά σ’ αυτές, σκέψου τα προβλήματα όλων, πάλεψε γι’ αυτά με σωστούς τρόπους και γράψε τις ειρηνικά, στην ψυχή σου και στις ψυχές των άλλων ανθρώπων.