Οσοι είναι οπαδοί της «με οποιονδήποτε τρόπο»  λύσης του «Μακεδονικού» (φασκελοκουκούλωστα δηλαδή) κάνουν το ίδιο ακριβώς λάθος με τους οπαδούς της θέσης του με κάθε τρόπο μη λύσης του «Μακεδονικού», διότι:

Η με οποιονδήποτε τρόπο (και οποιαδήποτε παραχώρηση) λύση δεν θα είναι μια καλή λύση. Και μια κακή λύση ούτε μεγάλη διάρκεια θα έχει ούτε φυσικά το πρόβλημα θα λύσει οριστικά. Οπότε θα βρεθούμε στην ανάγκη μετά από κάποια χρόνια να ξαναασχοληθούμε με το θέμα, αυτή τη φορά όμως με πολύ χειρότερες συνθήκες για την πλευρά μας και ενώ η άλλη πλευρά θα έχει ήδη κατοχυρώσει τα οποιαδήποτε υπέρ της έχει αποκομίσει.

Γιατί σίγουρα σε κάθε λύση-συμβιβασμό θα έχει αποκομίσει κάτι (αυτή είναι η έννοια του συμβιβασμού), είναι βέβαιο όμως ότι σε μια οποιαδήποτε-κακή λύση, όπως π.χ. στη μη ενιαία διευθέτηση όλων των διαφορών μας ή στη μη αλλαγή του Συντάγματός τους ή στην επιλογή όχι του καλύτερου για εμάς ονόματος, η άλλη πλευρά θα έχει αποκομίσει πολύ περισσότερα. Η καλύτερα θα έχει διεθνώς παγιώσει πολύ περισσότερα.

Η περίπτωση μάλιστα της βιαστικής και με οποιονδήποτε τρόπο (οποιαδήποτε λύση) αναγνώρισης της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από τη διεθνή κοινότητα (λέγε με Γερμανία και Αμερική) το 1995 επιβεβαιώνει τα παραπάνω λεγόμενα, αφού οδήγησε αμέσως σε έναν τρομερό εμφύλιο και μια γενοκτονία (σύμφωνα με τη διεθνή κοινότητα).

Διότι, ναι μεν υπάρχει το (μαχητό οπωσδήποτε αλλά πολύ αγαπητό στη χώρα μας) επιχείρημα ότι κάθε αναβολή λύσης (όπως και στο Κυπριακό) αποβαίνει πάντα προς το χειρότερο, όμως υπάρχει και ο αντίλογος: π.χ. μπορεί κανείς να μας βεβαιώσει  ότι η Κύπρος σε περίπτωση αποδοχής του σχεδίου  Ανάν θα ήταν σήμερα σε καλύτερη μοίρα, ειδικά με τέτοιο γείτονα και εσχάτως με τέτοιον Πρόεδρο; Δεν νομίζω!

Όπως επίσης, κανείς δεν μας φταίει που 25 ολόκληρα χρόνια, αντί να εργαστούμε προς πάσα κατεύθυνση, εσωτερικό και κυρίως εξωτερικό, για να βελτιώσουμε τις συνθήκες για μια σωστή λύση του προβλήματος, αδρανούμε ολοκληρωτικά, μέχρι να έρθει πάλι η στιγμή των νέων συνομιλιών, στις οποίες και πάλι βρισκόμαστε απροετοίμαστοι όπως και την προηγούμενη φορά, ώστε να μιλάμε και πάλι για οποιαδήποτε λύση τώρα η οποία θα είναι καλύτερη από οποιαδήποτε λύση αύριο.

Βαφτίζοντας όμως τη δική μας τεμπελιά και ανικανότητα ως το σοβαρό επιχείρημα διεθνούς πολιτικής και γεωστρατηγικής «δεν μας καταλαβαίνουν οι ξένοι, τι να κάνουμε;», ξεφεύγουμε αφ’ ενός από τις ολοδικές μας ευθύνες (εθνικό και υπερκομματικό είναι το σπόρ, τι να κάνουμε) και αφ’ ετέρου προσφεύγουμε στις εύκολες μοιρολατρικές λύσεις του παραπάνω επιχειρήματος «κάθε πέρσι και καλύτερα».

Είναι βέβαιο όμως ότι στην πολιτική και ιδιαίτερα τη διεθνή, δεν χωρεί μοιρολατρία. Είναι ό,τι χειρότερο. Όπως είναι εξίσου βέβαιο ότι στη διεθνή γεωπολιτική δεν υπάρχουν κρατικά δίκαια, αλλά κρατικά συμφέροντα.

Και γι’ αυτά πρέπει να προσπαθήσουμε. Είναι εντελώς ηλίθιο να παλεύουμε για τα δίκαια κάποιου (του βόρειου γείτονά μας) που το μόνο, που θέλει από εμάς και προσπαθεί όλα αυτά τα χρόνια είναι να αφαιρέσει από εμάς ή καλύτερα να οικειοποιηθεί από εμάς. Και μάλιστα όχι πράγματα περιουσιακά, αλλά πνευματικά (ιστορία, πολιτισμό, γλώσσα κ.λ.π.). Η παντοιοτρόπως σφαλερή αντιμετώπιση του Μακεδονικού ζητήματος από το ΚΚΕ πριν το 1945, θα έπρεπε κάτι να μας έχει διδάξει. Όλους!

Αλλά αν κρίνω από την πρόσφατη θέση των πρωτοκλασσάτων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ (την σημερινή δεν την ξέρουμε ακόμα) που υπογράφανε πριν μερικά μόλις χρόνια φαρδιά-πλατιά ότι τα Σκόπια πρέπει να ονομαστούν νέτα-σκέτα με το συνταγματικό τους όνομα «Μακεδονία», δεν νομίζω ότι η κατάσταση είναι για να αισιοδοξούμε.  Μάλλον βρισκόμαστε πολύ πιο πίσω από το 1992 που «ξεκινήσαμε».

Για να κλείσουμε  με την εξαιρετικά αγαπητή Ελληνική πρακτική των πάσης φύσεως «αριστερών», «αγανακτισμένων» κ.λ.π.  εξ’ ημών συμπολιτών μας, που έχουν τη θέση: πας όστις δεν συμφωνεί με το  «ο καθένας δικαιούται να αυτοπροσδιοριστεί όπως αυτός θέλει» είναι τουλάχιστον φασίστας.

Μεγάλη πλάνη ή καλύτερα μεγάλη ιδεοληψία. Και ως προς την παραπάνω πρακτική, διότι στην πραγματικότητα φασίστας είναι αυτός που δεν επιτρέπει στον άλλο να εκφράζει διαφορετική άποψη, και ως προς την παραπάνω θέση, διότι όπως στις σύγχρονες κοινωνίες κανένας άνθρωπος-άτομο δεν μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί όπως αυτός θέλει χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος και χωρίς απόφαση του αρμόδιου προς τούτο δικαστηρίου, έτσι και κανένα κράτος δεν μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί όπως αυτό θέλει, εάν ο αυτοπροσδιορισμός του έρχεται σε νομική σύγκρουση με έννομα αγαθά άλλων κρατών και χωρίς την απόφαση του αρμόδιου προς τούτο διεθνούς οργάνου.

Σ.Σ. Οι τελευταίες δηλώσεις που είδαν το φώς της δημοσιότητας στις 29-01-2018, δηλαδή: Του Πάνου Καμμένου σύμφωνα με την οποία «η λύση του Σκοπιανού θα πάρει πολλούς μήνες και θα τιμήσει τη συμφωνία με τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το τέλος της τετραετίας» και του διαμεσολαβητή Μάθιου Νίμιτς ότι «λύση στο όνομα θα δοθεί μετά την είσοδο των Σκοπίων στην Ε.Ε.», επιβεβαιώνουν δυστυχώς αυτό που στο προηγούμενο άρθρο μας υποστηρίξαμε.

Ότι δηλαδή σκοπός του Τσίπρα και του Καμμένου δεν είναι να λύσουν το “Μακεδονικό” (σιγά που θα μπορούσαν άλλωστε, αφού ήδη τα πράγματα παίρνουν την άσχημη για την Ελλάδα τροπή της τμηματικής λύσης-σαλαμοποίησης), αλλά με το “Μακεδονικό” ανοιχτό να παν σε εκλογές, για να το εκμεταλλευτούν ψηφοθηρικά όσο μπορούν καλύτερα!

Δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτή είναι η αλήθεια και όλα τα υπόλοιπα δεν είναι παρά …. αυταπάτες ή ορθότερα σκέτες απάτες!

* Ο Θανάσης Καραγιάννης είναι δικηγόρος