«Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας. Φτωχικά μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα. Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα» έγραψε ο ποιητής της Ρωμιοσύνης για τη χώρα μας. Στίχους που συνέθεσε στην αφόρητη μοναξιά της εξορίας στη Λέρο και που περιέχουν σε λίγες μόνο λέξεις, ολόκληρη την Ελλάδα. Ανακαλώ πάντα αυτές τις αντιπροσωπευτικές στροφές του Ρίτσου, όταν ανεβαίνω στους λόφους που δέσποζε η ακρόπολη της Λύττου, και σκέφτομαι ότι, λες και τους έγραψε παραγγελιά για κείνη.
Η αφοπλιστική ενόραση του ποιητή γίνεται απίστευτα προφητική για την πολλά υποσχόμενη ανασκαφή που ξεκίνησε στον αρχαιολογικό της χώρο το περασμένο καλοκαίρι, όταν γράφει ότι «…κάθε νύχτα βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα»!
Οι τελευταίες μέρες της φετινής πρώτης απόπειρας, έστεψαν με επιτυχία τον ποιητικό υπερρεαλισμό, όταν η αρχαιολογική σκαπάνη έφερνε στο φως, εκεί δίπλα στο Βουλευτήριο, έναν ακέφαλο ανδριάντα από τους πολλούς, του φιλέλληνα Ρωμαίου Αυτοκράτορα Αδριανού που κοσμούσαν την πόλη.
Ήταν ίσως οι πρώτες φθινοπωρινές σταγόνες βροχής που έκαναν το χώμα να αφραταίνει και να μοσχοβολά παρθενικά. Τα σύννεφα χαμηλωμένα από τα Λασηθιώτικα βουνά, συνθέτανε έναν από τους σπάνια μελανιασμένους κρητικούς ουρανούς, λίγες μόνον μέρες μετά το φονικό σεισμό του Αρκαλοχωρίου, όταν με δύο φίλους της Ελλάδας επισκεφτήκαμε τον αρχαιολογικό χώρο. Η ανασκαφή περίμενε για το επόμενο καλοκαίρι, προσεχτικά και προληπτικά προστατευμένη από τις δυνητικές χειμωνιάτικες νεροσυρμές.
Τη φλυαρία των τζιτζικιών του Ιουλίου και της ανθρώπινης παρουσίας, την είχε διαδεχτεί το σύριγμα του ανέμου που τεμαχίζονταν στις φυλλωσιές των λιόδεντρων πάνω από τα σπλάχνα της (ποιος ξέρει ακόμη πόσης;) θαμμένης αρχαίας σκουριάς, από άλλους ανδριάντες του Ρωμαίου Αυτοκράτορα αλλά και επιφανών ανδρών που κοσμούσαν τους δημόσιους χώρους της.
Λέγεται ότι ο φιλέλληνας Αδριανός (οι Ρωμαίοι του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι Graeculus, ο ελληνίσκος) είχε ιδιαίτερη σχέση με τούτη την πολιτεία, η οποία κάθε χρόνο έστελνε στα γενέθλιά του αντιπροσωπεία στη Ρώμη, ενώ ταυτόχρονα του φιλοτεχνούσαν εδώ κι από έναν ανδριάντα. Και επειδή ο Αδριανός βασίλεψε για 21 ολάκερα χρόνια, τουλάχιστον ισάριθμοι ανδριάντες εκείνου και της γυναίκας του Αυγούστας Βιβίας Σαβίνας θα κοσμούσαν την πολιτεία, που απλώνονταν στα 1000-1500 στρέμματα, λένε οι αρχαιολόγοι.
Εδώ κι εκεί, σκόρπια «βρίσκονται αρκετά μαρμάρινα γλυπτά και μνημειώδεις βάσεις ή βωμοί που στήριζαν αγάλματα Ρωμαίων αυτοκρατόρων» διαβάζουμε στις σημειώσεις του άγγλου ναυάρχου T. A. B. Spratt που την επισκέφτηκε στα 1850. Βλέπεις τ’ αμπέλια, τις ελιές και τους βάτους σχεδόν να αναπνέουνε από την πετρωμένη γαλήνη των Καισάρων που αναπαύονται βαθειά στις ρίζες τους. Και είναι τότε που νοιώθεις παράδοξα, ανατριχιαστικά, θέλοντας να αφουγκραστείς την Ιστορία από τους βασμούς της, από τις σφίξεις των θαμμένων μαρμάρων και των επιγραφών.
Η πόλη είχε επιστρέψει στη γνώριμη νεκρική σιγή των πετρωμένων αιώνων. Τρεις άνθρωποι ήμασταν η μόνη παραφωνία στην τελεσίδικη σιωπή του χρόνου. «Αν σταματήσεις με προσοχή και αυτοσυγκέντρωση, θ’ ακούσεις κάτω από τις πατούσες σου να φλεγοκοπά η παλιά ελληνιστική δόξα της ισχυρής πολιτείας, σαν τις καρωτίδες μας» έλεγε σοβαρολογώντας ο Ιουλιανός που κρατούσε μαζεμένες τις αναφορές όλων των αρχαίων περιηγητών για την πόλη, και που αγωνιούσε σαν παιδί να ταυτοποιήσει σε πια μεριά της πλαγιάς, κατά την Κασταμονίτσα ή τον Ξιδά, να βρισκόταν το θέατρο που με λεπτομέρειες μνημόνευε και σχεδίασε ο αρχαιόφιλος βενετσιάνος γιατρός Onorio Belli που την επισκέφτηκε στα τέλη του 16ου αιώνα. Είναι δύσκολο πολύ να προσπαθείς να μιλήσεις με τα περασμένα, ιδίως όταν σε χωρίζουν αιώνες ολάκεροι.
Προσπαθούμε μπροστά από το ανασκαμμένο Βουλευτήριο της πόλης κάτω από τις έντονες σταγόνες της βροχής και τους αισθητούς μετασεισμούς, να φανταστούμε, να ανασυνθέσουμε την αρχαία ισχυρή πολιτεία, με τα λαμπρά δημόσια κτίρια όπως ήταν προσαρμοσμένη στο ανάγλυφο τούτων των σάρκινων αμπελόφυτων λόφων, κάτω από την κραταιά βουνοκορφή του «Αφέντη» των Λασιθιώτικων μαδάρων, της πατρώας γης του νεφεληγερέτη Δία, με τις πυκνόφυτες δρυάδες, τα πρινάρια και τα άφθονα κοπάδια.
Τα κλιμακωτά επίπεδα που αναβαστούσαν τις καρπερές πεζούλες των πλούσιων αμπελώνων της ελληνιστικής πόλης των συσσιτίων και της πολεμικής εκπαίδευσης. Προσπαθείς να φανταστείς αυτό το ηδίγευστο κρασί, που παρήγαγαν πριν από σχεδόν δυο χιλιετίες οι διπλανές σου κορμούλες στα ίδια τούτα χώματα, να γλιστρά στο λαρύγγι σου. Του προγόνου των σημερινών απομειναριών από τις φυλλωσιές των κλημάτων που τις ξυπνά μ’ ένα απαλό θρόισμα το φθινοπωρινό αεράκι που φτάνει από την κρητική θάλασσα που τη βλέπεις καθαρά από τούτες τις κορφές στα 625 μ. πάνω απ’ αυτήν.
Ήταν, λένε οι αρχαίες πηγές και η σχετική έρευνα για την παραγωγή κρασιού στη ρωμαιοκρατούμενη Λύττο που έκανε πριν από 35 χρόνια ο εις εκ των επικεφαλής της ανασκαφής, καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας και Φιλολογίας στο φημισμένο Ινστιτούτο προηγμένων Σπουδών του Princeton κ. Άγγελος Χανιώτης, τέτοια η νοστιμιά του, που ο «Λύττιος οίνος», κύριο προϊόν του εξαγωγικού εμπορίου της μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, εφοδίαζε τις λεγεώνες του ρωμαϊκού στρατού. Αυτό αποτυπώνεται στα σπαράγματα από τη μεγαλύτερη ομάδα τουλάχιστον σαράντα αμφορέων που βρέθηκαν στις στάχτες της Πομπηίας.
Ο άξιος επικεφαλής της πολλά υποσχόμενης ανασκαφής, ήδη από το 1993 όντας αντιπρύτανης στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, επιθυμούσε διακαώς να πραγματοποιήσει ανασκαφές σε αυτή την κρητική πόλη, -που ήταν η δεύτερη προτίμηση του Έβανς μετά την Κνωσό- μαζί με τον Γ. Ρεθεμιωτάκη και το Γερμανό καθηγητή Rolf Michael Schneider.
Το σχέδιο που δεν κατέστη δυνατό να εφαρμοστεί τότε λόγω έλλειψης χρηματοδότησης, υλοποιείται 28 χρόνια αργότερα, σε συνεργασία με το έτερο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Ιστορίας και Αρχαιολογίας κ. Αντώνη Κοτσώνα, και το Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού. Η αφύπνιση των αρχαίων μαρμάρων μπορεί να άργησε για χρόνια, όμως τα αποτελέσματα θα είναι κατά πως φαίνεται εκπληκτικά.
Οι αιώνες όσο κι αν ευνόησαν τη φυγάδευση πολλών αρχαιοτήτων της πόλης σε ξένα μουσεία, ωστόσο ίσως να επιφυλάσσουν ανεκτίμητους θησαυρούς για την Κρήτη που θα κεφαλαιοποιήσουν πολλαπλασιαστικά την εθνική μας πολιτιστική κληρονομιά.
Η συγκυρία κατασκευής ακριβώς δίπλα της, του νέου διεθνούς αερολιμένα Κρήτης, είναι η πλέον ευτυχής. Αυτός είναι ένας επιπλέον σοβαρός λόγος για την αναγκαιότητα ενός γενναίου χρηματοδοτικού προγράμματος μακράς διαρκείας των ανασκαφών από το ελληνικό κράτος. Για όσους δεν γνωρίζουν, η επίπονη ερευνητική σχέση και παίδευση του κ. Α. Χανιώτη με την Κρήτη χρονολογείται πολλά χρόνια πίσω.
Ο κ. Χανιώτης έχοντας μαθητεύσει κοντά σε λαμπρούς δασκάλους της ανασκαφής όπως τον Γ. Σακελλαράκη, έμαθε να εξάγει τα σωστά συμπεράσματα από την πολύπλοκη διαδικασία του να φέρεις στο φώς το παρελθόν και να ερμηνεύεις τα υλικά του λείψανα, προσόν πού σπάνια συνοδεύει μόνο τους ιστορικούς, τους επιγραφικούς και τους φιλολόγους.
Η θητεία του στο σχολείο των ανασκαφών της Κρήτης «του έδωσε στενή οικειότητα με το νησί, με τους σύγχρονους και τους αρχαίους ανθρώπους του και κυρίως με τον τόπο, τον τόσο ιδιότυπο σε όλες τις περιόδους της ιστορίας του και πάντα λαμπρό». (1)
(1): Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, τ. 89Β’ (2014).