Ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ιεραπύτνης και Σητείας κ. Κύριλλος μου έκανε την τιμή να μου αποστείλει το βιβλίο του Λουκά Παπαδάκη με τον ως άνω τίτλο, καθώς και το βιβλίο του Αντ. Εμμ. Στιβακτάκη με τίτλο, «Χατζηαναγνώστης ο Συμιανός». Τα δύο αξιόλογα αυτά έργα εξέδωσε, το 2021, η ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΙΕΡΑΠΥΤΝΗΣ ΚΑΙ ΣΗΤΕΙΑΣ στα πλαίσια του εορτασμού των 200 χρόνων από την μεγάλη ελληνική επανάσταση του 1821.
Πρόκειται όντως για μια αξιέπαινη πράξη αντάξια του μεγάλου επετειακού γεγονότος, αφού και τα δύο αυτά έργα σχετίζονται με το επετειακό έτος. Το έργο του Λουκά Παπαδάκη, το οποίο παρουσιάζομε παρακάτω, αναφέρεται στη συμμετοχή της Κρήτης και προσπαθεί να αποκαταστήσει την αδικία κάποιων ιστορικών σε βάρος της ιδιαίτερης πατρίδας μας. Το βιβλίο αυτό, σχήματος 19×22, αποτελείται από 117 σελίδες και όπως υποδηλώνει ο τίτλος του χωρίζεται σε δύο μέρη, διακριτά μεταξύ τους:
Την ιστοριογραφία και την ποίηση. Στην αρχή παρατίθεται πρόλογος του επιμελητή της έκδοσης, Σεβασμιότατου Μητροπολίτη κ. Κυρίλλου. Πρόκειται για έναν πρόλογο που δεν περιορίζεται τυπικά στο πρόσωπο και τις ευχαριστίες προς τον συγγραφέα αλλά κάνει αναφορά στην ουσία του θέματος και μνημονεύει τις κυριότερες στιγμές από τους αγώνες των Κρητών κατά την επανάσταση του 1821 (σελ.8-10).
Ο σκοπός του συγγραφέα, όπως διατυπώνεται με σαφήνεια από τον ίδιο, είναι να μελετήσει: «πώς παρουσιάζει η Ιστοριογραφία την ανταπόκριση των Κρητών στα επαναστατικά κηρύγματα του Υψηλάντη και της Αγίας Λαύρας», και «πώς καταγράφει η ποίηση τον αγώνα τους» (σελ. 15). Ο συγγραφέας αρχίζει με διαμαρτυρία απέναντι στην ανιστόρητη θέση ενός εκ των πρώτων συγγραφέων της Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως, του Σπυρίδωνος Τρικούπη.Ο Τρικούπης αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Κρήτης «και οι επί των πεδινών και οι επί των ορεινών τόπων δεν εσείσθησαν παντάπασιν» κατά την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης (σελ.14). Και επ’ αυτού ο Λουκάς Παπαδάκης δηλώνει ότι «την αμηχανία από την άδικη κρίση του ιστορικού διαδέχονται η αίσθηση της αδικίας και η πικρία». Σε άλλο σημείο δε γίνεται προφανής η οργή του:
«Θα ήθελα να γράψω διεξοδικά τα ιστορικά συμβάντα· να μνημονεύσω τους προγόνους μας, που υπέστησαν σφαγές ή και ολοκαυτώματα, να αναφέρω μάχες ένδοξες, να διηγηθώ πράξεις αξιομίμητες {…}. Να πω και για τις εκατοντάδες ψυχές, που ήταν κλεισμένες στο σπήλαιο της Μιλάτου τον Φλεβάρη του 1823 και τις 370 ψυχές στο σπήλαιο του Μελιδονίου τον Γενάρη του 1824 {…} που βρήκαν φρικτό θάνατο από τις αναθυμιάσεις κλπ.» (σελ. 14 κ.ε.).
Όμως, επειδή ακριβώς οι αγώνες, τα κατορθώματα και οι θυσίες των Κρητών κατά την επανάσταση είναι πολλές και μεγάλες, μια τέτοια προσπάθεια θα απομάκρυνε τον συγγραφέα από τον κεντρικό του σκοπό, όπως διατυπώθηκε παραπάνω. Γι’ αυτό ο Λουκάς Παπαδάκης περιορίζεται να παροτρύνει τους αναγνώστες στην μελέτη σχετικών βιβλίων, σημειώνοντας ότι αυτό είναι το ελάχιστο χρέος του καθενός μας απέναντι στους ηρωϊκούς προγόνους που θυσίασαν τη ζωή τους για να εξασφαλίσουν σε εμάς ελεύθερο βίο.
Αναδιφώντας την Ιστορία της επαναστάσεως του 1821 στην Κρήτη, ο Λουκάς Παπαδάκης προσφεύγει σε δόκιμους ιστοριογράφους, όπως στον Σπυρίδωνα Τρικούπη, τον Κων/νο Παπαρρηγόπουλο, τον Καλλίνικο Κριτοβουλίδη, τον Θεοχ. Δετοράκη κ.ά., προκειμένου να αναδείξει την πραγματικότητα όπως απεικονίζεται σε καθέναν από αυτούς. Είναι κρίμα που ο χώρος δεν μου επιτρέπει να παραθέσω κάποια από τα αποσπάσματα που περιέχονται στο βιβλίο.
Μπορώ όμως να διαβεβαιώσω τον αναγνώστη, ότι φυλλομετρώντας και μόνο το βιβλίο θα διαπιστώσει ότι όλοι τους διαχωρίζουν τη θέση τους από τον Χαρ. Τρικούπη. Σε κάποια σημεία μάλιστα ο Λουκάς επισημαίνει και εσωτερικές αντιφάσεις στον ίδιο τον Τρικούπη.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του ο Λουκάς προσφεύγει στο κρητικό δημοτικό τραγούδι, στα ριζίτικα και στις μαντινάδες, προκειμένου να συλλέξει πληροφορίες και να τεκμηριώσει την επαναστατική θέση των Κρητών. Η προσπάθεια κρίνεται κι εδώ επιτυχής και ο αμητός πλούσιος. Είναι κρίμα που ο χώρος δεν μου επιτρέπει να παραθέσω κάποια από τα πολλά αποσπάσματα που περιέχονται στο βιβλίο και παροτρύνω τον αναγνώστη να προσφύγει ο ίδιος σε αυτό.
Εγώ αντ’ αυτού σπεύδω να απαντήσω στο εύλογο ερώτημα αν και κατά πόσο η ποίηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αξιόπιστη πηγή άντλησης της ιστορικής αλήθειας. Εφόσον πρόκειται για δημοτικό τραγούδι η απάντησή μου είναι θετικότατη. Και εξηγώ: Το δημοτικό τραγούδι είναι εν ολίγοις το ξεχείλισμα των βιωμάτων και των συναισθημάτων του κοινού ανθρώπου, συνεπώς αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, όπως την βίωσε ο ίδιος ο λαός.
Με την έννοια αυτή αποτελεί ένα είδος πρωτογενούς υλικού και πρέπει να αξιοποιηθεί. Από την άλλη πλευρά απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή κυρίως στις λεπτομέρειες, όπου συχνά υπάρχει η υπερβολή και τα πράγματα δεν τίθενται πάντοτε με ακρίβεια. Με αυτές τις επιφυλάξεις το δημοτικό τραγούδι μπορεί να είναι μια αξιόπιστη πηγή πληροφοριών.
Τελειώνοντας θέλω να τονίσω ότι εκείνο που εκτιμώ ιδιαίτερα στον Λουκά είναι τα καλά ελληνικά του, η προσεγμένη επιλογή των λέξεων και η στρωτή χρήση της ελληνικής γλώσσας που ρέει με άνεση στο μάτι του αναγνώστη. Όλα αυτά αποτελούν, χωρίς αμφιβολία, ένα προνόμιο που φυσικά δεν μπορεί να αποδοθεί στην τύχη, ούτε και στο γεγονός ότι είναι γιος ενός πολύ καλού φιλολόγου.
Το τελευταίο αυτό έχει οπωσδήποτε μεγάλη σημασία, αλλά αυτό που παίζει κυρίαρχο και καθοριστικό ρόλο είναι η εσωτερική καλλιέργεια του ίδιου του συγγραφέα και αυτήν την καλλιέργεια αντικατοπτρίζει η ποιότητα της γλώσσας. Θέλω να υπογραμμίσω επίσης ότι η γραφή του Λουκά Παπαδάκη έχει έντονο το βιωματικό στοιχείο, είναι γνήσια και απροσποίητη, ατόφια έκφραση του ενδότερου κόσμου και των αξιών που τον διακρίνουν, γι’ αυτό και ο λόγος του είναι καλοπροαίρετος και γίνεται πειστικός.
Και όταν γράφει π.χ. ότι «είναι μείζον για τη δημοκρατία μας να αποκτήσουμε ιστορική συνείδηση, άρα και συνείδηση εθνική, απαλλαγμένη από εθνικιστικούς υστερισμούς, βεβαιότητες και φοβίες» (σελ. 15), το εννοεί έτσι όπως το γράφει και το γράφει όπως ακριβώς το εννοεί.
Με την έννοια αυτή τα κείμενα του Λουκά Παπαδάκη, διαποτισμένα από ηθικές και πνευματικές αξίες και ιδέες ανθρωπιστικές, γίνονται στην πορεία τους κείμενα διαφύλαξης της ελληνικής παράδοσης και του ελληνο-ορθόδοξου πνεύματος, κείμενα συνοχής και συνέχισης του πολιτισμού μας, σθεναρό αντιστάθμισμα στην ισοπεδωτική επέλαση της παγκοσμιοποίησης.
Έχοντας υπόψη μου το συνολικό έργο του Λουκά Παπαδάκη και κυρίως το προηγούμενο πολυσέλιδο έργο του για τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιο Μεταξάκη, δεν δύναμαι να αποσιωπήσω την ορθή μεθοδολογική αντίληψη που τον διέπει με την εμμονή του στις πρωτογενείς πηγές.
Η προσεγμένη μελέτη αρχειακού υλικού, η ανάσυρση νόμων ή επισήμων εγγράφων και η διασταύρωση μεταξύ τους για ουσιαστικότερο έλεγχο, αποτελεί μια από τις πλέον ασφαλείς μεθοδολογικές προσεγγίσεις σε αυτό το ερευνητικό πεδίο.
Μόνο με μια τέτοια στροφή στις πρωτογενείς πηγές μπορεί να καταστεί δυνατή η συγκρότηση ενός σταθερού και βέβαιου πληροφοριακού συνόλου που είναι σε θέση να μας δώσει μια αντικειμενική εικόνα του μελετώμενου όλου, για να ακολουθήσει κατόπιν η ερμηνευτική του προσέγγιση· και αυτό, όπως διαπιστώνεται, είναι μια προσφιλής τάση του Λουκά και τον συγχαίρω για τούτο. Μένει λοιπόν να του ευχηθώ να έχει καλή υγεία και ατελείωτη διάθεση για έρευνα και συγγραφή. Αυτό κάνει καλό σε όλους μας.
* Ο Ι.Ε.Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής και πρ. αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης