Η γλώσσα μας παρουσιάζει ενίοτε κάποια προβλήματα στην κλίση των ονομάτων, δηλαδή των ουσιαστικών και των επιθέτων. Π.χ. δεν σχηματίζουν ή δύσκολα σχηματίζουν γενική ενικού και πληθυντικού τα υποκοριστικά σε –άκι: κοριτσάκι (του κοριτσακιού;), σπιτάκι, πουλάκι…

Δύσκολα σχηματίζουν γενική ενικού τα ονόματα χωριών σε –ι: Πέρι ( του Περίου;), Βενί, Κράσι, Τυμπάκι…  Δεν σχηματίζουν γενική πληθυντικού θηλυκά ονόματα καθαρώς λαϊκής προέλευσης: πόρτα (των πορτών;), βάρκα, ρόδα, λάσπη, μύτη, τρέλα, μάνα, σκούπα, σκόνη, χαρά, ζέστη…

Ομοίως τα θηλυκά σε –ίλα, -ούλα: σκασίλα, μανούλα (των μανουλών;).. Και άλλα. Σε τέτοιες περιπτώσεις καταφεύγομε συνήθως σε λόγια λέξη ή διατύπωση, εφόσον βέβαια υπάρχει, π.χ. θυρών, τροχών, σαρώθρων…

Το μεγάλο πάντως πρόβλημα είναι πώς σήμερα θα κλίνομε τα επαγγελματικά θηλυκού γένους. Για το θέμα αυτό πολλά έχουν ειπωθεί μέχρι τώρα. Μερικοί, πάσχοντας από έντονη λογιοφοβία, αποφεύγουν τους λόγιους τύπους και γράφουν ή λένε κακόηχους γραμματικούς τύπους, όπως: της λυκειάρχη, της ταμία, της διδάκτορα…

Έχω μάλιστα ακούσει ακόμη πιο άγαρμπους τύπους ονομαστικής και γενικής, όπως ο διδάσκοντας καθηγητής, του διδάσκοντα καθηγητή, ο καλούντας (!) αριθμός (σε ταινία στο τηλέφωνο της ΔΕΥΑΗ για την σειρά προτεραιότητας στις συνδιαλέξεις), που γελοιοποιούν την γλώσσα μας.

Το ορθό, αλλά και γλωσσικώς ευπρεπές, είναι να λύνομε το πρόβλημα παίρνοντας  βοήθεια από την λόγια μορφή της γλώσσας μας. Και, προς Θεού, να μην έχομε την εντύπωση ότι μ’ αυτό μιαίνομε την δημοτική!

Π.χ. να λέμε:  η λυκειάρχης – της λυκειάρχου, κλητική: κυρία λυκειάρχης, η αντιπεριφεριάρχης- της αντιπεριφεριάρχου, η επαγγελματίας- της επαγελματίου, η εισπράκτορας –της εισπράκτορος-κλητ. κυρία ειπράκτορ, η διδάκτορας-της διδάκτορος, η ταμίας-της ταμίου-κλητ. κυρία ταμίας, ο διδάσκων καθηγητής-του διδάσκοντος καθηγητή κτλ.

Εξάλλου όλοι λέμε: ο ενδιαφέρων άνθρωπος –του ενδιαφέροντος ανθρώπου, ο συμφέρων όρος συμφωνίας-του συμφέροντος όρου… Πώς αλλιώς να τα πεις;

Ακόμη και στα αγγλικά, γλώσσα με απλούστατη γραμματική, έχομε τα: crisis με πληθυντικό crises, phenomenon με πληθυντικό phenomena, persona με πληθυντικό personae, που ο Άγγλος πρέπει να έχει κάποια μόρφωση για να τα πει σωστά.