Τα γεροντάκια στο καφενείο συζητούσανε για τα προβλήματα της υγείας τους. Τους άκουγα. Πλάκα είχανε. Ο Ιάσονας, ογδόντα ενός ετών, έλεγε.

-Τελευταία με ταλαιπωρούσε συχνά μια εξάντληση, μια ατονία… Δεν ξέρω… Μια ζαλάδα. Μάλιστα πριν από μερικές μέρες, Κυριακή, που έτρωγα με φίλους σε εστιατόριο, μου ήρθε ξαφνικά λιγοθυμιά. Χλόμιασα. Τρομάξανε όλοι. Πεταχτήκανε όρθιοι και με πασπάτευαν, μου έδιναν να πιω νερό… Είδαν κι έπαθαν να με συνεφέρουν. Τελικά συνήλθα. Αποφάσισα να πάω στον γιατρό που λέτε πως είναι πολύ καλός.

Η αλήθεια είναι ότι με εξέτασε λεπτομερώς και προσεχτικά: την καρδιά μου, ζούπηξε την κοιλιά μου… Στο τέλος άνοιξε ένα συρτάρι του τραπεζιού του, πήρε από μέσα ένα κοινό ψαλίδι (εγώ στην αρχή τρόμαξα «Ίντα πάει να μου κάνει;» σκέφτηκα) και έκοψε το σφιχτό λάστιχο του σώβρακού μου. Και αμέσως αισθάνθηκα ανακούφιση. Ανασηκώθηκα από εκεί που ήμουν πλαγιασμένος και είπα.

-Αχ, μου έφυγε η ζαλάδα!

-Η εξέταση τελείωσε, είπε ο γιατρός. Να αγοράζεις σώβρακα μεγαλύτερου μεγέθους και όχι με τόσο σφιχτό λάστιχο. Αυτά που φοράς εμποδίζουν την κυκλοφορία του αίματος. Και να μη σφίγγεις πολύ τον ζωστήρα του παντελονιού σου.

-Κολοκύθια! είπε ο κυρ Πανάγος. Αυτός ο γιατρός που λες είναι εκείνος που είπε στον φουκαρά τον Πέτρο, τον συγγενή μου, ότι έχει καρκίνο. Και ο άνθρωπος πέθανε δυο χρόνια νωρίτερα, από την στενοχώρια του, ενώ θα μπορούσε να ζήσει κι άλλο.

-Ε, όχι! Εγώ δεν το πιστεύω. Τα παραλές. Και πώς το ξέρεις εσύ ότι ο συγγενής σου θα ζούσε άλλα δυο χρόνια; ρώτησε ο Ζήσης.

Τους άκουγα και γελούσα. Την υγεία, όσο είμαστε νέοι, δεν την λογαριάζομε. Μόνο στα γεράματα καταλαβαίνομε την αξία της και αρχίζομε να την προσέχομε. Και εκεί θυμήθηκα τα λόγια του Λικύμνιου, αρχαίου ποιητή. «Λιπαρόμματε πραΰγελως Υγεία, βασίλεια ποθεινά, σέθεν χωρίς ούτις ευδαίμων έφυ».Και σε ελεύθερη μετάφραση «Υγεία, με το βλέμμα σου το φωτεινό και το γλυκό χαμόγελό σου, βασίλισσα ποθητή, χωρίς εσένα κανείς δεν υπήρξε ευτυχισμένος». Και ξαφνικά μελαγχόλησα.