Δεν ξέρω κατά πόσο κινδυνεύουμε κι εμείς από το βακτήριο Xylela Fastidiosa, αφού υπάρχει φόβος εξάπλωσής του και στα ελαιόδεντρα της χώρας μας. Ήδη το συγκεκριμένο βακτήριο συνεχίζει το καταστροφικό του έργο στη γειτονική Ιταλία.

Πιο συγκεκριμένα, στην περιοχή της Απουλίας τα ελαιόδεντρα ακόμα υποφέρουν, αφού ήδη η ασθένεια έχει καταστρέψει μέχρι το 60-70%. Στο αεροδρόμιο του Μπρίντιζι ειδικές πινακίδες προειδοποιούν: “Απαγορεύεται αυστηρά η μεταφορά φυτών από την πληγείσα ζώνη”. Ας ευχηθούμε να μην έχουμε κι εμείς τέτοιες εξελίξεις, τόσο δυσάρεστες για την παραγωγή μας. Ας πάρουμε τη θετική όψη του πράγματος και ας ασχοληθούμε με το φετινό λιομάζωμα.

Με κέφι, με χαρά, μ’ ένα τραγούδι ολότελα. Θα γυρίσω κάποιες δεκαετίες πίσω, τότε που ήμουν παιδί του Δημοτικού και συμμετείχα σ’ αυτό το πανηγύρι, όταν δεν είχα σχολείο. Όλα αυτά διαδραματίζονται στη γενέθλια γη, στο χωριό μου, τον Λαύκο, του νοτίου Πηλίου.

Η συγκομιδή της σοδειάς, κυρίως της ελιάς, έπαιρνε για το χωριό πανηγυρικό χαρακτήρα, γιατί ήταν ένα γεγονός, που απασχολούσε τους πάντες. Τα οικόσιτα χοντρά ζώα (γαϊδούρια, μουλάρια, άλογα), οι κόφες, τα κοφίνια και τα τσουβάλια βρίσκονταν στην ημερησία διάταξη. Από τα μέσα του Σεπτέμβρη άρχιζε η συλλογή των ελαιών, που είχαν πέσει στο έδαφος, οι λεγόμενοι “πεσιάδες”, για να μεταφερθούν για έκθλιψη στα λιοτρίβια.

Το μάζεμα του ελαιόκαρπου ξεκινούσε περίπου από την γιορτή του Αγίου Δημητρίου, αφού προηγούνταν συνήθως η λειτουργία στην εκκλησία και ακολουθούσε γλέντι. Εάν το κτήμα βρισκόταν σε μακρινή απόσταση από το χωριό, δύο ώρες και πλέον, το ξεκίνημα γινόταν στις τέσσερις η ώρα το πρωί, για να υπάρχουν, υπολογιζομένης και της επιστροφής, αρκετές ώρες για δουλειά στο κτήμα. Οι μεγαλοκτηματίες χρησιμοποιούσαν και έμμισθο προσωπικό, με το μεροκάματο, τις λεγόμενες μαζώχτρες ή εργατίνες.

Πρώτα συγκεντρωνόταν ο χοντρός καρπός, το λεγόμενο “Οκτωβριανό πράγμα” και με την πάροδο του χρόνου ο υπόλοιπος. Σε περιόδους πλούσιας σοδειάς, η ελαιοσυλλογή διαρκούσε μέχρι το Πάσχα, οπότε μαζευόταν η λεγόμενη “όψιμη σοδειά”. Πολύ παλιά δεν γινόταν διαλογή των ελαιών αλλά όλη η ποσότητα μετατρεπόταν σε λάδι. Αργότερα άρδχισε να γίνεται μια πρόχειρη διαλογή, οπότε είχαμε δυο ποιότητες καρπού, τις πατήσιμες, που μεταφέρονταν με τα τσουβάλια στη γαλιάγρια (ελαιοτριβείο) για λάδι, και τις εμπορεύσιμες, που μεταφέρονταν με τις κόφες στην αποθήκη και ρίχνονταν στην κάδη με την άλμη, χωρητικότητας από 200-2.000 οκάδες, για να πουληθούν αργότερα στο εμπόριο.

Περίοδος λιομαζώματος, λοιπόν, και οι αγρότες μας βρίσκονται “επί ποδός” ευχόμενοι να έχουν σύμμαχο τον καλό καιρό, αλλά παράλληλα θέλουν και τη βροχή. Όπου βέβαια υπάρχουν χονδρολιές, ο καρπός από μόνος του πέφτει πάνω στα δίχτυα, όσο για τις ψιλολιές, σήμερα τα τελευταία τύπου ραβδιστικά κάνουν θαύματα, γιατί παλιότερα το ράβδισμα γινόταν με τέμπλες και κατσούνες, φυσικά με τα χέρια.

Βέβαια, η κούραση  δεν στέκεται εμπόδιο σε τέτοιες περιπτώσεις. Δεν είναι τυχαίοι οι στίχοι διαφόρων δημιουργών και μεταξύ αυτών και του μεγάλου Στειακού καλλιτέχνη Στρατή Καλογερίδη, ο οποίος είχε εντοπίσει τις αγάπες και τα ειδύλλια που “επλέκοντο” κάτω από τα λιόδεντρα τέτοια εποχή, τα οποία έκανε στίχο. Σίγουρα το άγχος σε τέτοιες περιπτώσεις κάνει κακό και αν κάποιος είναι ερωτευμένος, το κακό παραγίνεται. Στίχοι, λοιπόν, που ολοένα και πληθαίνουν: “Ανάθεμά τσι για ελιές, απού να ξεραθούνε, πόσες αγάπες χάνονται, ωστό να μαζωχτούνε!”.

Κι όταν ο σεβντάς μεγάλωνε και η δουλειά έπαιρνε επικίνδυνες “διαστάσεις”, οι στίχοι έδιναν και έπαιρναν:

“Δεν πάω μπλιο στο λιόφυτο και δεν ξαναμαζώνω

γιατί μου βγάλαν αβγανιά στσ’ ελιές, πως σε ζυγώνω”.

Πάντα, όμως, ο λαός μας είχε και έχει την ικανότητα πολλές στιγμές της καθημερινής ζωής του να τις κάνει ρίμα, τραγούδι, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να πειράξει αλλά και σε πείσμα να εκφραστεί για κάτι, όπως μας λέει ο άλλος μεγάλος Στειακός λαογράφος και δάσκαλος, Κωστής Φραγκούλης.

“Πως έχεις δύο κουτσουρολιές επήρε ο νους σου αέρα

και ψήλωσε η μύτη σου, διαόλου θυγατέρα…”

Και αν κάποιος ήταν υποψήφιος Μοιριανός γαμπρός και δεν τον ήθελαν τα πεθερικά του, τότε ξεσπούσε στην κοπελιά, άδικα βέβαια, και τα λόγια τους δεν είχαν σταματεμό!

“Πως έχεις ένα λιόφυτο και μαγαζί στσι Μοίρες

εσήκωσες τη μύτη σου κι απάνω σου το πήρες”.

Οι μεγαλονοικοκυραίοι, όμως, εκείνης της εποχής έπρεπε να βρουν και καλές μαζώχτρες, οι οποίες έρχονταν πολλές φορές από άλλες περιοχές και αντί για χρήματα έπαιρναν λάδι. Δεν υπήρχε το σημερινό αλβανοβουλγαροσλαβικό σύμφωνο φιλίας που υπάρχει με πληθώρα αλλοεθνών εργατριών για τη συγκομιδή του ελαιοκάρπου, και όχι μόνο!

Μια ευαίσθητη μαζώχτρα, λοιπόν, της τότε εποχής, εξομολογείται στον υποψήφιο “καλό” της:

“Εδά τα λιομαζώματα, καλή αφορμή δα βρίσκω

να παίρνω το καλάθι μου να ‘ρχομαι να σε βρίσκω.

Να κάνουμε ό,τι κάναμε, στο θέρο και στο τρύγο

απού φιλιόμαστε κρυφά, στα χείλη κάθε λίγο”.

Έτσι μάζευε τις ελιές ο κόσμος εκείνη την εποχή! Δύσκολα, μα και ευχάριστα, μ’ ένα τραγούδι, με μια μαντινάδα και μια ρίμα, που είχαν το δικό τους ξεχωριστό νόημα και, φυσικά, τους αποδέκτες τους. Είμαι υποχρεωμένος να ανατρέξω στα λεγόμενα του συγγραφέα Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, που χαρακτηρίζει τη σχέση του Έλληνα με την ελιά, και μας λέει ότι η ελιά είναι μια Πατρίδα, ένα πρόσωπο της Πατρίδας!

Δέντρο γεμάτο πατρογονικά παραμύθια για το οποίο ο καθένας μας νιώθει ευλογία και ασφάλεια. Το ελαιόδεντρο, ο καρπός του, το λάδι που συνυφάνθηκαν από τους αρχαιότατους ήδη χρόνους με τη ζωή του Έλληνα που η παράδοση διέσωσε πλήθος μύθων και συμβολισμών, αφού η ελιά, δέντρο ιερό, δώρο της θεάς Αθηνάς στην πόλη των Αθηνών, σύμβολο ειρήνης και ευημερίας, δεν απώλεσε με το πέρασμα των αιώνων την ιερότητά της, καθώς η Χριστιανική Εκκλησία τη δέχθηκε ως μέσον ευλογίας και καθαγιασμού.

Αναπτύχθηκε το ρίζωμα αυτού του ευλογημένου δέντρου αλλά και των καρπών του στη συνείδηση του ελληνικού λαού!!