Το νέο, δεύτερο κατά σειρά έκδοσης βιβλίο της Λίλιαν Καπόν (εκδόσεις Καπόν, Ντόνα-Λίλιαν Καπόν) ήρθε για να προσθέσει μιαν ακόμα πολύτιμη ψηφίδα στη σύνθεση της ιστορίας των Ελλήνων της μακραίωνης εβραϊκής διασποράς, ιστορίας διάστικτης από στιγμές χαράς, έμπνευσης και δημιουργίας, αλλά και από ιδιαίτερα οδυνηρές μνήμες.

Είναι συγγραφέας της Κρήτης η Λίλιαν Καπόν; Ασφαλώς ναι, καθώς αγαπημένοι στενοί συγγενείς της, μεταξύ αυτών και η μητέρα της, έζησαν στα Χανιά, καθώς επίσης η ίδια έζησε εδώ όλα τα καλοκαίρια των παιδικών χρόνων της την εποχή  της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης, και καθώς αφουκράστηκε πολύτιμες βιωματικές αφηγήσεις. Μέσα σε αυτές, περίοπτη θέση κατέχει το όνομα του μεγάλου θείου της Λέων Άλμπερτ, γιου του Πασκουάλε Άλμπερτ, που έχει δοθεί σε δρόμο της πόλης μας. Η ίδια η συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Λέων Άλμπερτ, ο οποίος από το 1916 είχε εγκατασταθεί μόνιμα στο Μιλάνο, προσκλήθηκε κατά  τη δεκαετία του ΄60 από τον  Δήμο Χανίων προκειμένου να παραστεί στην τελετή της ονοματοθεσίας.

Ωστόσο ο τιμώμενος, ήδη καταπονημένος από βαρύτατα οικογενειακά πλήγματα και γενικότερα πικραμμένος, έστειλε, ως εκπρόσωπό του, τον πρωτανιψιό του Αλβέρτο Μινέρβο, ο οποίος και παρέστη. Ίσως, λοιπόν, ήρθε η στιγμή για την αναγκαία επανόρθωση και αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, ζήτημα που αφορά άμεσα στη  Δημοτική Αρχή Χανίων. Είναι καιρός να προστεθεί το όνομα του Άλμπερτ (Λέων) στη σχετική πινακίδα του δρόμου στο Κουμ-Καπί (στην οποία αναγράφεται μόνο το επώνυμο,  ενώ απουσιάζει το όνομα και η ιδιότητα του τιμώμενου). Είναι καιρός να πάψει να συγχέεται το επώνυμο “Άλμπερτ” με το επώνυμο “Χάλμπερ”, που αντιστοιχεί στον αρχαιολόγο Φρειδερίκο Χάλμπερ, του οποίου το όνομα έχει δοθεί σε δρόμο της πόλης του Ηρακλείου.

Υπενθυμίζεται ότι η προσφορά του οραματιστή και εμπνευσμένου επιχειρηματία Λέων Άλμπερτ στον νομό Χανίων περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη Δημοτική Αγορά Χανίων (πρωταρχική έμπνευση, πραγματοποίηση ταξιδίων, για το σκοπό της έγκρισης της μορφής του προτεινόμενου οικοδομήματος , σε Μασσαλία και Μιλάνο μαζί με τους αρμόδιους εκπροσώπους της τότε Δημοτικής Αρχής  και χρηματοδότηση του έργου, από κοινού με την Τράπεζα Κρήτης, από τον Εμπορικό Οίκο “Πασκουάλε Άλμπερτ και Υιός”). Περιλαμβάνει, επίσης, τη Γέφυρα του Κερίτη και την παλαιά εθνική οδό Χανίων-Ρεθύμνου.

καπον-λιλιαν
Η κ.Λίλιαν Καπόν

Μετά από αυτή τη σύντομη αλλά αναγκαία παρένθεση, με αφορμή το σημαντικότατο, ιστορικού και αυτοβιογραφικού χαρακτήρα,  έργο της Λίλιαν Καπόν με τίτλο “ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ”, επανερχόμαστε στο νέο βιβλίο της με τίτλο “ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ”. Η λέξη “νοσταλγία” είναι  σύμφυτη με την ιστορία του ομηρικού ήρωα Οδυσσέα, ο οποίος πάλεψε σαράντα χρόνια με τα κύματα μέχρι να φτάσει στην πολυπόθητη πατρίδα και να δει καπνό να ανελίσσεται από την καμινάδα του σπιτιού του, να δει, με δυο λόγια, σημάδι ζωής των αγαπημένων του. Αυτή η νοσταλγία ως προμετωπίδα στο έργο της Λίλιαν Καπόν περιλαμβάνει το πολυαίμακτο Παρελθόν, το Παρόν, το οποίο ανεπαίσθητα διαφεύγει για να ενταχθεί στις σελίδες του Παρελθόντος, αλλά και το Μέλλον,  το οποίο η συγγραφέας ατενίζει με ιδιαίτερη συγκίνηση.

Το βιβλίο αφιερώνει η ίδια σε μια εμβληματική μορφή του οικογενειακού της δέντρου: “Στον παππού μου Ισαάκ Βενιαμίν Καπόν, θύμα της ναζιστικής θηριωδίας στα στρατόπεδα Άουσβιτς- Μπιρκενάου, τον παππού μου  που δεν πρόλαβα να αγκαλιάσω”.

Στο εισαγωγικό κείμενο η συγγραφέας επισημαίνει: “Θα ήθελα να αναφερθώ στον παππού Ισαάκ Β. Καπόν και τη γιαγιά Ντόνα, όχι μόνο από αγάπη και σεβασμό στη μνήμη τους, αλλά γιατί, ακόμα και εν τη απουσία τους, υπήρξαν οι αρχιτέκτονες της οικογενειακής μου ζωής. Έχοντας επενδύσει στο ακίνητο της οδού Αρμένη Βράιλα 22,  λίγο πριν τον πόλεμο, εξασφάλισαν σ’ εμάς αυτό που υπήρξε το καταφύγιό μας στα μεταπολεμικά χρόνια και, σε κάποιο σημείο, επηρέασε τη ζωή και τα “πιστεύω” μου, ζώντας σ’ αυτή τη γειτονιά που υπήρξε “Αυλή των Θαυμάτων” των πρώτων τρυφερών μου χρόνων…

…Ο Ισαάκ ήταν, κατά γενική ομολογία, άνθρωπος τίμιος, έξυπνος, δουλευταράς, εργαζόμενος στην οικογενειακή επιχείρηση που ιδρύθηκε το 1888 από τον πατέρα του Βενιαμίν και συνέχισε τη δραστηριότητά της μέχρι το 2001, οπότε μοιραία έκλεισε ελλείψει συνεχιστών, δεδομένου ότι λειτούργησε πάντα σε οικογενειακά πλαίσια.

Κι όμως, ο υπερήφανος, επιβλητικός άρχοντας της αγοράς -ακόμα και στην εμφάνιση ξεχώριζε, λόγω του σεβαστού του ύψους, που ξεπερνούσε το 1.90- πιάστηκε στην παγίδα των Γερμανών και κατέληξε, μαζί με τη γιαγιά Ντόνα, την κόρη του Σαρίνα, τον γαμπρό του Ισαάκ Ρούσσο και το εξάχρονο εγγονάκι του Αιμίλιο-Σαμουήλ, στα στρατόπεδα εξόντωσης Άουσβιτς-Μπιρκενάου, απ’ όπου ελευθερώθηκε με τη μορφή γκρίζου καπνού μέσα από τα φουγάρα των κρεματορίων που δούλευαν νυχθημερόν για την καύση εκατομμυρίων θυμάτων.

Στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής μας στο σπίτι του παππού, που έγινε για μας η ζεστή μας φωλιά, θυμάμαι να παρακολουθούμε από το ραδιόφωνο τη μεσημεριάτικη καθημερινή εκπομπή του Ερυθρού Σταυρού, με την ελπίδα να ακούσουμε τα ονόματα των αγαπημένων μας, που ίσως είχαν γλυτώσει από τον όλεθρο και με το μυλό θολωμένο από τις κακουχίες, περιφέρονταν από χώρα σε χώρα αναζητώντας κάτι από το παρελθόν τους…

Αυτό το καλό νέο δεν έφτασε ποτέ σε μας. Έτσι,  η απουσία των παππούδων έγινε η πρώτη αγιάτρευτη πίκρα της ζωής μου!…

…Οι γονείς μου, με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη και τα Χανιά της Κρήτης αντίστοιχα, είχαν μόλις πριν από λίγα χρόνια βγει από τη δίνη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με πολλές απώλειες, ανθρώπινες και υλικές, και αγιάτρευτες πληγές που έκρυβαν στις καρδιές τους…

Και όμως, επιδείκνυαν ένα απίστευτο κουράγιο, μια ακατάβλητη επιθυμία να ζήσουν, να γιορτάσουν το μεγαλείο της ζωής μέσα από το μεγάλωμα των παιδιών τους και να ατενίσουν το μέλλον με αισιοδοξία, προσδοκώντας σε έναν καλύτερο κόσμο!…”

Αυτό το κείμενο κυριολεκτικά “τα λέει όλα “, καθώς συμπυκνώνει καθοριστικές αξίες και θεμελιώδη υπαρξιακά νοήματα. Ο παππούς Ισαάκ και η γιαγιά Ντόνα έδωσαν τη θέση τους στον Βενιαμίν, ο οποίος επέλεξε για σύντροφο της ζωής του τη Μαφάλντα. Όμως ο πόλεμος, που βρήκε το αγαπημένο ζευγάρι στο ξεκίνημα της νέας ζωής του, έμελλε να αφήσει ιδιαίτερα βαρύ το αποτύπωμά του. Πέρα από την οικογενειακή τραγωδία της απώλειας του Ισαάκ, της Ντόνας και άλλων αγαπημένων προσώπων, ο ίδιος ο Βενιαμίν επέστρεψε από το Μέτωπο του 1940 τραυματίας, με βαρειά κρυοπαγήματα και βρέθηκε αντιμέτωπος  με την  επώδυνη αναγκαιότητα του ακρωτηριασμού. Τον ίδιο καιρό, η Μαφάλντα βρισκόταν σε κατάσταση προχωρημένης εγκυμοσύνης:

“…Τα χέρια του, ευτυχώς, γλίτωσαν από τον ακρωτηριαμό, ενώ θυσιάστηκαν και τα δυο του κάτω άκρα από τα μετατάρσια, σε επέμβαση που διεξήχθη στη Μονή Πετράκη (είχε τότε διασκευαστεί σε νοσοκομείο) από τον θρυλικό στρατιωτικό χειρουργό Καθηγητή Αίσωπο…”.

“Ο Βενιαμίν, διαψεύδοντας τα στατιστικά προγνωστικά, κατόρθωσε, χάρη στη δύναμη της ψυχής του, να καταστήσει την αναπηρία του σχεδόν αόρατη. Αγωνίστηκε, μαζί με τη Μαφάλντα, να προσφέρουν στα παιδιά τους Ροβέρτο και Λίλιαν όσα είχαν στερηθεί. Αργότερα ήρθε στη ζωή ο Μωυσής, γεγονός που έδωσε στην οικογένεια μεγάλη χαρά και αισιοδοξία.

Βιώματα από τη ζωή της οικογένειας, το δύσκολο ξεκίνημα μετά τον πόλεμο και το Ολοκαύτωμα, μορφές και εικόνες που περιβάλλουν το σπίτι στο Πεδίον του Άρεως, συνθέτουν το πλούσιο αφηγηματικό τοπίο:

“…Το νέο μας σπίτι ήταν, στην κυριολεξία, δώρο εξ ουρανού, σταλμένο από τον παππού μου Ισαάκ Βενιαμίν Καπόν, θύμα της θηριωδίας των Γερμανών στα στρατόπεδα θανάτου του Άουσβιτς-Μπιρκενάου….

…Ήταν κι αυτό σαν ζωντανός οργανισμός, πληγωμένο από τις άστοχες ανθρώπινες παρεμβάσεις και τον ανελέητο χρόνο που είχε συμμαχήσει μαζί τους. Κι όμως, εξέπεμπε μια ακατανίκητη γοητεία που δεν με άφηνε αδιάφορη…”.

Το σπίτι αυτό, όπως αργότερα πληροφορήθηκε από τον πατέρα της η συγγραφέας, ήταν έργο του φημισμένου αρχιτέκτονα, ναολόγου και φιλόλογου Αναστάσιου Ορλάντο.

Σε απόσταση αναπνοής από το κυρίως κτίσμα κατοικούσαν άλλες οικογένειες, υπήρχαν άνθρωποι και χαρακτήρες που άφησαν το αποτύπωμα μιας μοναδικής  διαδρομής.  Η κυρ Άννα και η οικογένειά της, η Βουλίτσα και η δική της οικογένεια, ο κυρ Βασιλάκης ο κουρέας, η κυρά Δαφνη από τη Μικρασία…

Κτήρια υψηλά της ευμάρειας και πολλά φτωχόσπιτα κάλυπταν τη γη της περιοχής:

“…Τα περισσότερα, αν όχι όλα από τα ταπεινά κτίσματα της περιοχής, καταλάμβαναν γη που είχε καταπατηθεί από φτωχές ή νεόπτωχες οικογένειες, χωρίς στον ήλιο μοίρα.

Σήμερα, αλλά και προ πολλού, τα αυθαίρετα αυτά οικοδομήματα έχουν κατεδαφιστεί, σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο. Τίποτα δεν υπάρχει στα πέριξ που να θυμίζει την εγκατάσταση, έστω και παράνομη, αυτών των άτυχων ανθρώπων που έγραψαν τη δική τους, σε κάθε περίπτωση όμως ελληνική, ιστορία. Και ιστορία δεν σημαίνει μόνο τα μεγάλα και σπουδαία, σημαίνει και τα ταπεινά, αυτά που είναι βγαλμένα από την ψυχή και ποτισμένα με το αίμα του ελληνικού λαού. Στο μεταξύ, εμείς γινόμαστε ολοένα και φτωχότεροι από μνήμες του παρελθόντος…”.

Το παράπηγμα-καπηλειό στον λόφο Φινοπούλου, το δερματεμπορικό, η καραμελλοποία, το σιδηρουργείο, το δαγκαράδικο-υποδηματοποιείο, το μαρμαρογλυφείο, χώροι βιοπορισμού  των ανθρώπων της περιοχής, το Λουνα Παρκ, ο πλανόδιος παγωτατζής, ο πλανόδιος μανάβης ή ψαράς ή φωτογράφος, ο γιαουρτάς:

” …Κουβαλούσε το εμπόρευμά του σε δυο μεγάλες πήλινες τσανάκες, ακουμπισμένες σε μια ξύλινη κατασκευή που έμοιαζε με ζυγό…”

Το Πεδίον του Άρεως με το άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς, τα αναψυκτήρια και οι επιχειρήσεις που ξεφύτρωναν, σταδιακά,  γύρω από μικρά σπιτάκια με ανθισμένες αυλές. Οι φωτιές του Άι Γιάννη, ο ιστορημένος από τον Φώτη Κόντογλου ναός του Αγίου Χαραλάμπους.  Η ζωή της νιότης, το μοίρασμα και η συμμετοχή.  Οι οικογένειες Συμεών Εμφιετζόγλου, Επαμεινώνδα Προδρομίδη, Νίκου Τσοπανάκου, οι δεσμοί φιλίας των παιδικών χρόνων. Η συγγραφέας απευθύνεται σε πρόσωπα κάποια από τα οποία ίσως να μην  υπάρχουν πια στη ζωή και με λόγο καρδιάς αποτυπώνει την υπόσχεση παντοτινής θύμησης.

Με το έργο της αυτό  η Λίλιαν Καπόν κατορθώνει, για μια ακόμα φορά,να καταστήσει τον αναγνώστη κοινωνό της “μαγείας” των μεταπολεμικών χρόνων, χρόνων σφραγισμένων με πολύ αγώνα  και μπολιασμένων με όνειρα και ελπίδες. Παράλληλα, σκιαγραφεί τις αντιστοιχίες που ανά τους αιώνες συνέδεσαν δυο λαούς οι οποίοι υπήρξαν κατ΄εξοχήν μεταναστευτικοί, για διαφορετικούς λόγους και κάτω από διαφορετικές συνθήκες, πάντοτε όμως με το όραμα και τη δύναμη ψυχής να κανοναρχεί την “Οδύσσειά” τους. Ελληνοεβραία η συγγραφέας, εκφράζει, με την αμεσότητα και τη φρεσκάδα του λόγου που την διακρίνει, το βαθύ συναίσθημα για τον τόπο όπου γεννήθηκε και ζει. Εκφράζει, επίσης, την ακαταμάχητη νοσταλγία για τις ειρηνικές στιγμές της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, εκείνες που φέρουν αρώματα και μηνύματα μιας ελπιδοφόρας Άνοιξης. Όλα αυτά τα στοιχεία με τον χαρακτήρα της αυθεντικότητας συνοδεύονται από σημαντικό και πολύ ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό, επιλεγμένο  από το αρχείο της Λίλιαν Καπόν.

Μια Κυριακή του Απρίλη έρχεται η στιγμή για τις σκέψεις που θα συνθέσουν τον επίλογο του βιβλίου:

“… Ηρθε η στιγμή να πάρουμε το μονοπατάκι που θα μας οδηγούσε στο πάρκο των παιδικών μας χρόνων, όπου κάθε  γωνιά φύλαγε μνήμες μιας ευτυχισμένης ζωής. Από το ραντεβού μας απουσίαζαν ο κυρ Νικολάκης και το κιόσκι του, στα αριστερα. Πλησιάσαμε τον Άγιο Χαράλαμπο. Μπήκαμε στον μισοφωτισμένο χώρο. Στα πρόσωπα των αγίων του Κόντογλου αναγνώριζα μακρινούς, μισοξεχασμένους φίλους. Κι όμως, δεν χρειάστηκαν παρά λίγα μόνον λεπτά για να πιάσω το Κουβάρι της μνήμης και να το ξετυλίξω: είδα τον εαυτό μου να περιφέρεται μαζί τους στο Ιπποδρόμιο της Κωνσταντινούπολης. Ένιωσα ότι ήμουν κάτοικος της Βασιλεύουσας, ντυμένη με πορφύρα και στολισμένη με αστραφτερά κοσμήματα. Ένα δέος με κυρίευσε… Πόση δύναμη λοιπόν ασκούσαν αυτές οι αγιογραφίες; Τότε ομολόγησα στον εαυτό μου αυτό που ίσως από τη φύση μου δεν μπορώ εύκολα να δεχθώ: όσο και να ψάχνεις με νοσταλγία για ένα παρελθόν που έχει καταρρεύσει κάτω από το αμείλικτο πέρασμα του χρόνου, δεν θα μπορέσεις να το ξαναβρείς, όμως θα υπάρχουν πάντα κάποια στοιχεία που θα παραμένουν άφθαρτα, ακριβώς γιατί δεν αποτελούνται από ύλη και στοχεύουν, αλάνθαστα, κατευθείαν στην ψυχή…”.